Labels

Friday, July 26, 2013

Hμερολόγιο Κάμπου - 6η μέρα - του ξένου


Τα σπίτια του Κάμπου είχαν πάντα ένα σοφό παράθυρο, το βορινό. Όση ζέστη και να έχει το καλοκαίρι, ανοίγοντας το παράθυρο που βλέπει στο βορρά, μπαίνει πάντα δροσερό αεράκι. Είναι μεγάλη παρηγοριά. Δεν ξέρω πόσες ώρες, όλα αυτά τα χρόνια που ερχόμασταν εδώ, έχω περάσει μπροστά του. Μου καθαρίζει το μυαλό, αφαιρεί όλες τις σάπιες σκέψεις. Δροσίζει την καρδιά μου. Κι από κάτω ένα χωράφι, έργο χειρών ανθρώπων. Κι από πάνω ο πιο ασυννέφιαστος ουρανός του κόσμου. Έργο χειρών Θεού. 
Πριν φύγω από τη Θεσσαλονίκη που καιγόταν απ' τη ζέστη, έκανα την αφελή σκέψη, πως το καλοκαίρι δε φτιάχτηκε για τις πόλεις. Δε φτιάχτηκε για τα τσιμέντα και τα μπετόν. Ούτε για τα μηχανήματα που παράγουν ψυχρό φιλτραρισμένο αέρα. Για τα βορινά παράθυρα φτιάχτηκε.

Αφού πήρα το πρωινό κι έφαγα την εξαίσια μηλόπιτα της Μαρίας, είπα να μπω στην παλιά κουζίνα και στο παλιό εργαστήρι. Βγήκα σχεδόν αμέσως. Δεν άντεξα ούτε λεπτό. Πιάστηκε η καρδιά μου. Η Μαρία είχε δίκιο. Έλειπαν τα ντουλάπια με τις μαρμελάδες, έλειπαν οι κουζίνες, τα καζάνια, τα ψυγεία, τα τεράστια τραπέζια, στα οποία κι εγώ έχω καθίσει κι έχω καθαρίσει φρούτα κι έχω γεμίσει βαζάκια. Έλειπαν κι οι μαγείρισσες που όλο για συνταγές μιλούσαν και για τα παιδιά τους. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και είπα πως δε θα την ξαναδιαβώ. Ώρα να πάω στο Citrus. Να τα ξαναβρώ όλα εκεί. Δεν έχει νόημα να επιστρέφω σε μια μνήμη που μετακόμισε κι άφησε πίσω της κενό. Προχωρώ στη νέα της κατοικία.



Το κτήμα αυτό το ονόμαζαν "Περιβόλι", κι ήταν το πατρικό του Βαγγέλη του Ξύδα, που αφού ανάστησε τον Περλεα, -μετά τον πατέρα του που ήταν εκεί επιστάτης-, επέστρεψε στο πατρικό του, να το αναστήσει κι εκείνο, αφήνοντας πίσω ένα μεγάλο κομμάτι της καρδιάς του, -το κομμάτι των παιδικών του χρόνων. Άξιος άνθρωπος, εργατικός, μερακλής και καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία. Σ' αυτόν και στην γυναίκα του, την Κλαίρη, οφείλεται το αξιοζήλευτο θάμβος αυτών των δύο κτημάτων. Πανέμορφο και το Περιβόλι. Μια ωραία αυλή με cafe, το μουσείο των εσπεριδοειδών, μοναδικό στη χώρα, υπαίθριος χώρος για τις συναυλίες και τα θεατρικά που φιλοξενούν, και το περιβόητο εργαστήρι, -η νέα κατοικία της μνήμης μου. Τα βρήκα όλα, όπως τα ήξερα. Και οι κυρίες εκεί, και οι τεντζερέδες, και τα ψυγεία, και οι κουζίνες, και οι κυρίες. Όλα. Μα δεν τα ένιωσα, όπως τα ένιωθα στον Περλέα. Δεν έχει απολύτως καμιά σημασία αυτό. Είναι ολότελα δικό μου και αποτελεί κομμάτι της προσωπικής μου μυθολογίας. Γεροί να είναι οι άνθρωποι να συνεχίζουν, γιατί το έργο που κάνουν είναι πολύ υψηλού επιπέδου. Πρώτης ποιότητας όλα, από τα υλικά μέχρι τις συσκευασίες των προϊόντων που κατασκευάζουν και εμπορεύονται. Τον Βαγγέλη δεν τον είδα, είχε κατέβει στη Χώρα, αλλά είδα την Κλαίρη που εκεί βρήκε τον τόπο της. Λάμπει. Με κάλεσε να πάω αύριο που μαζεύονται γυναίκες και πλέκουν βελονάκι. Θα πάω.



Το απόγευμα παίρνουμε το δρόμο για τα Νοτιόχωρα και τα "Μαύρα βόλια". Περνούμε τα γοητευτικά μαστιχόδενρα και τα χωριά Καλλιμασιά, Κοινή, Πατρικά, Καλαμωτή, Κώμη και επιτέλους φτάνουμε στον Εμπορειό με τη μοναδική αυτή παραλία που οι πέτρες προέρχονται από τον ηφαιστειογενή Ψαρώνα, το βουνό που στέκει από πάνω της. Όλα μαύρα. Θαμπά τα στεγνά βόλια της ακτής, αστραφτερά όσα βρέχονται απ' το νερό. Τη Χίο την πρωταγαπήσαμε, και τα ονόματα αυτά των χωριών της τα πρωτακούσαμε έφηβοι από την ταινία του Δήμου Αβδελιώδη "Το δέντρο που πληγώναμε". Κι αν δεν είναι ο ρόλος της τέχνης να γνωρίζεις και ν' αγαπάς, ποιος είναι άραγε;


Κοιτάζω τους βράχους. Λέω πως σίγουρα εδώ θα ζούσαν κάποτε δεινόσαυροι. Πώς αλλιώς; Τα κεφάλια τους ζωγραφίζονται ολοκάθαρα, κι αν έχουν τα μάτια κλειστά δεν είναι που πέθαναν, αλλά που κοιμούνται. Κοιμούνται αιώνες τώρα βαθιά. Μας αφήνουν να παίζουμε πάνω τους, μας επιτρέπουν να ξαπλώνουμε στο τραχύ τους δέρμα και να ελπίζουμε πως δε θα ξυπνήσουν. Αν όμως μια μέρα ξυπνήσουν, πάει κι η θάλασσα και τα βόλια της, πάμε κι εμείς. Να 'χουμε και το νου μας, που λέει κι ο φίλος μου ο Μανώλης.
Επιστρέφουμε απ' άλλο δρόμο. Έξω απ' το Πυργί, μέσα απ' τα Αρμόλια με τη μεγάλη παράδοση στα κεραμικά κι έξω απ' το Θολό Ποτάμι.


Κι ενώ μετά το ντουζ ετοιμάζομαι να περπατήσω στον Κάμπο, κάτι με τραβά στην αυλή της κουζίνας, κι αλλάζω κατεύθυνση, πάω εκεί να καθίσω μια στάλα. Ακούω συνομιλίες στα γαλλικά, κι ύστερα στα ελληνικά, ρωτά ο κύριος τη Στέλα: "αυτό που ακούμε τώρα είναι Εν Χορδαίς;" Η Στέλα απευθύνεται σ' εμένα και με καλούν στο τραπέζι τους. Αρχίζει η κουβέντα. Ο Έλληνας αρχαιολόγος που ζει χρόνια τώρα στο Παρίσι, είχε μεταφράσει για τη Γαλλική ραδιοφωνία, μαι μεγάλη συνένευξη των μελών του Εν Χορδαίς, Έρχεται κι ο Κυριάκος και γνωριζόμαστε και με τη γαλλίδα γυναίκα του. Λίγο μετά, τους καλούμε για δείπνο και μπαίνω στην κουζίνα μου να μαγειρέψω.

Αυτά γίνονται στον Περλέα. Συναντάς τους πιο απίστευτους ανθρώπους και δεν παίρνεις είδηση για πότε αποκτάς φιλίες που τις είχες από πάντα και δεν το ήξερες. Είναι μια αποκάλυψη ο Πάνος. Τόση αγάπη για τη μουσική και τόση γνώση και ευαισθησία δεν τα συναντάς κάθε μέρα. Η ψυχίατρος γλυκύτατη σύζυγός του, απορεί, και προσπαθεί να κατανοήσει τις συμπτώσεις που μας έφεραν τόσο κοντά με τέτοιο αιφνίδιο τρόπο. Δύσκολο να εξηγηθούν αυτά. Πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν, μα πάνω απ' όλα είναι το μυστικό του Περλέα που εμείς το γνωρίζουμε από χρόνια. Προέρχεται από τη φιλόξενη καρδιά των διαχειριστών του. Από κει ξεκινά. Έξω απ' την πόρτα είδε η Στέλα τον Πάνο να κρατά φωτογραφική μηχανή και τον προσκάλεσε να μπει μέσα να φωτογραφίσει. Κι αφού μπήκε, πρόσφερε αμέσως καφέ στο ζευγάρι, χωρίς να προσδοκά τίποτα. Ε, πόσες περισσότερες προϋποθέσεις μπορεί να απαιτούν τα θαύματα;

No comments:

Post a Comment

Σχόλια