Να
μη σε σταματά ο καιρός. Να περπατάς με βροχές και με χιόνια στους δρόμους που γεννήθηκες
κι ακόμα το ποθούν να σε γνωρίσουν καλύτερα, να σ' αγαπήσουν παράφορα, να σε χορτάσουν που δε σε χορταίνουν
και δεν τους αρκείς, αφού όσο προχωράς μέσα στην πόλη σου μεγαλώνεις πίνοντας το γάλα της το πικρό, το αίμα της το γαλάζιο. Μεγαλώνεις πολυ πίνοντας νερό γλυφό τις χαρές κι αλμυρό τους καημούς της, κι ακόμα ένα άλλο νερό που έγινε κρασί όταν η Νύμφη του Θερμαϊκού παντρεύτηκε εκείνο το βουνό απέναντι όπου φυτρώνουν αμπέλια ασυνήθιστα κι ελάφια γοργουπήκοα κατοικούν.
Να περπατάς και να είσαι μέσα στην καρδιά της πόλης ένα αντίβαρο στις διαθέσεις και τους συγχνωτισμούς της. Όταν ο κόσμος της κάθεται σπίτι του, εσύ να βγαίνεις κι όταν όλοι βγαίνουν εσύ να κάθεσαι σπίτι σου. Όταν όλοι φωνάζουν εσύ να σιωπάς κι όταν όλοι σιωπούν να φωνάζεις. Όταν φανερώνονται να κρύβεσαι κι όταν κρύβονται να ξεπροβάλλεις. Στη ζυγαριά της πόλης σου στο ένα ζύγι βαραίνουν οι άλλοι, στο άλλο η μοναξιά σου, η γεμάτη και βαριά μοναξιά σου, η πλημμυρισμένη αγάπη για όλους μαζί με το ζύγι τους.
Να περπατάς με βροχές και με χιόνια, να μη σε σταμαατά ο καιρός, όπως πολλούς, για να μη γείρει ποτέ η ζυγαριά της πόλης σου ούτε προς τη μεριά σου ούτε προς τη δική τους. Να περπατάς και να πίνεις πότε το γάλα και πότε το αίμα της, πότε το κρασί και πότε το νερό της, ποτέ ανάμεικτα όλα μαζί. Και να μεθάς με όλα, με τ' αρμυρό, γλυφό νερό της και το γαλάζιο αίμα της, με το πικρό της γάλα και το κρασί των ορέων της, το δάκρυ των ελαφιών που κυνηγός ποτέ δεν τα πρόφθασε.
Κι όταν κουράζεσαι να ξαποσταίνεις σε μια ταράτσα της Αριστοτέλους για να βλέπεις τη μάνα σου από ψηλά, όπως από ψηλά όταν κουράζεται σε βλέπει εκείνη. Και τότε, να γράφεις, καλή ώρα σαν και τώρα, λίγες λεξούλες σαν ανθάκια που θ' αφήνεις ντροπαλά στα χέρια της Μητέρας σου Θεςςαλονίκης, ανθάκια ταπεινά και άσημα που ωστόσο έχουν τις ρίζες τους σε χώμα αναρίθμητων και πολυποίκιλλων τόσων αιώνων αισθημάτων...
Βροχερό απόγευμα της Αναλήψεως στη Σαλονίκη.
Κι όταν κουράζεσαι να ξαποσταίνεις σε μια ταράτσα της Αριστοτέλους για να βλέπεις τη μάνα σου από ψηλά, όπως από ψηλά όταν κουράζεται σε βλέπει εκείνη. Και τότε, να γράφεις, καλή ώρα σαν και τώρα, λίγες λεξούλες σαν ανθάκια που θ' αφήνεις ντροπαλά στα χέρια της Μητέρας σου Θεςςαλονίκης, ανθάκια ταπεινά και άσημα που ωστόσο έχουν τις ρίζες τους σε χώμα αναρίθμητων και πολυποίκιλλων τόσων αιώνων αισθημάτων...
Βροχερό απόγευμα της Αναλήψεως στη Σαλονίκη.
Πανέμορφο το αφιέρωμά σου σαν τη μάνα μας, τη Σαλονίκη...
ReplyDelete