Labels

Monday, July 15, 2013

Καλή βδομάδα! Τα πθάρια και τ' αηδόνια των Πλατρών


Το ξενοδοχείο όπου πέρασα τις πρώτες μέρες του Ιούλη στις Πλάτρες ήταν αρκετά ψηλότερα από το χωριό. Τα πρωινά καθόμουν στο μπαλκόνι κι έγραφα, και προς το μεσημέρι  κατηφόριζα με το πόδια μέχρι το πολιτιστικό κέντρο να συναντήσω την παρέα των μουσικών που στα πλαίσια ενός προγράμματος residency που διοργάνωσε το Rialto έφτιαχναν μια ορχήστρα για να δώσουν δυο συναυλίες μία στο χωρίο και μία στην πλατεία Ηρώων της Λεμεσού. Οι μουσικοί ήταν ο Άλκης Αγαθοκλέους στο νέι, ο Πέτρος Κίζας στα κρουστά, ο Μιχάλης Κουλουμής στο βιολί, ο Γιάννης Κουτής στο ούτι και στο τραγούδι, και η Μιχαέλα Παπαχρυσάνθου στο κανονάκι και στο τραγούδι, με την καλλιτεχνική ευθύνη  του  Κυριάκου Καλαϊτζίδη. 

Το πολιτιστικό κέντρο έχει αφιερωθεί στη μνήμη του Γιώργου Σεφέρη, μιας και ο στίχος του: "τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες", έμελλε να κάνει διάσημο αυτόν τον επίγειο παράδεισο. Λίγοι γνωρίζουν πως αυτόν τον στίχο δεν τον έγραψε εκεί. Είχε ήδη κατέβει στην Αγία Νάππα, αλλά οι Πλάτρες και τ' αηδόνια τους τον είχαν μάλλον πάρει καταπόδι και δεν τον άφηναν να τα λησμονήσει,.




Σε μια τέτοια κατάβαση προς το χωριό, είδα σ' ένα σταυροδρόμι μια πινακίδα που έδειχνε δεξιά προς το βουνό ένα δρομάκι κι έγραφε: ξωκκλήσι αγίου Νικολάου. "Ας πάω", είπα με το νου μου, "έχω χρόνο μπροστά μου, κι έχω και καιρό να δω τον άγιο, τώρα που λείπω τόσο καιρό από τη Θεσσαλονίκη". Ξεκίνησα ν' ανηφορίζω ασθμαίνοντας. Ω, πόσο κακό μου έχει κάνει το τσιγάρο στην ανηφόρα το καταλαβαίνω. Χίλιες φορές μου ήρθε να τα παρατήσω, και άλλες χίλιες πείσμωνα και συνέχιζα. Πέρασα παλιές και σύγχρονες βίλες μέσα στα πεύκα και τα κυπαρίσσια. Οι άνθρωποι μόλις που κάθονταν στις αυλές τους κι έστρωναν το μεσημεριανό τους φαγητό. Μύριζα τα φρεσκομαγειρεμένα τους φαγιά, άκουγα το κροτάλισμα των μαχαιροπήρουνων και συνέχιζα ακάθεκτη χαμογελώντας, που καμιά φορά η ζωή των ανθρώπων έχει μια απλότητα αξιοθαύμαστα ποιητική.



Κάποτε έφτασα στο ξωκκλήσι, κι όπως το περίμενα ήτανε κλειστό. Το έκανα ένα γύρο κοιτάζοντας μέσα απ' όλα τα παράθυρα. Στοιβαγμένες οι καρέκλες, στριμωγμένα τα στασίδια, όλα άστραφταν. Κι ό άγιος σε μια εικόνα μεγαλύτερη απ' το μπόι μου με θωρούσε πλαι σ' ένα παραθύρι. Χαιρετιστήκαμε θερμά κι ύστερα, ανακουφισμένη, γύρισα να δω τον τόπο που βρέθηκα. 




Δε θα 'ταν υπερβολή να πω πως τα μεγαλύτερα θαύματα του κόσμου, τα πιο παράξενα και σπουδαία, τα έχω απαντήσει περπατώντας σε ξένους τόπους μόνη, δίχως χάρτες και οδηγίες, καθώς αφήνομαι να χαθώ άφοβα σε δρόμους άγνωστους. Αυτή η άνευ όρων παράδοση του εαυτού μου στο απροσδόκητο, μοιάζει να κινητοποιεί αόρατα νήματα που με αναλαμβάνουν, τοποθετώντας με καταμεσής της  καρδιάς των θαυμάτων, που σαν μικρό παιδί τα χαίρομαι απερίγραπτα όσο τα παιχνίδια.




Στο βάθος της αυλής του αγίου, είδα τούτα τα πιθάρια. 
Ο νους μου πήγε κατευθείαν στο παραμύθι του Αλή Μπαμπά με τους Σαράντα κλέφτες. Α, εδώ μέσα, λοιπόν, κρύφτηκαν οι αφιλότιμοι, σκέφτηκα. Αν ήταν λίγο πιο μικροκαμωμένοι από μένα, μια χαρά θα χώρεσαν. 
Τι θαυμάσιες δημιουργίες, πόσο αρχαίες και πόσο τωρινές, πόσο γενναιόδωρες. Τι τέχνη υψηλή. Καθένα μόνο του ένα έργο τέχνης κι όλα μαζί ένα ποίημα που ο κάθε στίχος του, όσο και να έμοιαζε με τον άλλο, εκπλήσσει στη συνολική τους αρμονία.




Κι ύστερα απ' τις σκέψεις, άρχισαν να παίζω φωτογραφίζοντας, χωρίζοντας, παντρεύοντάς τα, αλλάζοντας οπτικές, στάσεις και αποστάσεις. Κι όλα αλλάζαν κάθε φορά, κι όλα τραγουδούσαν, σιωπηλά, κι ακίνητα, βαριά όπως ήταν, γίνονταν σβούρες στα μικρά μου δάχτυλα και στροβιλίζονταν του χρόνου το γινάτι κοροϊδεύοντας.




Έχει κι η εγκατάλειψη τη χάρη της, σκέφτηκα κατεβαίνοντας απ' την πλαγιά. Πριν προχωρήσω δέκα βήματα, στάθηκα ν' ακούσω. Ήταν το κελάρυσμα νερού που μ' έκανε να κοντοσταθώ. Ακολούθησα τον ήχο και σ' άλλα δέκα βήματα περίπου, βρέθηκα σ' ένα ρυάκι που κατέβαινε δροσάτο απ' την καρδιά του Τροόδους, του όρους που πάνω του αναστήθηκε το χωριό. Δε διψούσα, είχα όμως πατήσει προηγουμένως κάτι σαν μικρά δαμάσκινα κι η αριστερή μου  φτέρνα είχε λουστεί απρόθυμα στη γλύκα τους. Έβαλα το πόδι μου μέσα και το έτριψα. Δροσίστηκε το καψερό, καθαρίστηκε, το έβγαλα πάλι, κι ανακουφισμένη συνέχισα.




Ξέρω πως θ' απορείτε τώρα για τα αηδόνια, αν τ' άκουσα ή δεν τ' άκουσα. Ν' ανοίξω το τετράδιό μου ν' αντιγράψω αυτό που έγραφα στο μπαλκόνι, λίγο προτού ανταμώσω τα γιγαντόσωμα πιθάρια.




"Κι αν τ' αηδόνια έπαψαν να τραουδούν στις Πλάτρες, είναι που μπήκε Ιούλιος ζεστός κι ανέβηκαν ψηλότερα στο Τροόδος για να δροσιστούν. Τ' αηδόνια δεν τραγουδούν τη λαύρα του έρωτα, όπως πολλοί νομίζουν. Τη δροσιά της αγάπης τραγουδούν. Τώρα μένει ασίγαστο μόνο του  καταρράκτη το τραγούδι, όλους τους μήνες και τις εποχές του χρόνου να ξεπλένει τα βαθιά αισθήματα, τις ρίζες τους να στερεώνει και να τ' αντρειεύει ποτέ να μη λυγίσουν και ξεραθούν. Κοτρώνες τεράστιες και συσσύφιοι βράχοι του βουνού, αμετακίνητες αξίες, ορίζουν το δρόμο του νερού που ορμητικό κατεβαίνει απ' την καρδιά του όρους που πήρε τ' όνομά του απ' τους τρεις δρόμους που συναντιούνται στη ρίζα του.
Γερασμένα πλατάνια ευσκιόφυλλα κι άναρχα συστοιχισμένα φιλτράρουν τον νωπό ήλιο να μη καεί ο διαβάτης στο πέρασμα.
Εκστατικό το βλέμμα ξεκουράζεται μέσα στην τόση ατημέλητη ομορφιά του δάσους. Το στέρνο πλαταίνει εισπνέοντας τις ευωδιές των μυριστικών, και νιώθεις κάπως σαν της καρδιάς το αίμα ν' αλαφραίνει, λες και το αίμα τόσο πολύ ποτίστηκε που 'γινε νερό.
Κι άξαφνα μια λευκή πεταλούδα προβάλλει πετώντας από σκέψη σε σκέψη κι από όνειρο σ' όνειρο. 
"Η ζωή είναι ωραία", σου λέει, "όσο υπάρχουν αηδόνια που κελαηδούν, ακόμα κι αν αφήνουν πίσω τους τις Πλάτρες."




2 comments:

  1. Γειά σου, Βασιλική! Μου θύμισες ένα δικό μου πέρασμα από τις Πλάτρες πριν 25 χρόνια και κάτι.
    Όσο για το λαχάνιασμα στον ανήφορο, δεν είναι καλό πράγμα. Αν θέλεις, πέρνα κάποια στιγμή να κάνουμε μια σπιρομέτρηση να ξέρουμε πώς έχει η κατάσταση. Μπορείς να σβήσεις το μήνυμα αυτό.

    ReplyDelete
    Replies
    1. Μα γιατί να το σβήσω; Θα περάσω βέβαια! Ευχαριστώ!

      Delete

Σχόλια