Labels

Friday, May 23, 2014

Τα δυο τραπέζια - Μικρή ιστορία






-      Και τώρα;
-      Τώρα δυο γερανοί κυνηγιούνται στον αέρα.
-      Κι ο ουρανός;
-      Είναι γεμάτος χρώματα. Το κοκκινο εισχωρεί σαν βέλος μέσα στο πορτοκαλί και το γαλάζιο παλεύει να κυριαρχήσει, ένα μενεξεδί σύννεφο ταξιδεύει αμέριμνο, αχ…
-      Τι έγινε;
- Ένα μεγάλο πλατανόφυλλο έπεσε στο κεφάλι μου κι ανατρίχιασα…
-      Πώς είναι;
-  Κιτρινισμένο, γέρικο, τσαλακωμένο απ’ το χρόνο, τις βροχές και τους αέρηδες, αποκαμωμένο από τις εποχές μιας ολόκληρης ζωής… Εσύ τι κάνεις;
-  Σ’ ακούω. Κι όταν δε μου μιλάς, βλέπω το ταβάνι. Άσπρο, άχαρο, άοσμο, μονότονο σαν πεθαμένο από χρόνια, από τη γέννησή του ακόμα. Και σε ζηλεύω... Περιμένω το χειμώνα. Θα ’ρθει, δε θα ’ρθει;
-      Γιατί σου αρέσει ο χειμώνας; Είσαι με τα καλά σου;
-    Ναι, μου αρέσει γιατί μόνο τότε θα με ξαναντύσουν με το χρυσοκέντητο τραπεζομάντηλο και θα με στρώσουν με πιάτα και μαχαιροπήρουνα, θα νιώσω τα ζεστά χέρια των ανθρώπων πάνω μου που τώρα χαίρεσαι εσύ στον κήπο. Θα γεμίσω μυρωδιές λαχταριστών φαγητών και λεκέδες που πάνω τους θα σκύψει το λεπτεπίλεπτο χέρι της κυρίας μας για να τους τρίψει με προσοχή και θ’ ακούω τα τραγούδια των παιδιών της και τους καυγάδες τους και θα γελάω, θα σκέφτομαι, θα τρίζω από τα νεύρα μου ή θα μένω ακίνητο ν’ απορροφήσω όση περισσότερη χαρά χωρά η καρδιά μου.
-    Μου θυμίζεις τον εαυτό μου, όπως είμαι τους χειμώνες που με ξεχνούν στον κήπο έρημο και παγώνω, βρέχομαι, γεμίζω βρωμιές και φύλλα ξεραμμένα και δε νοιάζεται κανείς για μένα.
-      Ναι, αλλά εσύ ακόμη και τότε έχεις έναν ουρανό που όλο αλλάζει να κοιτάς, να κουβεντιάζεις μαζί του, έχεις και πουλιά που σε κλωθογυρίζουν, ποτέ δε μένεις μ’ ένα ταβάνι συντροφιά.
-      Θα ήθελες, λοιπόν, να μας αλλάζουν πότε πότε θέση οι άνθρωποι;
-   Και το ρωτάς; Σαν τρελό θα το ήθελα, μα οι άνθρωποι είναι άνθρωποι κυρίως επειδή δεν αλλάζουν θέση, ούτε στα μέσα τους ούτε στα έξω τους. Αρνούνται τις αλλαγές του εαυτού τους και των πραγμάτων που τους περιβάλλουν. Αφιερώνουν μεγάλο μέρος της ζωής τους για να βρουν μια θέση για όλα, κι άμα τη βρουν δεν την αλλάζουν με τίποτα.
-      Έτσι εξηγείς τα βάσανά μας;
-   Κι όμως εγώ έχω εσένα κι εσύ εμένα. Μπορεί να μην πλησιάζουμε ποτέ τόσο κοντά, αλλά μπορούμε κι επικοινωνούμε, μοιραζόμαστε τις ομορφιές και τις ασχήμιες της ζωής του. Αδειάζουμε...
-   Αδειάζουμε; Γιατί λες αδειάζουμε; Μεταφέρουμε μήπως;
-      Όχι, προτιμώ το αδειάζουμε.
-      Μα δεν είναι σωστό.
- Είναι και παραείναι. Εγώ μια μέρα θέλω ν’ αδειάσω εντελώς. Να φύγουν όλα μου τα βάρη κι ας είμαι από δρυ, ξύλο βαρύ κι ασήκωτο. Εσύ με βοηθάς πολύ σ’ αυτό.
-      Κι αν αδειάσεις εντελώς, τι θα γίνει μετά;
-    Μετά θα γίνω ένα ξυλαράκι τόσο δα μικρό σαν μολύβι, ελαφρύ σαν το γέρικο πλατανόφυλλο και θα γλιστρήσω απ’ τη χαραμάδα.
-      Και πού θα πας, δε φοβάσαι;
-   Όχι, δε φοβάμαι τίποτα εκτός από το φόβο. Θα γυρνώ και θα κάνω πως λιποθυμώ πάνω στους ώμους κοριτσιών με τραγουδιστές φωνές κι αυτά θ’ ανατριχιάζουν όπως ανατρίχιασες εσύ προηγουμένως.
-   Τι όνειρο κι αυτό. Ποτέ μου δεν το σκέφτηκα, δεν μου πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό μια τόσο τρελή επιθυμία.
-      Είναι φυσικό. Εσύ γεύεσαι τις επιθυμίες των εποχών, δε στερείσαι καμία γιατί είσαι εκτεθειμένο σε όλες. Μόνο ο στερημένος επιθυμεί και ονειρεύεται.
-      Τότε είσαι εσύ το τυχερό κι εγώ το άτυχο.
-    Τυχερός αυτός που του δόθηκαν όλα και δεν ονειρεύεται τίποτα, τυχερός κι αυτός που στερήθηκε και του δόθηκαν τα όνειρα, κι όμως απ’ την άλλη το ίδιο άτυχοι κι οι δυο.
-      Μα γιατί; Δεν σε καταλαβαίνω.
-      Γιατί είμαι ένα ξύλινο βαρύ τραπέζι από δρυ, κι εσύ ένα παναλαφρο από πεύκο.
-      Και τι μ’ αυτό;
-     Αφότου κι οι δυο κοπήκαμε απ’ τη μάνα μας και γίναμε τραπέζια μήτε στον ύπνο μήτε στον ξύπνιο μας θα ενωθούμε αληθινά μ’ ένα άλλο σώμα...



No comments:

Post a Comment

Σχόλια