Από τότε που καλοσύνεψε ο καιρός έχω βάλει στην καθημερινότητά μου μιας ώρας περπάτημα. Από τα ψηλά που κατοικώ, πάνω εκεί στο Επταπύργιο, κατεβαίνω στην πόλη αλλάζοντας κάθε μέρα διαδρομή, μέσα από στενά, στενοσόκακα και σκαλάκια. Αφήνω τα πόδια μου να πάνε όπου τα καθοδηγεί ο αόρατος παντοτινός μου φίλος που με φρουρεί ακοίμητος και οδηγεί κάθε μου βήμα. Καμιά φορά απορώ μαζί του. Πού με πάει, γιατί με περνά από μέρη που δεν είναι δα και τόσο όμορφη η διαδρομή τους -αγαπούμε αμφότεροι την ομορφιά-, αλλά στο τέλος πάντα τον παραδέχομαι και τον συγχαίρω. Αποδεικνύεται πως ξέρει πολύ καλύτερα από μένα και μου επιφυλάσσει εκπλήξεις. Πάντα μου επιφυλάσσει εκπλήξεις όταν του παραδίνομαι. Έτσι έγινε και χθες. Ώσπου, μέσα από άγνωστους δρόμους που δε μου προκαλούσαν καμιά εντύπωση, δεν κατάλαβα για πότε βρέθηκα μπροστά στη γνωστή κι αγαπημένη μου εκκλησία, την αγία Αικατερίνη. Είχα πολύ καιρό να την επισκεφτώ. Όταν ακόμα ζούσε ο παπα-Σάββας ή παπα-Στέφανος ερχόμουν συχνότερα. Η εκκλησία του ήταν, Σιναϊτης ιερομόναχος τα τελευταία χρόνια της ζωής του, όποτε μπορούσε -και σπάνια μπορούσε γιατί δεν του το επέτρεπε η δυσκολεμένη του υγεία- εδώ ερχόταν. Όταν δεν μπορούσε, ερχόμουν εγώ, έτσι, αντί για κείνον. Από τότε που συγχωρέθηκε όμως ο πανγλυκύτατος παππούλης μου, αναπαυμένος να είναι, έρχομαι μόνο ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά όταν έχει αγρυπνία. Τα τελευταία δύο χρόνια δεν είχε. Είδα φωτισμένα τα παράθυρα και σταμάτησα ν' ανάψω ένα κερί, μα απ' τον αυλόγυρο άκουσα ψαλμωδίες. Ήταν εννιά παρά, άρα εσπερινός δεν ήταν. Μπήκα και ρώτησα αν έχει αγρυπνία κι ο νεωκόρος μου έγνεψε καταφατικά. Ξημέρωνε η απόδοση του Πάσχα, μπορούσα λοιπόν να τροποποιήσω λίγο το πρόγραμμά μου και να κάτσω πάνω από μισή ώρα μιας και το περπάτημα μπορούσε να συνεχιστεί και την επαύριο, ενώ ένα ραντεβού που είχα ήταν για τις δέκα παρά.
Το "Χριστός Ανέστη" ακουγόταν ξανά και ξανά με όλη του την πανηγυρικότητα. Οι χαρμόσυνοι αναστάσιμοι ύμνοι έρχονταν ο ένας μετά τον άλλο στ' αφτιά και στην καρδιά μου βροχούλα σε διψασμένη γη. Δεν χόρταινα την αγαλλίαση. Δεν χόρταινα την Ανάσταση. Δεν χόρταινα αυτό το μέγα πανηγύρι της αγάπης που όμοιο του δεν έγινε στον κόσμο. Σεισμό προκαλεί η Ανάσταση. Ξεριζώνει την απόγνωση, την απελπισία, τη λύπη, τις μέριμνες, τα πάντα. Ανατινάζει όλα όσα μας κρατούν δέσμιους στο χώμα και μας δίνει φτερά. Φτερά μεγάλα και δυνατά για να πετάξουμε ψηλά, κι αν κουραστούμε στο πέταγμα να καθήσουμε πάνω στα φτερά των αγίων και των αγγέλων, στου ομορφότερου και δυνατότερου Πουλιού του κόσμου που αφού μας πήρε πάνω στους ώμους Του όταν σαρκώθηκε μετά μας κουβαλά και πάνω στα φτερά Του.
Ήρθε η ώρα να φύγω. Υποσχέθηκα πως θα πάω και το πρωί στη Λειτουργία σε όποιον ναό μπορέσω. Έφθασα νωρίς το πρωί στην Αχειροποίητο, το ναό στον οποίο υπηρέτησε ένας άλλος πολυαγαπημένος ιερομόναχος, ο π.Γεννάδιος, αναπαυμένος να είναι ο υπέροχος. Μπαίνοντας θυμήθηκα τους πρόσφυγες που για καιρό κατασκήνωσαν μέσα σ' αυτόν τον τεράστιο ναό, χωρίζοντάς τον με παραπετάσματα και μετατρέποντάς τον σε σπίτι τους. Μα είτε πρόσφυγες είτε ντόπιοι, η Εκκλησία μάς χάρισε και μας χαρίζει τους ναούς της για να κατοικήσουμε μέσα τους σαν στο σπίτι μας. Και καλύτερα απ' το σπίτι μας, γιατί με ποιο σπίτι να συγκριθεί η Αχειροποίητος ή οι Δώδεκα Απόστολοι που ήταν το δικό μου σπίτι; Αρχαίες και βυζαντινές εκκλησίες της Θεσσαλονίκης, σπίτια αυτοκρατορικά, παλάτια αιώνια, μεγαλεπήβολα, ασύλληπτης ομορφιάς και αρχοντιάς. Πού να βρεις αλλού τέτοια σπίτια; Ήταν, είναι και θα είναι σπίτια για όλους μας, για όλους εμάς τους αιώνιους ανθρώπους αυτής της ξεχωριστά ευλογημένης πατρίδας. Από το δεξί αναλόγιο άκουσα τον αδερφό μου να ψάλλει και χάρηκα. Δεν περίμενα πως θα ήταν εκεί καθημερινή. Κι ύστερα προσκύνησα τις εικόνες στα προσκυνητάρια.
Όπως δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι, έτσι δεν είναι ίδιες όλες οι εικόνες. Όπως βρίσκεσαι ξαφνικά μ' έναν άνθρωπο και χωρίς να ξέρεις γιατί του ανοίγεις την καρδιά σου νιώθοντας την υποδοχή της καλοσύνης του, έτσι συμβαίνει και με τις εικόνες. Για μια ακόμη φορά κοκάλωσα μπροστά στην Παναγία την Αχειροποίητο. Λύθηκαν τα πόδια μου, λύθηκε η καρδιά μου, λύθηκαν τα μάτια μου. Μα εγώ ήμουν μια χαρά, γιατί να με πάρουν τώρα τα δάκρυα; Τι μου έκανε αυτή η εικόνα και βγήκε από μέσα μου τόσο παράπονο; Θυμήθηκα και πάλι τον Γιώργο Ιωάννου που περιγράφει πως βρίσκει παραμυθία σ' αυτή την εικόνα. Το γράφει τόσο όμορφα κι εγώ θα το πω στο περίπου ίσως αδικώντας τον, πως πάει να κλαφτεί και να χαϊδευτεί, γράφει, όπως σε μια παλιά φιλενάδα της γιαγιάς του. Αναπαυμένος να είναι κι ο Γιώργος, είναι δικός μου άνθρωπος. Δικός μου και πολλών άλλων. Κι η χάρη της Παναγιάς μας μεγάλη, κι η χάρη της εικόνας της άλλη τόση. Φθαρμένη, αλλοιωμένη απ' το χρόνο, παλιά παμπάλαιη, φορτωμένη τα βάσανά μας και τρυφερή όσο δεν πάει. Κρατά τον μικρό Χριστό στο δεξί χέρι και με το αριστερό μάς τον δείχνει: "Ορίστε", μας λέει, "από δω, Αυτός είναι, μην ψάχνετε αλλού".
Τελειώνει η Λειτουργία και σπαρταρώ από την πολύ γλύκα. Ο άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ έτσι χαιρετούσε τον καθένα: Χριστός Ανέστη χαρά μου! Γιατί Ανέστη ο Κύριος και ανασταίνεται κάθε μέρα, κάθε στιγμή και για πάντα. Κι αν σήμερα λέμε τελευταία φορά το Χριστός Ανέστη, δεν είναι που τελειώνει η Ανάσταση που ποτέ δεντελειώνει. Είναι γιατί σαν άνθρωποι πάλι θα την ξεχάσουμε κι η Εκκλησούλα μας το ξέρει, είναι γιατί μετά έρχεται η Ανάηψη κι έχει συνέχεια η ατέλειωτη ιστορία της Αγάπης, είναι για να μας λείψει και του χρόνου να ευχόμαστε να την αξιωθούμε και πάλι.
Χριστός Ανέστη σήμερα και πάντα!
No comments:
Post a Comment
Σχόλια