Δευτέρα 22 Ιουλίου.
Όλη νύχτα φυσούσε μανιασμένα. Παράδερναν τα κλαδιά και τα φύλλα των δέντρων, τρίζαν τα ξύλινα παντζούρια, η κουκουβάγια κι ο γκιώνης λούφαξαν. "Είναι τα μελτέμια της αγίας Μαρκέλλας", είπε η καλόκαρδη Στέλλα σερβίροντας το πρωινό στους άλλους θαμώνες, ενώ εμείς προσπερνούσαμε για να πάμε εκκλησία. "Κάθε χρόνο στη γιορτή της, αυτό γίνεται, και κρατά δυο-τρεις μέρες".
Η φύση συμμετέχει στα ανθρώπινα, κι ας νομίζουμε εμείς που λησμονήσαμε τη γλώσσα της, πως στέκεται απαθής. Συμμετέχει και φιλόστοργα αγκαλιάζει, όχι μόνο τους αγίους της κι εμάς, μα και τα πράγματα που συχνά εγκαταλείπουμε στην ποδιά της. Χρόνια τώρα βλέπω ένα εγκαταλειμμένο ποδήλατο στην είσοδο του περιβολιού. Με τον καιρό άρχισε κι αυτό ν' ανθίζει και να πρασινίζει τόσο που θαρρείς πως βγήκε κάποτε απ' τα σπλάχνα της γης.
Προσπερνούμε την κουζίνα, το εργαστήρι που φτιάχνονται οι περίφημες μαρμελάδες του Περλέα από τις χρυσοχέρες Χιώτισσες, και το πλυσταριό. Απλωμένες οι κουρελούδες που έχουν ρουφήξει όλη τη σκόνη και τις λύπες των δρόμων από τα παπούτσια μας, τα ποτισμένα ιδρωμένα όνειρα σεντόνια μας, οι πετσέτες των προσώπων και των σωμάτων όλων των πελατών, προσωρινών περαστικών απ' τον ξενώνα και τη ζωή, όλα φρεσκοπλυμένα στεγνώνουν στο πρωινό φως. Χωρίς νερό και ήλιο ένας αβάσταχτος λεκές θα ήταν ο κόσμος μας. Μ' αυτά τα δυο ζωογονείται, κι όλο νέος γίνεται, καινούριος διαρκώς κι αγνός μέσα στην επανάληψή του.
Λεμονιές, μανταρινιές, κίτρα, πορτοκαλιές, ένα περιβόλι εργόχειρο, το κεντούν τα φιλότιμα χέρια του εργάτη, το κεντά κι ο χρυσοκεντητής ήλιος. Πώς αγαπούν τα φύλλα τον ήλιο και πόσο τον ευγνωμονούν. Πώς μαθαίνουν τα μυστικά όλου του κόσμου απ' αυτόν που όλα τα βλέπει και με τη σειρά τους τα μουρμουρίζουν στις ρίζες, ώστε από στόμα σε στόμα κι απ' την άκρη τ' ουρανού μέχρι τα τρίσβαθα της γης, να μη μείνει τίποτα μυστικό κι όλα μυστικά να παραμείνουν.
Μας είχαν πει πως θα έχει λειτουργιά στον Άη Γιάννη, πιο πάνω απ' τον Άη Στράτη. Πήραμε τον ανήφορο των Θυμιανών και πηγαίναμε. Παρόλο που γνωρίζαμε το δρόμο, ρωτήσαμε τη μόνη γυναίκα που ανταμώσαμε, αν πηγαίνουμε καλά. "Καλά πηγαίνετε, μα είναι πολύ μακριά ακόμα" "Ξέρετε, πάμε να λειτουργηθούμε, που 'ναι της αγίας Μαρκέλλα σήμερα" "Κι εγώ εκκλησία πάω, της αγίας Μαρκέλλας βέβαια, της Χιοπολίτιδας, όλη η Χίος γιορτάζει, αλλά πάω στον Ταξιάρχη που είναι εδώ παρακάτω κι είναι ο αδερφός μου εκεί παπάς". Αλλάζουμε κατεύθυνση και συνεχίζουμε παρέα το δρόμο, ώσπου φτάνουμε στην εκκλησία του αδερφού της. Μια σταλιά άνθρωπος η αδερφή, Χιώτισσα γλυκειά, όπως οι περισσότερες, άλλη μια σταλιά κι ο αδερφός της ο παπάς, μα και τόσο καλλίφωνος και μερακλής, που περνά σε κάθε εκφώνηση ένα σωρό μακάμια. Δεν ήξερες αν ακούς χότζα ή παπά, κι είχε τόση χάρη, τόσο το χαιρότανε ο άνθρωπος, που γλυκάθηκε το είναι μας και χόρτασε μελωδία το αφτί μας. Μεγάλη παράδοση η Χίος στα ψαλτικά. Ακόμα κρατά γερά.
Στο τέλος, είπε δυο λόγια για τη ζωή της αγίας. Πώς την κυνήγησε ο ειδωλολάτρης πατέρας της, επειδή έγινε χριστιανή, και πώς τρέχοντας αυτή να γλιτώσει, παρακάλεσε το Θεό ν' ανοίξει βράχος να κρυφτεί. Κι άνοιξε πράγματι στα δυο ο βράχος, μπήκε όλη μέσα κι έμεινε μόνο το κεφάλι της έξω, αυτό που το σπαθί του φανατισμένου πατέρα έκοψε λίγο μετά με το σπαθί του. Αγίασμα αναβλύζει από κείνο τον βράχο μέχρι σήμερα, κι αμέτρητα τα θαύματα που κάνει η αγία στους πιστούς που έρχονται απ' όλα τα μέρη του κόσμου στη Βολισσό να την προσκυνήσουν.
Στο τέλος, είπε δυο λόγια για τη ζωή της αγίας. Πώς την κυνήγησε ο ειδωλολάτρης πατέρας της, επειδή έγινε χριστιανή, και πώς τρέχοντας αυτή να γλιτώσει, παρακάλεσε το Θεό ν' ανοίξει βράχος να κρυφτεί. Κι άνοιξε πράγματι στα δυο ο βράχος, μπήκε όλη μέσα κι έμεινε μόνο το κεφάλι της έξω, αυτό που το σπαθί του φανατισμένου πατέρα έκοψε λίγο μετά με το σπαθί του. Αγίασμα αναβλύζει από κείνο τον βράχο μέχρι σήμερα, κι αμέτρητα τα θαύματα που κάνει η αγία στους πιστούς που έρχονται απ' όλα τα μέρη του κόσμου στη Βολισσό να την προσκυνήσουν.
Και στο Μέγα Λιμιώνα φυσάει. Τα νερά πιο κρύα από χθες. Λες, αποκλείεται να μπω, και το λες με μεγαλύτερη βεβαιότητα από την προηγούμενη μέρα, μα μέσα σου ξέρεις πως όλα γίνονται, κι ακόμα σπουδαιότερα είναι όλα όσα δύσκολα γίνονται. Σταματάς να το σκέφτεσαι και βουτάς μια κι έξω. Δε βοηθά η λογική στα δύσκολα. Απλώς, βουτάς. Και σχεδόν πάντα, μετά το χαίρεσαι. Είναι που γίναμε μαλθακοί. Θα θέλαμε όλα να τ' αποφύγουμε, αν ήταν δυνατόν. Ο γέρος που χθες μας τραγουδούσε λείπει. Γεμάτη παιδιά η ακτή. Παιδιά που παίζουν ακούραστα με την άμμο και το νερό. Χτίζουν, γκρεμίζουν, αδειάζουν, γεμίζουν και ασυνείδητα μαθαίνουν πως όλα είναι παιχνίδι και σχέση με τα πράγματα και τους ανθρώπους, η χαρά δεν είναι άκοπη, κι η ελευθερία, η επιλογή μας σ' αυτό που θ' αποφασίσουμε να υποταχθούμε. Φτυαράκι, κουβαδάκι, χτίσιμο ή γκρέμισμα...
No comments:
Post a Comment
Σχόλια