Άρχοντας στην
Καισάρεια ήταν κάποιος Προτέριος, πολύ πλούσιος και θεοσεβής. Αυτός είχε
μοναχοπαίδι μια ωραία θυγατέρα δεκαπεντάχρονη. Τι σκέφτηκε λοιπόν ο πανούργος
διάβολος ο εχθρός της παρθενίας; Άναψε την επιθυμία σ’ ένα δούλο του
άρχοντα κι εκείνος έψαχνε τρόπο για να την πάρει γυναίκα του.
Κι επειδή δεν μπορούσε να το κατορθώσει πήγε σ’ έναν μάγο ειδωλολάτρη του
καιρού εκείνου, υπηρέτη του διαβόλου και του είπε:
“αν μεταστρέψεις την καρδιά
της θυγατέρας του αφέντη μου ώστε να με αγαπήσει και να με πάρει άντρα της θα
γίνω δούλος σου και θα σου δώσω ό,τι θέλεις”.
Τότε ο μάγος είπε στον δούλο: “αν
αρνηθείς τον Χριστό και προφορικά και γραπτά θα εκτελέσω την επιθυμία σου”
Ο ελεεινός
δούλος απάντησε:
“αρνούμαι το Χριστό και πορφορικά και γραπτά, αρκεί να γίνει
το θέλημά μου”
Ο μάγος τότε του είπε:
“θα σου δώσω ένα γράμμα και κατά τα
μεσάνυχτα θα πας σ’ ένα ειδωλολατρικό μνημείο όπου αφού επικαλεστείς τους
δαίμονες θα το ρίξεις εκεί. Τότε θα έρθουν οι δαίμονες και θα σε αρπάξουν και θα σε
οδηγήσουν στον άρχοντά τους κι εκεί θα γίνει αυτό που επιθυμείς”.
Το γράμμα
έγραφε τα εξής:
“επειδή σαν αφέντης και δεσπότης μου πρέπει να υπηρετώ την
επιθυμία σου να μεταστρέφω τους χριστιανούς από την πίστη του Χριστού και να
πιστεύουν σ’ εσένα, γι’ αυτό σου στέλνω αυτόν τον νέο ο οποίος ερωτοχτυπήθηκε
και σε παρακαλώ να πράξεις το θέλημά του για να έχω κι εγώ την περηφάνια
ανάμεσα στους ανθρώπους ώστε να προστρέχουν σ’ εμένα.”
Αφού ο μάγος
έγραψε το γράμμα το έδωσε στο νέο. Εκείνος σύμφωνα με την προσταγή του, στάθηκε
στο μνημείο ενός ειδωλολάτρη και επικαλούμενος τους δαίμονες έριξε την
επιστολή. Αμέσως εμφανίστηκαν οι δαίμονες μπροστά του και είπαν:
“αν θέλεις να
γίνει η επιθυμία σου ακολούθησέ μας”
Τον μετέφεραν λοιπόν εκεί που κάθονταν ο
μιαρός διάβολος πάνω σ’ ένα ψηλό κάθσιμα περιτριγυριζόμενος από τους δαίμονες.
Αφού διάβασε την επιστολή του μάγου είπε στον νέο: “Πιστεύεις σ’ εμένα;”
Εκείνος του απάντησε: “Ναι, πιστεύω”
Πάλι ρώτησε ο διάβολος: “Αρνείσαι τον
Χριστό;”
“Ναι, αρνούμαι αυτόν” είπε ο νέος.
“Είστε αχάριστοι εσείς οι
χριστιανοί” συνέχισε ο διάβολος, “διότι όταν σας παρουσιάζεται ανάγκη έρχεστε σ’
εμένα κι όταν γίνει αυτό που επιθυμείτε με αρνείστε και πηγαίνετε πάλι στον
Χριστό, ο οποίος επειδή είναι φιλάνθρωπος σας δέχεται. Αλλά να αρνηθείς γραπτά
την πίστη σου και το βάπτισμα και γράψε ότι δέχεσαι να κολαστείς αιώνια μαζί
μου την ημέρα της Κρίσεως και τότε εγώ θα σε υπηρετήσω”.
Τότε ο ταλαίπωρος
εκείνος νέος τυφλωμένος απ’ τον έρωτα έδωσε γραπτώς την άρνηση της πίστης του,
όπως του το ζήτησε ο δαίμονας. Αφού το έπραξε επέστρεψε στο σπίτι του αφέντη
του και αμέσως ο διάβολος έστειλε τους υπηρέτες του να παρασύρουν την κόρη στην
επιθυμία του νέου. Μετά από κάποιες μέρες άρχισε η κόρη εκείνη να φωνάζει:
“Ή
μου δίνετε σύζυγο τον τάδε δούλο ή αλλιώς θα πεθάνω” Ακούγοντάς την οι γονείς
της κάθε μέρα και βλέποντας ότι πολλές φορές αποπειράθηκε ν’ απαγχονιστεί, κι επειδή και κάποιοι φίλοι τους συμβούλευαν πως είναι καλύτερο να γίνει η
επιθυμία της παρά να πεθάνει άδικα, κλαίγοντας και οδυρόμενοι τέλεσαν τους
γάμους.
Αφότου έγιναν οι γάμοι ο νέος ουδέποτε ούτε στην εκκλησία πήγε ούτε
μεταλάμβανε των Αχράντων Μυστηρίων, ούτε έκανε το σημείο του σταυρού. Βλέποντάς
το αυτό κάποιοι γείτονες χριστιανοί είπαν στη γυανίκα:
“γνώριζε καλά ότι ο
σύζυγός σου δεν είναι χριστιανός”.
Μια μέρα λοιπόν
είπε αυτή σοτν άντρα της:
“Έχω την υποψία πως δεν είσαι χριστιανός επειδή
πέρασαν τόσες Κυριακές και τόσες Δεσπτοτικές γιορτές και ποτέ δεν ήρθες στην
εκκλησία ούτε για να προσκυνήσεις ούτε για να κοινωνήσεις ούτε να κάνεις το
σταυρό σου. Εγώ όμως νομίζοντας πως είσαι χριστιανός σε παντρεύτηκα. Αν λοιπόν
δε δεχτείς να πάμε μαζί στην εκκλησία θα σε αποχωριστώ.”
Βλέποτνας τότε ο
ταλαίπωρος πως δε μπορεί άλλο να κρύψει εκείνο που έπραξε της είπε:
“Εγώ για
την αγάπη σου απαρνήθηκα τον Χριστό γραπτά. Δεν μπορώ λοιπόν να έρθω στην
εκκλησία των χριστιανών ούτε να κοινωνήσω”
Ακούγοντας αυτά τα λόγια η δύστυχη
εκείνη γυναίκα έκλαψε, θρήνησε και χτυπιόταν για τη συμφορά που τη βρήκε.
Έσπευσε τότε να
πάει σον άγιο Βασίλειο και του διηγήθηκε όλη την υπόθεση. Τότε ο άγιος κάλεσε
τον νέο και τον ρώτησε για τα συμβάντα. Εκείνος κλαίγοντας του εξομολογήθηκε
όλη την αλήθεια. Τότε τον ρώτησε ο άγιος “θέλεις να μετανιώσεις;” “Θέλω άγιε
Δέσποτα” απάντησε ο νέος “αλλά δεν μπορώ γιατί αρνηθηκα γραπτώς την πίστη μου”
“Άκουσέ με σε ό,τι σου πω” είπε ο άγιος, “μη σε μέλλει για τη γραπτή ομολογία
σου γιατί η μετάνοια κι αυτήν ακόμα την καθιστά άχρηστη” “Στο λαιμό σου
κρέμεται η ψυχή μου άγιε Δέσποτα” είπε ο νέος, “ό,τι προστάξεις θα το κανω”.
Τότε ο άγιος έκλεισε το νέο στο κελλί του και του είπε: “μείνε εδώ και
προσευχήσου. Νήστεψε τρεις μέρες και κατόπιν θα έρθω εγώ να σε δω”. Ο δε άγιος
προσευχόταν μόνος του και παρακαλούσε νηστεύοντας για τη σωτηρία του νέου.
Μετά
την τρίτη μέρα ήρθε ο άγιος και τον ρώτησε:
“πώς είσαι παιδί μου;” “βρίσκομαι
σε μεγάλη ανάγκη άγιε του Θεού, διότι δεν μπορώ να υπομείνω τις φωνές και το
ξύλο των δαιμόνων, επειδή κρατώντας την ομολογία μου με πολεμούν λέγοντάς μου:
“όσο κι αν κοπιάζεις δε θα μπορέσεις να ελαφρώσεις επειδή εμείς κρατάμε το
ιδιόχειρο γράμμα στου”. Είπε τότε ο άγιος: “μη φοβάσαι παιδί μου, μόνο πίστευε
και θα σωθείς” Αφού είπε αυτά ο άγιος, του έδωσε άρτο και νερό και τον έκλεισε πάλι στο κελί.
Μετά από
μερικές μέρες πάλι πήγε ο άγιος και τον ρώτησε: “Πώς είσαι παιδί;” αποκρίθηκε ο
νέος: “Διά των ευχών σου καλά, διότι τώρα δεν βλέπω τους δαίμονες, μόνο τις
φωνές και τις απειλές τους ακούω να έρχονται από μακριά” και πάλι ο άγιος αφού
του έδωσε τροφή και προσευχήθηκε, έκλεισε την πόρτα κι έφυγε.
Όταν
συμπληρώθηκαν σαράντα μέρες πήγε πάλι ο άγιος και τον ρώτησε: “Πώς είσαι
παιδί;” αποκρίθηκε τότε εκείνος: “Με την ευχή σου πολύ καλά, άγιε Δέσποτα. Τώρα
ούτε την κακιά σκιά των διαμόνων βλέπω, ούτε τις φωνές τους ακούω. Αυτή τη
νύχτα μάλιστα είδα ένα όραμα, ότι πάλεψες για μένα με τον δαίμονα και νίκησες”.
Αμέσως τότε ο άγιος έστειλε σ’ αυτούς που μεριμνούσαν για την ευταξία να
παραγγείλουν σε όλους τους κληρικούς και τους λαϊκούς να μαζευτούν στην εκκλησία.
Όταν συγκεντώθηκαν όλοι τούς είπε:
“αγαπητά μου παιδιά, ας ευχαριστήσουμε όλοι
μαζί τον Κύριο, γιατί ένα απολωλός πρόβατο βρέθηκε. Αλλά είναι σωστό να
κοπιάσουμε κι εμείς για την αγάπη του Χριστού κάνοντας αγρυπνία αυτή τη νύχτα
για να ελεήσει το πλάσμα των χειρών Του”.
Έκαναν λοιπόν,
αγρυπνία με ψαλμούς και δάκρυα θερμά προσευχόμενοι στον Θεό όλη νύχτα. Κατά την
τρίτη ώρα της μέρας εισήλθε ο άγιος να λειτουργήσει. Ενώ τελούσε τη Θεια
λειτουργία ήρθαν εκεί οι δαίμονες ν’ αρπάξουν τον νέο. Φοβισμένος εκείνος πήγε σοτν άγιο και κρατώντας τον φώναζε: “Ελέησόν με δούλε του Θεού, ελέησόν με,
διότι ήρθαν οι δαίμονες και θέλουν να μ’ αρπάξουν”.
Είπε τότε ο άγιος στους
δαίμονες: “Αναίσχυντοι και μιαροί, δεν σας αρκεί η δική σας απώλεια, αλλά
ήρθατε στον ναό του Θεού ν’ αρπάξετε και τούτον;”
Αποκρίθηκε τότε ένας απ’ τους
δαίμονες: “Με αδικείς Βασίλειε. Δεν πήγα εγώ σ’ αυτόν, αλλά αυτός με τη θέλησή
του ήρθε σ’ εμένα και αρνήθηκε την πίστη του. Ορίστε και η γραπτή ομολογία
του”.
Αλλά ο άγιος είπε: “Ευλογητός Κύριος ο Θεός μου. Τούτο το πλήθος δεν
θα κατεβάσει τα χέρια του, αν εσύ δεν αποδώσεις το έγγραφο” και στρεφόμενος
προς το εκκλησίασμα είπε: “σηκώστε στον ουρανό τα χέρια σας και με δάκρυα
φωνάξτε όλοι μαζί το Κύριε ελέησον”.
Καθώς όλοι όπως πρόσταξε ο άγιος φώναξαν
για πολλή ώρα Κύριε ελέησον, το έγγραφο του νέου εκείνου άρχισε να πέφτει ώσπου έφτασε στα χέρια του αγίου.
Παίρνοντάς το ο άγιος, ευχαρίστησε το Θεό και είπε σοτν νέο: “ αναγνωρίζεις το
ιδιόχειρο γράμμα σου;” “ναι, άγιε του Θεού, αυτό είναι”. Τότε ο άγιος το έσκισε
σε μικρά κομματάκια και ολοκλήρωσε τη λειτουργία. Μετά απ’ αυτό αφού συμβούλεψε
τον νέο και τον άλειψε με θείο μύρο, τον παρέδωσε στη γυναίκα του και επέστρεψε
στο σπίτι, δοξάζοντας και ευλογώντας τον παντοκτίσμονα Θεό.
Το κείμενο αποτελεί μία προσπάθεια απόδοσης του κατά πλάτος βίου του Αγίου Βασιλείου στην Νέα Ελληνική από το πρωτότυπο, όπως αυτό το συναντούμε στο βιβλίο "Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας" του Ματθαίου Λαγγή, Επισκόπου Οινόης.
No comments:
Post a Comment
Σχόλια