Κατεβαίνοντας την εξωτερική σκάλα του δωματίου που είναι στο δεύτερο όροφο του πέτρινου παράσπιτου που κάποτε το χρησιμοποιούσαν για τα ζώα και τις τροφές τους, μετά για ψυγεία των εσπεριδοειδών, κι ύστερα αποθήκευαν τα ξύλα του χειμώνα, φτάνω στη στέρνα με τα νούφαρα. Αν η πρώτη εικόνα που βλέπει ένας άνθρωπος είναι τέτοιας ομορφιάς, τότε αξιώνεται βήμα στο άδολο, το ανέγγιχτο, το αψεγάδιαστα λευκό. Κάθε πρωί στέκομαι μπροστά τους. Να βεβαιωθώ πως είναι όλα εκεί, πως όλα άνοιξαν μετά το νυχτερινό τους ύπνο που κλείνουν τα βλέφραρα-πέταλα να ησυχάσουν. Κι άμα βεβαιωθώ, προχωρώ ήσυχη να ετοιμάσω το πρωινό μου.
Στο οβάλ τραπέζι του σαλονιού στο κεντρικό κτίριο που κάποτε αποτελούσε την κύρια κατοικία των ιδιοκτητών και τώρα έχει μετατραπεί σε σπιτική ρεσεψιόν, μερικά από τα αγαθά που προσφέρονται είναι σταθερά, όπως το θυμιανούτσικο ζυμωτό ψωμί, οι μαρμελάδες πορτοκαλιού, σύκου, μανταρινιού, κυδωνιού, κι οι ανάμεικτες, όλες φτιαγμένες από τα φρούτα του κτήματος, μαζί με τα βούτυρα και τα τυριά, τις μυζήθρες και τα γιαούρτια. Σταθερή είναι και η πορτοκαλάδα με τη μανταρινάδα. Κάθε μέρα οι κυρίες θα φτιάξουν ένα διαφορετικό γλυκό, μπουγάτσα, κέικ, μηλόπιτα, ή και κάτι αλμυρό, τυροπιτάκια και ομελέτες φούρνου. Κάθε μέρα κι άλλα φρούτα. Όλα πεντανόστιμα και ολόφρεσκα. Ετοιμάζουμε τα πιάτα μας και βγαίνουμε στην εξωτερική αυλή με τις γλάστρες, τους φοίνικες, τις γάτες. Κάθε δωμάτιο έχει το τραπέζι του, κι αυτό γίνεται μόνο του, όπως διαλέγεις στασίδι στην εκκλησία. Ποτέ δε συνάντησα ανθρώπους που φωνάζουν εδώ. Θαρρείς και όλοι έχουν κάτι τις το εξευγενισμένο, ή μήπως είναι ο χώρος που υποβάλλει τέτοια λεπτεπίλεπτη συμπεριφορά;
Μετά το πρωινό ανεβαίνω να καθίσω έξω στο μπαλκονάκι μας για να γράψω, ενώ ο Κυριάκος μπαίνει μέσα στο δωμάτιο να μελετήσει ούτι. Έρχεται η γυναίκα να καθαρίσει, της λέμε πως είναι καθαρά, μα επιμένει. Δεν την αφήσαμε να καθαρίσει την Κυριακή, ποτέ δεν τις αφήναμε τις γυναίκες να καθαρίζουν Κυριακές -ας παίρνουν μια ανάσα κι αυτές τέτοια μέρα-, ούτε τη Δευτέρα που ήταν της αγίας Μαρκέλλας. Σήμερα όμως πήγε να το πάρει κατάκαρδα, της κάναμε το χατίρι. Οι καλοί άνθρωποι θέλουν να δικαιολογούν το μεροκάματό τους, άμα δε γίνεται αυτό στεναχωριούνται.
Λίγο αργότερα αποφασίζω να πάω στα Θυμιανά ν' αγοράσω φρούτα και κάτι τις να μαγειρέψω. Το παράσπιτο το προτιμούσαμε πάντα, όχι μόνο γιατί έχει την αυτονομία του, αλλά και γιατί στο ισόγειο έχει κουζίνα κι εγώ θέλω να μαγειρεύω.
Περνώ μέσα απ' το περιβόλι. Βλέπω τις σκιές που πέφτουν στο μονοπάτι κι είναι των αριστερών δέντρων που πέφτουν δεξιά. Το απόγευμα που θα κάνω την ίδια διαδρομή τις βλέπω ακριβώς αντίθετες ερχόμενες απ' τα δεξιά δέντρα. Η δικαιοσύνη του ήλιου, σκέφτομαι. Τίποτα δεν αφήνει αχάιδευτο. Τίποτα παραπονεμένο.
Στο μανάβικο δεν είναι η γνωστή ωραία κυρία, αλλά η έφηβη κόρη της, ένα όμορφο, μα χοντρό κορίτσι. Νομίζω πως σε κανέναν άλλο τόπο δεν έχω δει τόσα παχύσαρκα παιδιά, όσα στη Χίο. Το θυμάμαι από παλιά, θαρρείς και δεν κουνιούνται καθόλου, μόνο τρώνε. Είναι τόσο κρίμα να τα βλέπεις έτσι. Αντί να σφύζουν από ζωή, δεν μπορούν να κάνουν ένα βήμα, ασθμαίνουν και βαριούνται. Θα πρέπει να είναι δύσκολοι οι χειμώνες εδώ, να μην έχουν άλλες διεξόδους. Δεν ξέρω τι να υποθέσω.
Τα φρούτα είναι φτηνά, όσο και της λαϊκής της πόλης, αλλά πολύ πιο νόστιμα. Μαζί με τα ροδάκινα και τα βερίκοκα, ρωτώ αν έχει και σύκα. Μόλις τα είχαν φέρει και τα είχε ξεχάσει η μικρή. Φέρνει ένα κουτί ζαχαροπλαστείου και το ανοίγει. Χαμογελώ και διαλέγω. Έτσι της τα έφερε ο έμπορος, ούτε συσκευασίες ούτε πλαστικά. Τα λατρεύω τα σύκα, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι. Νομίζω πως μέσα τους συμπυκνώνουν όλη τη γεύση του παραδείσου. Δεν είναι τυχαίο πως σε πολλές παραδόσεις το δέντρο του παραδείσου δεν ήταν μηλιά, αλλά συκιά, και κατ' άλλους ροδιά. Και καμιά φορά σκέφτομαι πως αν η άκαρπη συκή που καταράστηκε ο Χριστός δεν ήταν συκιά, αλλά άλλο δέντρο, ίσως και να τη γλίτωνε. Αλλά να είσαι προορισμένος για το νοστιμότερο καρπό του κόσμου και να μην κάνεις τίποτα, ε, είναι ασυγχώρητο, πώς να το κάνουμε;
Μπήκα στη θάλασσα του Μέγα Λειμιώνα, χωρίς πολλές διατυπώσεις. Απομακρύνθηκα απ' τον κόσμο που ήταν πολύς και δημιουργούσε σήμερα βαβούρα. Το καλό μου κολύμπι είναι το ύπτιο, θα μπορούσα με λίγη εξάσκηση να γίνω πολύ καλή σ' αυτό. Δεν είναι τόσο η δύναμη που έχω στα χέρια, αλλά μάλλον που το χαίρομαι περισσότερο, γιατί βλέπω κατευθείαν τον ουρανό κατάφατσα, κι εγώ τίποτα δεν αλλάζω με τον ουρανό. Τίποτα, τίποτα. Κι αυτός είναι πεντακάθαρα γαλάζιος, σαν να τον σφουγγάρισαν μόλις οι άγγελοι. Ούτε μια σκόνη σύννεφο δε βλέπεις. Είπα άγγελοι, και το θυμήθηκα πάλι. Αναρωτήθηκα κολυμπώντας αν κολυμπούν κι οι άγγελοι. Και γιατί όχι, δηλαδή; Αν κολυμπούν, νομίζω θα ξετρελαίνονται με το νερό.
Φορώ πάντα γυαλιά θαλάσσης γιατί μ' ενοχλεί το πολύ φως στα μάτια κι όταν κολυμπώ πρόσθιο κοιτάζω τους βυθούς. Απ' την πρώτη μέρα σε μια συγκεκριμένη θέση βλέπω πάντα ένα κοπάδι μαριδούλες. Κολυμπούν ατάραχες κι ας περνώ ανάμεσά τους, αμέριμνες και ήσυχες. Εκεί πρέπει να 'ναι το σπίτι τους κι ας μην έχει γύρω γύρω φράχτες και μαντρότοιχους.
Παίζουν τα παιδιά, παντού τα παιδιά παίζουν. Τα μαλώνουν οι γονείς τους, όλο κάτι βρίσκουν οι γονείς για να μαλώνουν τα παιδιά τους κι όλο χαζομάρες τους λένε. Τι θα κάνει ένα παιδί αν δεν παίξει με την άμμο και το νερό; Αφού απ' αυτά είναι πλασμένο και το ξέρει. Τον εαυτό συναντά και τον κόσμο. Μεγάλος θα γίνει ξαφνικά, να τα σιχαίνεται;
Θυμάμαι τον Μάρκο Πόλο. Ένα απ' αυτά που του έκαναν μεγάλη εντύπωση στην Κίνα, ήταν πως οι Κινέζοι πλένονταν κάθε μέρα, όταν οι Βενετσιάνοι πλένονταν μια φορά το χρόνο. Είχαν ανακαλύψει και τα κάρβουνα, κι έτσι ακόμα και τους χειμώνες είχαν ζέστη και στα λουτρά τους. Όταν έκπληκτος τους ρώτησε γιατί κάνουν μπάνιο κάθε μέρα, οι σοφοί εκείνοι άνθρωποι απάντησαν στον "πολιτισμένο" Δυτικό:
Γιατί το νερό παίρνει την κούραση και τη στεναχώρια.
Πέφτει το φως στον Κάμπο και μαζί του ξαφνικά, -όπως ξαφνικά ξεκίνησε-, ο αέρας σταματά κι αιφνίδια απλώνεται απόλυτη σιγή. Το μελτέμι της αγίας Μαρκέλλας έφυγε...
No comments:
Post a Comment
Σχόλια