Labels

Tuesday, February 3, 2015

Μια ζωή σαν πραμύθι κι ο αποχαιρετισμός της...


Το σπίτι του πατέρα μου στο Σφελινό

Η γιαγιά μου η Βασιλική, μητερα του πατέρα μου, έχανε τα παιδια της πριν τα γεννήσει. Οι άνθρωποι τότε, πίστευαν πως αν πάρεις να μεγαλώσεις ένα ξένο παιδί, ο Θεός θα σε σπλαχνιστεί και θα σου δώσει και δικά σου. 
Ήταν μια μέρα του 1929 στο Σφελινό των Σερρών όπου ζούσαν, όταν στην άκρη του χωριού που όλοι έβγαζαν τα γελάδια τους για να τα πάρει ο γελαδάρης να τα βοσκήσει, ένα παιδί ενός μόλις έτους, βρέθηκε αναμεσά τους με κίνδυνο να το πατήσουν. Εκεί το βρήκε η γιαγιά μου και το γλύτωσε από τα ποδοαπατήματα των ζωντανών. Το πήρε στην αγκαλιά της και ρώτησε στη γειτονιά να μάθει ποιανού ειναι το μωρό. "Του Τσιρώνη είναι", της είπαν, "το τέταρτο παιδί που η μάνα του πέθανε πριν λίγους μήνες". Μικρό το χωριό, όλοι γνωρίζονταν. Πάει η γιαγιά μου και βρίσκει τον πατέρα του παιδιού αρρωστο στο κρεββάτι. 
"Βρε Χρυσόστομε, τι αφήνεις το παιδί έξω, θα το πατούσαν τα γελάδια" του λέει. 
"Και τι να κάνω;" τη ρωτά εκείνος, "πώς να προσέξω εγώ ένα μωρό;" 
"Θέλεις να το πάρω εγώ να το μεγαλώσω λίγο κι άμα μεγαλώσει να στο δώσω;" 
"Πάρ' το" της απαντά. 
Έτσι ο μικρός Οδυσσέας γίνεται το ψυχοπαίδι της κυρά Βασιλικής και του κυρ Κώστα που το μεγαλώνουν σαν δικό τους.

Μετά από πέντε έξι χρόνια η Βασιλική γεννάει τον Στέργιο που μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα αρρωσταίνει από μηνυγγίτιδα και μένει στο κρββάτι τετραπληγικός με νοητική καθυστέρηση. Μόνο φωνή έβγαζε. Μέρα νύχτα ένα "α, α, α..." που σε άλλη περίπτωση θα θύμιζε νανούρισμα, μα που στην προκειμένη ήταν το μόνο που μπορούσε το άρρωστο παιδί να αρθρώσει συνεχόμενα και ρυθμικά μέρα νύχτα. Ο Στέργιος θα ζήσει δεκαεννιά χρόνια. Εν τω μεταξύ η γιαγιά μου θα αποκτήσει άλλα τρία παιδιά, τον πατέρα μου, την Ελένη και τη Μαρία.

Τα γνήσια αδέρφια του Οδυσσέα έρχονται συχνά και τον βλέπουν, χωρίς όμως ποτέ να του πουν πως είναι αδέρφια του. Με τον γεωργό πατέρα του δεν έχει καμιά επαφή. Κάποια στιγμή το χωριό αδειάζει και μεταφέρεται όλο στη Νέα Ζίχνη σαν ανταρτόπληκτο. Κατέβαιναν οι αντάρτες και έκαναν επιδρομές, άρπαζαν ό,τι έβρισκαν. Η μεταφορά γίνεται και για να γλυτώσουν οι κάτοικοι, αλλά και για να μην έχουν ανεφοδιασμό οι αντάρτες. Ο παππούς, ο Κώστας, ήτανε σιδεράς, στη Ζίχνη, σαν μεγαλύτερο χωριό που ήταν, οι δουλειές του πήγαιναν καλύτερα.

Συναναστρεφόταν με κόσμο, ειχε τον τρόπο του, ήταν και μαλακός άνθρωπος, αρκεί να μη στράβωνε με κατι. Σπάνια στράβωνε και μάλιστα μόνο με την αδικία, αλλά αν ερχόταν η κακιά η ώρα, σκότωνε άνθρωπο. Ο Οδυσσέας έμαθε τη δουλειά στο σιδεράδικο και δούλευε μαζί του. Είχε τελειώσει το δημοτικό. Θυμάται ο πατέρας μου πως μια μέρα του χειμώνα με κρύο πολύ, η δασκάλα σήκωσε τον μικρό Οδυσσέα και του έκανε παρατήρηση γιατί ήταν άπλυτος. "Το σβέρκο σου είναι βρώμικο, γιατί δεν πλύθηκες;" τον ρώτησε. Ο μικρός, πανέξυπνος και παμπονηρος, Οδυσσεας, -όνομα και πράγμα-, κόλλησε τους αγκώνες του στο σώμα και σηκώνοντας μόνο τους βραχίονες, απάντησε "δεν έφταναν τα χέρια μου, κυρία...".

Όταν γίνεται δεκατεσσάρων χρονών οι θετοί γονείς του και παππούδες μου, του λένε την αλήθεια.  Εκείνος σοκάρεται. Φεύγει από το σπίτι και πάει στον αληθινό του πατέρα που έχει επιστρέψει στο Σφελινό. Μα εκεί αισθάνεται ξένος. Τίποτα δεν τον συνδέει με τον άξεστο γεωργό. Οι παππούδες μου κλαίνε, τον αποζητούν κι ας έχουν πλέον και δικά τους παιδιά. Έξω από τη Ζίχνη συναντά μια μέρα τον πατέρα μου. Πέφτουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου κι έτσι ο Οδυσσέας επιστρέφει οριστικά οτην οικογένεια των παππούδων μου.

Ήταν κοντόσωμος, αλλά πολύ γεροδεμένος, σαν πυγμάχος. Όταν μάλωναν με τον πατέρα μου που ήταν ψηλός, αλλά πολύ αδύνατος και αδύναμος συνάμα, ο πατέρας μου έκανε τα πάντα για να μην πιαστούν στα χέρια. Ήταν βέβαιο πως ο αδερφός του θα τον συνέθλιβε. Έτσι ο καυγάς γινόταν με πετροπόλεμο.

Σαν στρατιώτης τελειώνει το επτατάξιο γυμνάσιο και δίνει εξετάσεις στη Σχολή Υπαξιωματικών στην Αθήνα. Περνάει και γίνεται Ανθυπολοχαγός. Σε κάθε του άδεια επιστρέφει στη Ζίχνη. Μετά από πολλά χρόνια και αφού αποστρατεύτηκε, ένας συνάδελφός του έλεγε στον πατέρα μου: "Ο Οδυσσέας ήταν ψυχούλα. Όχι μόνο δεν εκμεταλλεύτηκε ποτέ το αξίωμά του, αλλά μόλις αρρώσταινε ένας φαντάρος τού έδινε άδεια και ο ίδιος αναλάμβανε προσωπικά τα καθήκοντά του. Εργαζόταν πάντα με τους φαντάρους του, μαζί τους έκανε ό,τι έκαναν κι αυτοί. Δε σταματούσε λεπτό. Η εργατικότητα και το φιλότιμό του ήταν απαράμιλλα. Γι' αυτό και στο στρατό όλοι τον αγαπούσαν".

Στο μεταξύ ο πατέρας μου έχει παντρευτεί τη μητέρα μου, έχει τελειώσει την Εκκλησιαστική Σχολή του Βόλου και είναι εφημέριος στην Πρώτη Σερρών, όταν Ζιχνών και Νευροκοπίου ειναι ο αείμνηστος μητροπολίτης Νικόδημος Βαλινδράς. Αφού αποκτούν τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια μου, ο πατέρας μου μεταφέρει την οικογένεια, στη Θεσσαλονίκη και ο ίδιος πηγαινοέρχεται. Έχει δώσει εξετάσεις και έχει περάσει στην Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ. Ζητάει απολυτήριο από τον Βαλινδρά, προκειμένου να  υπηρετήσει ως ιερέας στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης όπου και θα σπούδαζε. Εκείνος όμως δεν του το δίνει. Ήταν ελάχιστοι οι μορφωμένοι κληρικοί εκείνα τα χρόνια. Όποιος και να ήταν δεσπότης το ίδιο θα έκανε στη θέση του. 
"Αυτό να το βγάλεις από το μυαλό σου", του λέει. 
"Γιατί, Σεβασμιώτατε;" 
"Γιατί δε θα σ' αφήσω ποτέ να φύγεις!" 
"Και γιατί δε θα μ' αφήσετε ποτέ να φύγω;" 
"Γιατί σ' αγαπώ πολύ πολύ!" 
"Κι αν ήμουν ένας ανιψιός σας που τον αγαπούσατε κι αυτόν πολύ πολύ και ήθελε να είναι ιερέας εκεί που σπουδάζει και έχει την οικογένειά του, πάλι δε θα μ' αφήνατε;" 
Δεν απάντησε ο Δέσποτας, ή δε θυμάται ο πατέρας μου την απάντησή του.

Ο Οδυσσέας τότε, ήταν διοικητής στρατιωτικής μονάδας στην Κοζάνη. Ένας διάκος, μια μέρα είπε στον πατέρα μου πως τον μόνο που παραδέχεται ο Βαλινδράς είναι ο επίσκοπος της Κοζάνης, ο φημισμένος, Διονύσιος. Παίρνει, λοιπόν, ο πατέρας μου τηλέφωνο τον Οδυσσέα και τον παρακαλεί να μεσολαβήσει. Πράγματι, ο θείος μου πηγαίνει στον Διονύσιο και του ζηταει αυτή τη χάρη. Μπροστά του ο Δεσπότης τηλεφωνεί στον Βαλινδρά, που μόλις τον ακούει χαίρεται πολύ. 
"Νικόδημε" του λέει "Έχεις εκεί έναν Νευροκοπλή, δώσ' του σε παρακαλώ απολυτήριο να πάει στη μητρόπολη  Θεσσαλονίκης" 
"Τώρα αμέσως" απαντά ο Βαλινδράς. 
Κλείνει το τηλέφωνο και καλεί τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, Λεωνίδα: 
"Ο Νευροκοπλής είναι δικός σας", του λέει. 
Έτσι, χάρη στον Οδυσσέα, ο πατέρας μου έρχεται στη Θεσσαλονίκη. Ήταν το 1968, η χρονιά της δικής μου γέννησής. Ο Βαλινδράς είχε υποσχεθεί στη μητέρα μου πριν ακόμα γεννηθώ πως θα με βαφτίσει. Η βάφτιση γίνεται στην Πρώτη Σερρών και η μητέρα μου παραθέτει ένα εξαίσιο γεύμα που θα μείνει σε πολλών τη μνήμη αλησμόνητο. Ύστερα κι απ' αυτό, ο  Νικόσημος δίνει το απολυτήριο στον πατερα μου κι αρχίζουμε να ζούμε όλοι μαζί στη Θεσσαλονίκη.

Ο Οδυσσέας παντρεύεται τη Χαρούλα και μαζί της αποκτά τον Κώστα. Στον γιο του δίνει το όνομα του θετού του πατέρα και παππού μου. Πολύ σύντομα χωρίζει, αλλά διατηρεί πολύ στενή επαφή με το παιδί. Του αρέσουν οι γυναίκες. Διατηρεί μια μακροχρόνια σχέση με την Μπέσυ και μετά άλλη μια, με τη Γιώτα με την οποία αποκτά μία κόρη, την Μαλαματή. Δεν αποφασίζει ακόμα να την παντρευτεί. Την κόρη του θα τη βαφτίσω στα δεκατέσσερά μου χρόνια. Λίγο μετά ο θείος μου παντρεύεται τη Γιώτα. Η σχέση που έχει με τα δυο παιδιά του είναι εντελώς μοναδική. Σχεδόν τρέμει όταν είναι κοντά τους. Μοιάζει περισσότερο ερωτευμένος μαζί τους, παρά  ψύχραιμος, κανονικός πατέρας. Κι αυτά όμως τον υπεραγαπούν. Με τη Γιώτα μένει μέχρι το τέλος, αν και οι σχέσεις τους δεν είναι ομαλές. Ο θείος είναι ένας τρομακτικά εργατικός, τελειομανής και ερωτικός άνθρωπος που κάνει τα πάντα σε απόλυτο βαθμό. Από το μαγείρεμα και το καθάρισμα μέχρι τη φροντίδα των παιδιών του. Η Γιώτα εργάζεται ως νοσηλεύτρια και πεθαίνει περίπου πριν από τρία χρόνια.

Ο θείος μου, ήταν ένας χαρούμενος άνθρωπος. Καρδιά μπαξές. Βροντόφωνος, χωρατατζής και αθυρόστομος, αγαπούσε τη ζωή και τα καλά της με όλο του το είναι. Του είχα μεγάλη αδυναμία, όπως μου είχε κι εκείνος, μαζί με τον αδερφό μου, Θανάση. Είχε δυο μικρά μάτια που πετούσαν φωτιές, μια οδοντοστοιχία που θα τη ζήλευαν οι αστέρες του Χόλυγουντ, αφτιά τεράστια και κολλητά στο κεφάλι, φαλάκρα και λίγα σγουρά μαλλιά στους κροτάφους και το παχύ σβέρκο. Όταν τον έβλεπα μαζί με τον πατέρα μου, η μεγάλη αγάπη που ειχαν ο ένας για τον άλλον, ξεχείλιζε. Ήταν πιο αδέρφια κι από αδέρφια. Παρόλο που φαινόταν να μην έχει σχέσεις με την εκλλησια, διάβαζε πολλά θεολογικά βιβλία. Συνήθιζε να λέει για τον εαυτό του πως δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας "ανήθικος ηθικολόγος"... Ήταν σπουδαίος μάγειρας και γι' αυτό εκτιμούσε πολύ τη μαγειρική της μητέρα μου, που θυμάται πως μια μέρα του είχε φτιάξει ιμάμ μπαίλντί κι εκείνος έφαγε έξι μελιτζάνες. 
"Ξέρεις, βρε Οδυσσέα, πόσες έφαγες;" τον ρώτησε γεμάτη έκπληξη, 
"μπα, πού να ξέρω μωρέ Φωτεινή;" απάντησε εκείνος. 
Δεν ήταν άνθρωπος που μετρούσε τις απολαύσεις.

Πριν από λίγα χρόνια έπαθε ένα τροχαίο κι αυτό του δημιούργησε πρόβλημα στα πόδια. Ο αεικίνητος θείος μου τώρα  δυσκολευτόταν πολύ να περπατήσει. Μιλήσαμε στο τηλέφωνο μέσα στην περασμένη χρονιά και μου ζήτησε όταν κατέβω στην Αθήνα να πάω να τον δω. Δυστυχώς δεν το κατάφερα. Του Αη-Γιαννιού, για πρώτη φορά, δεν πήρε τηλέφωνο τον πατέρα μου να του ευχηθεί στη γιορτή του. Παράξενο πράγμα. Πριν λίγες μέρες με πήρε τηλέφωνο η κόρη του και βαφτισιμιά μου και μου είπε πως όλη την περίοδο των γιορτών ήταν στο νοσοκομείο. Εκεί μολύνθηκε από ένα μικρόβιο, ενώ δεν είχε τίποτα το σοβαρό, και ενώ το βράδυ της 14ης του Γενάρη τον άφησε καλά αφού τον τάισε ένα ρυζόγαλο, το ξημέρωμα της 15ης την ειδοποίησαν πως έπαθε ανακοπή καρδιάς μέσα στον ύπνο του. 
Έτσι πέταξε η ψυχούλα του στον ουρανό...

 Ας αναπαύει ο καλός Θεός τον θείο Οδυσσέα. Ο Κύριος της ζωής και του θανάτου, ας τον πάρει κοντά Του...

2 comments:

  1. Πραγματικά μια ζωή σαν παραμύθι--η πραγματικότητα είναι πιο παραμυθένια από τη φαντασία μας. Ο Θεός να τον αναπαύσει! Ευχαριστούμε για την αφήγηση.

    ReplyDelete
  2. Κουμενίδου ΣταυρούλαFebruary 3, 2015 at 11:42 PM

    Καλή ανάπαυση! Πράγματι η ζωή γράφει τα σενάρια!

    ReplyDelete

Σχόλια