Από βραδύς είπαμε ν' αφήσουμε ανοιχτό το παραθυρόφυλλο του νοτιοανατολικού παραθύρου για να ξυπνήσουμε ευκολότερα, για να εκκλησιαστούμε στα Θυμιανά. Ένας χαδιάρης ήλιος μας ξύπνησε τρυφερά και ξεκινήσαμε για τον Αη Στράτη, είκοσι λεπτά με τα πόδια. Ο άγιος Ευστράτιος είναι τοπικός άγιος, μέλος μια πενταμελούς ομάδας αγίων. Να περνάς ανάμεσα από μαντρότοιχους, φτιαγμένους απ' την ντόπια θυμιανούτσικη πέτρα με τις δώδεκα αποχρώσεις του κόκκινου, που είναι οι περισσότεροι φορτωμένοι αγιόκλημα, είναι σαν να αγιάζεται η ψυχή σου πριν φτάσει στο ναό. Και μήπως όλος ο κόσμος δεν είναι ναός;
Σπάνιο πράγμα για τόσο μικρό χωριό, ναός τόσο μεγαλεπήβολος. Μα έγινε όλος από δωρεές ανθρώπων που άμα έφτιαχναν τη ζωή τους το θεωρούσαν χρέος να δώσουν το περίσσευμα στον τόπο τους, να προκόψει κι εκείνος. Κι άμα η ζωή τούς τα 'φερνε ανάποδα, δε λυπόνταν ν' αρχίσουν πάλι απ' την αρχή, απ' το μηδέν και πάλι, κι είχε ο Θεός. Δεν ήξεραν οι παλιοί εκείνοι άνθρωποι ούτε από δικαιώματα, ούτε από κεκτημένα. Αυτό τους έδινε δύναμη στα σπλάχνα και καρδιά γενναιόδωρη. Ήξεραν να προσαρμόζονται εκείνοι στις συνθήκες κι όχι να απαιτούν οι συνθήκες να προσαρμοστούν σ' αυτούς. Ευλυγιστοι άνθρωποι. Γι' αυτό και ανθεκτικοί στις αντιξοότητες.
Ψαλτάδες καλλίφωνοι, παπάδες σεμνοί, κόσμος πολύς, οι περισσότεροι γέροι. Έρχονται και κάθονται δυο κυράδες δίπλα μου. Καιρό είχαν να βρεθούν, άρχισαν το λακιρντί. Περίμενα, περίμενα να κοπάσει το τιτίβισμα, στο τέλος σηκώθηκα, άλλαξα θέση. Τι να τις πω; Εγώ ήμουν η ξένη, ο τόπος δικός τους, δικός του ο ναός, να μην πω δικός τους κι ο άγιος. Διψούν να μιλήσουν οι άνθρωποι. Άνθρωπος με τον άνθρωπο κι ο λύκος με το λύκο. Ας είναι και μες στην εκκλησιά. Κι οι συνήθειες που γνώριζα, σταθερές. Πάλι το αντίδωρο μοιράστηκε από τα παπαδάκια που ξόρμησαν απ' το ιερό με τις καλαθούνες στον κόσμο. Όταν το είδα πριν χρόνια, αποσβολώθηκα. Αυθόρμητα γύρισα στην διπλανή μου κυρία την ώρα που το καταβρόχθιζε και τη ρώτησα: "γιατί μοιράζουν τώρα το αντίδωρο;" "Μα, για να το φάμε!" μου απάντησε περισσότερη έκπληκτη κι από μένα. "Μα το αντίδωρο, το λέει κι η λέξη, είναι αντί του δώρου, δηλαδή μετά τη Θεία Ευχαριστία", είπα -τρομάρα μου. "Α, εμείς εδώ έτσι το 'χουμε", δικαιολογήθηκε απτόητη η γυναίκα καταπίνοντας, κι εγώ θυμάμαι θύμωσα που δεν τηρείται η τάξη. Σήμερα όμως δε θύμωσα. Ούτε για το αντίδωρο θύμωσα, ούτε και για τα κόλλυβα που περίμεναν έξω στοιβαγμένα στα κουτάκια κι όποιος έβγαινε τα έπαιρνε μόνος του κι ούτε που σκεφτόταν πως ήταν αδιάβαστα. Όχι, δε θύμωσα. Αφού εδώ έτσι το 'χουνε...
Κατηφορίζοντας καλημέρισα μια γραία καθισμένη έξω απ' την πόρτα της πάνω στη δημοσιά. Μόλις την προσπέρασα, πισωγύρισα. Θυμήθηκα πως αυτή ήταν φιλενάδα της κυρά Χρυσώς, που έμενε τρία μέτρα παρακάτω κι απέναντι, και συχνά τις έβλεπα να μιλούν έτσι αντικρυστά και διαγωνίως οι δυο τους. Την είχα αγαπήσει τη Χρυσώ, μου είχε διηγηθεί όλη τη ζωή της πριν χρόνια. Ψαράς ήταν ο άντρας της. Της ήρθε μαύρο μαντάτο μια μέρα, πως πνίγηκε. Έμεινε μ' ένα μωρό κορίτσι που το ανάθρεψε με χίλια βάσανα. Μέλι έσταζε το στόμα της πάντα. Μέλι τρεχούμενο. Κάθε πρωί έπαιρνε τη γλάστρα το βασιλικό και την έβαζε στο δυτικό παράθυρο. Κάθε μεσημέρι την πήγαινε στο ανατολικό, να μην τον ζαλίσει ο δυνατός ήλιος. Κι ήταν μεγάλη η γλάστρα κι εκείνη πάνω κάτω ογδόντα. "Τι κάνει η κυρά Χρυσώ;" ρώτησα τη φιλενάδα της. Α, πάει, πέθανε, δεν έχει χρόνο... Αχ, έχασα κι εγώ την παρέα μου, την έχασα..."
Το απόγευμα παίρνουμε το λεωφορείο για τον Μέγα Λιμιώνα, να κάνουμε μια βουτιά. Εκσυγχρονίστηκαν τα λεωφορεία. Φέρανε τα παλιά των μεγάλων αστικών κέντρων, κι εκείνα που θυμόμουν δεν κυκλοφορούν πλέον. Ήταν κάτι σακαράκες με όλη την αξιοθαύμαστη γιρλάντα της ιστορίας πάνω τους. Κομπολόγια, χάντρες, σημαίες, φωτογραφίες, και αγκομαχητό αιώνων που σ' έκανε να ταξιδεύεις με μεγαλύτερη ασφάλεια στο απώτερο παρελθόν -σχεδόν νοσταλγώντας το-, παρά στο παρόν. Ολσούν.
Παγωμένη η θάλασσα, λες, άμα μπω θα πεθάνω. Κι άμα μπεις γεννιέσαι δυο φορές. Υποκύπτεις στον κρυφό πειρασμό να νιώσεις θεϊκό το σώμα σου. Μέχρι κι ένας γέρος υποκύπτει,, αλλά αυτός δεν το κρύβει. Τραγουδά, και τον ακούει όλη η παραλία, παλιά ελληνικά τραγούδια. Ανάμεσα στους στίχους, κάνει και σχόλια. Μόνος του τα λέει, μα όλοι τον ακούμε και χαιρόμαστε. Τύφλα να 'χουνε τα μπιτς μπαρ με τις μουσικές τους. Κι αν είναι ολίγον παράφωνος, τι πειράζει; Τραγουδά με την καρδιά του κι έχει πάθος πέλαγος...
Με το που επιστρέφουμε κι αρχίζει να χαμηλώνει το φως, βγαίνω να περπατήσω στον Κάμπο. Είναι η πιο δική μου ώρα. Δεν το χορταίνω. Εκεί που περπατώ, ρωτώ τον άγγελό μου: "σ' αρέσει εδώ που σ' έφερα;" Εκείνος δεν απαντά, μόνο χειροκροτά χαρούμενα χτυπώντας τις φτερούγες δυνατά. Ύστερα αναρωτιέμαι, "τώρα εγώ τον έφερα ή μήπως μ' έφερε εκείνος;" Γελούμε κι οι δυο...
No comments:
Post a Comment
Σχόλια