Labels

Monday, July 29, 2013

Ημερολόγιο Κάμπου - 9η μέρα - του παραδείσου



 Κυριακή 28 Ιουλίου

Μετά τον εκκλησιασμό στον άη Στράτη, αγοράζουμε τις κυριακάτικες εφημερίδες. Βλέπω που το Έθνος έχει ένα βιβλίο με διηγήματα του Πιραντέλλο και το παίρνω. Έχω διαβάσει τα θεατρικά του και τα εκτιμώ ξεχωριστά, μαζί με του Έλιοτ. Δεν είχα διαβάσει τα διηγήματά του, κι ας είχα πολλές φορές ακούσει τα καλύτερα γι' αυτά. Πάντα έρχεται η κατάλληλη στιγμή. Αρκεί να μη τη βιάσεις κι όταν έρθει να την αναγνωρίσεις και να της υποταχθείς. Ξεκινώ να τα διαβάζω μόλις τελειώνω το πρωινό μου, και μετά δεν μπορώ να ξεκολλήσω. Ανεξάρτητα την τέχνη που μπορεί να έχει ο κάθε συγγραφέας, όταν έχει καλό βλέμμα στους ανθρώπους και στα πράγματα, παρηγορεί τον αναγνώστη, κι εκεί είναι για μένα η χάρη όλη. Η παρηγοριά. Μπορεί να διαβάζεις για το πιο τραγικό γεγονός του κόσμου κι η ψυχή σου μαζί με τον πόνο, -που ό, τι και να κάνεις δεν τον γλιτώνεις είτε απ' την ανάγνωση είτε απ' τη ζωή- να γλυκαίνεται περίσσια. Εκεί είναι ο μεγάλος δημιουργός, ο μεγάλος άνθρωπος. Μεγάλος όχι όπως εννοεί ο κόσμος, σε φήμη και πωλήσεις, μα σε καρδιά, σε εύρος ψυχής. Κάποτε αυτό συνοδεύεται κι απ' το άλλο. Συνήθως όμως μετά θάνατον. Κι αυτό είναι προς όφελος του μεγάλου ανθρώπου που η εν ζωή μεγάλη φήμη μπορεί να τον τραυματίσει αθεράπευτα. Είναι ένα είδος πρόνοιας αυτό και πρέπει να δοξάζουν το Θεό οι μεγάλοι δημιουργοί που η εποχή τους δεν τους αναγνώρισε.


Σ' αυτό το κτήμα έχεις μια πρόγευση παραδείσου. Γιατρεύεσαι. Θεραπεύεσαι. Καθαρίζει το είναι σου. Είναι τόσο συμπυκνωμένη η ομορφιά μέσα σ' αυτή την έκταση που αγκαλιάζει το μάτι, το ευμετάβολο στο φως πράσινο των φύλλων, το εύηχο των τζιτζικιών, το ασκίαστο του ουρανού, η θωπευτική σιγαλιά της νύχτας, οι ατέλειωτες διακυμάνσεις των κόκκινων πετρωμάτων κι η απλότητα με την καλοσύνη των ανθρώπων, που λες, Χριστέ μου, αν είναι τόσο όμορφα εδώ και δεν μπορώ να το χωριστώ, πώς θα 'ναι αλήθεια στον ουράνιο παράδεισο; Δεν μπορεί ο νους να μην υψωθεί προς τα πάνω. Δεν το μπορεί. Είναι αναγωγική η ομορφιά, όπως ακριβώς το λέει ο π. Ανανίας στο βιβλίο του. Είναι το άλλο βιβλίο που διαβάζω πριν κοιμηθώ και μου 'χει δώσει απέραντη χαρά. Στ' αλήθεια απέραντη. Λίγο λίγο το διαβάζω, μη μου τελειώσει γρήγορα και μετά μου λείπει. Λίγο λίγο. Είναι ωραίο το "λίγο λίγο". Το "σιγά σιγά". Να νιώθεις τις μπουκιές μία μία. Στο στόμα, στον οισοφάγο, στο στομάχι, στην καρδιά, στο νου. Θα γράψω περισσότερα γι' αυτό το βιβλίο που είναι ένα καρδιακό μωσαϊκό μικρών ιστοριών, σαν γεροντικό -και νεανικό μαζί... 




Ρουφώ αχόρταγα το κάθε τι. Σαν παιδί που πρωταντικρίζει τον κόσμο. Ψαύω τα δέντρα, τους φλοιούς τους, τούς χωρισμένους κι ενιαίους απ' το διάβα των χρόνων. Τις πέτρες που συμπυκνώνουν όλα τα δάχτυλα των παλιών μαστόρων που τις επεξεργάστηκαν. Τις αφές τους, Τον ιδρώτα τους. Τη μεγάλη τους τέχνη, συνυφασμένη με την ταπείνωσή τους. Κατοικώ στο φύσημα του απαλού ανέμου, αυτής της αύρας που εδώ δε σταματά ποτέ να σε χαϊδεύει. Ζω. Ζω το παρόν μου με όλες μου τις δυνάμεις. Λίγο μιλώντας, σιωπώντας περισσότερο. Σκεπτόμενη, αισθαντική, παραδομένη.
Κρατώ αυτό το ημερολόγιο με επιμονή και υπομονή σαν να ζυμώνω ένα καθημερινό αντίδωρο στο δώρο που μου χαρίστηκε αυτές τις μέρες. Να χαρίσω κι εγώ κάτι, σαν "ευχαριστώ". Σαν "δόξα τω Θεώ". Σαν κάτι ελάχιστο κι ωστόσο "αυτό που μπορώ"... Ανοίγω το βορινό παράθυρο. Κι ο κόσμος μπαίνει στην καρδιά μου μέσα απ' τα μάτια μου...













Sunday, July 28, 2013

Ημερολόγιο Κάμπου - 8η μέρα - του αγίου Παντελεήμονα




 Σάββατο 27 Ιουλίου, αγίου Παντελεήμονος

Ρωτώντας και ξαναρωτώντας, φτάσαμε πρωί πρωί στον άη Γιώργη στον Καρφά να λειτουργηθούμε. Μπαίνοντας προσκυνήσαμε την εικόνα, όπου οι δυο άγιοι, άγιος Γεώργιος και άγιος Παντελεήμονας, σαν συγγενείς και φίλοι, στέκονται ο ένας πλάι στον άλλο. Πανηγύριζε ο ναός, αφιερωμένος και στους δύο αγίους, κι ας τον ξέρουν οι περισσότεροι με το όνομα του πρώτου. Γιόρταζε κι ο ιερέας, όπως αποδείχθηκε στο τέλος που όλος ο κόσμος του εύχονταν χρόνια πολλά. Ένα μικρό, λευκό, σαν χειροποίητο από χέρια παιδιών, εκκλησάκι, ταπεινό κι αρμονικό με το περιβάλλον. Κιλίμια στρωμένα στις πεζούλες της μεγάλης του αυλής γεμάτα πιστούς, ανθρώπους λαϊκούς που ήρθαν να πανηγυρίσουν, ν' ανταμώσουν, να πιουν έναν καφέ, να φανε ένα λουκούμι. 



Μεγάλα τραπέζια στρωμένα για τα κεράσματα που θα ακολουθούσαν το τέλος της λειτουργίας. Σ' αυτούς τους εξοχικούς ναούς σαν και τούτον που στέκεται πάνω απ' τη θάλασσα στην πλαγιά του λόφου, αν τύχει και καθίσεις έξω, νιώθεις με όλες σου τις αισθήσεις να καταλύονται τα όρια του κτιστού και να ναοποιείται όλος ο περίβολος, μαζί με τα δέντρα, τα τραπέζια, τα κιλίμια, τον ουρανό, τη θάλασσα, το αεράκι που φυσά. Όλα συμμετέχουν στην πανήγυρη μ' ένα τρόπο φυσικό από κτίσεως κόσμου.
Εκεί που καθόμαστε κάτω από ένα ευσκιόφυλλο δέντρο έρχεται μια παρέα ηλικιωμένων κι αρχίζουν δυνατά την κουβέντα. Λένε και λένε, ώσπου η λίγη υπομονή που διαθέτω εξαντλείται. "Πεσ' τους να σταματήσουν", λέω στον Κυριάκο, κι εκείνος μένει έκπληκτος που του το λέω δυνατά. Με μεγάλη ευγένεια τους παρακαλεί να χαμηλώσουν την ένταση της φωνής τους. Με πιάνουν τα γέλια με το πόσο διαφέρουν οι χαρακτήρες των ανθρώπων, κι ο θυμός μου εξανεμίζεται. Έλα όμως που κι οι γέροι δε βγάζουν άχνα τώρα. Κατάπιαν τη γλώσσα τους. Ε, καμιά φορά, λέω, κι ο άγιος φοβέρα θέλει...

Επιστρέφουμε στον Περλέα. Ήρθε η ώρα ν' αλλαχτεί το νερό της στέρνας. Έχει βάλει από νωρίς ο Βαγγέλης μπρος τον μάγγανο και με το νερό που αρδεύεται γεμίζει η στέρνα. Όλη μέρα θα κρατήσει αυτή η δουλειά που τώρα γίνεται ηλεκτροκίνητα και κάποτε με ζώο. Αγωνιώ για τα νούφαρα που δεν τα βλέπω. Πλησιάζω κι είναι όλα ορθάνοιχτα κάτω απ' το νερό. Ελπίζω να τους αρέσει και να μη στεναχωριούνται. Πάντως δεν έχουν όψη πνιγμένου. Μια χαρά φαίνονται. Σκέφτομαι τον μικρό μου αδερφό, το άγιο Παντελεήμονα. Όλοι μας έχουμε μια συγγένεια με τους αγίους, τόσοι πολλοί που είναι κι αυτοί κι εμείς, είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι, είτε μας αρέσει είτε δε μας αρέσει. Εγώ τον άγιο τον νιώθω πράγματι σαν μικρό μου αδερφό. Σ' αυτόν προστρέχω να πω τα παράπονά μου και πάντα με βοηθά. Μου κάνει ακόμα και τα πιο χαζά χατίρια που μόνο ένας αδερφός που 'χει αδυναμία στην αδερφή του θα έκανε. Είναι τόσο όμορφος που τον καμαρώνω. Είναι και ήμερος, όπως κάθε καλός γιατρός. Ήμερος σαν το γάλα που έτρεξε από το λαιμό του όταν έπεσε το σπαθί του δήμιου πάνω του. Δεν τον σκέφτομαι μόνο επειδή σήμερα γιορτάζει, αλλά και με αφορμή τα νούφαρα που δεν έπαθαν τίποτα με το νερό που τα σκέπασε και γρήγορα θ' ανέβουν πάλι στην επιφάνεια. Έτσι, κι όταν καταπόντισαν τον άγιο στη θάλασσα με μια βαριά πέτρα στο λαιμό του, εκείνος βγήκε και περπατούσε πάνω στα νερά. Βοήθειά μας να είναι ο γλυκύτατος.
  

Φτάνουμε στα Βρουλίδια, ίσως τη μόνη παραλία που έχει τόση άμμο στη Χίο. Την αγκαλιάζουν τεράστια βράχια, είναι ένα τοπίο ιδιαίτερα επιβλητικό. Τα νερά τυρκουάζ. Μέσα τους το φως του ήλιου υφαίνει παραμύθια. Τελειώνοντας το μπάνιο αρχίζω και παίζω. Είναι ένα πρόγραμμα που κατέβασα δωρεάν στο κινητό μου και μ' αυτό επεξεργάζομαι τις φωτογραφίες που βγάζω, το instergram. Τώρα πειραματίζομαι με το βίντεο κι έχω ξετρελαθεί. Σου δίνει τη δυνατότητα να κάνεις βίντεο τεσσάρων-πέντε δευτερολέπτων. Είναι ένα μεγάλο στοίχημα αυτό, όσο κι ένα μικρό ποίημα. Και όμως, προλαβαίνεις ν' αφηγηθείς μια ιστορία μέσα σ' αυτόν τον ελάχιστο χρόνο. Κι έτσι να κάνεις βίντεο-χάι κου. Έτσι τα ονομάζω κι αν το καταφέρω θ' ανεβάζω ένα κάθε μέρα. Προς το παρόν αφήνω εδώ το πρώτο που είναι η αυλή του Περλέα. Ακούγεται κι ο Κυριάκος να κάνει τις ασκήσεις του στο ούτι. Σπάνιο ντοκουμέντο, έτσι; 
 Πήρα και τα Βρουλίδια, πήρα και το Πυργί που πήγαμε μετά βόλτα αλλά αυτά αύριο με το καλό και πρώτα ο Θεός.

Saturday, July 27, 2013

Ημερολόγιο Κάμπου - 7η μέρα - του χιώτικου μωσαίκού


Παρασκευή 26 Ιουλίου, αγίας Παρασκευής

Εδώ ποτέ δεν ξέρεις ποια εκκλησιά λειτουργεί, αν είσαι ξένος. Είναι τόσες πολλές και λειτουργούνται με μία σειρά που δεν είναι εύκολο να τη μάθεις. Αφού πήγαμε στις γνωστές και στο δρόμο ρωτήσαμε διάφορους ανθρώπους ανίδεους, φτάσαμε στο μανάβικο που είναι δίπλα στον άη Στράτη κι εκεί μας είπαν: "μα εδώ πίσω έχει λειτουργία, στον άη Γιώργη", "Ποιιον άη Γιώργη;", "Εδώ, πίσω απ' το μανάβικο!". Ανεβαίνουμε το στενό δρομάκι και βρισκόμαστε μπροστά σ' ένα ναό που μοιάζει περισσότερο με προέκταση του μπροστινού σπιτιού, καθώς ο ένας τοίχος είναι κοινός, και η χωρητικότητα του ναού σαν ένα ευρύχωρο σαλόνι για είκοσι-τριάντα άτομα.  Τα παιδιά στη μικρή αυλή παίζουν και μιλούν για τις δασκάλες τους, -καλοκαίρι ξεκαλοκαίρι το σχολείο είναι η αναφορά και το θέμα της ζωής τους-. Κάθομαι κι εγώ έξω στα σκαλιά και χαζεύω τα παιδάκια. Έχω χαρά που γιορτάζει η αγία Παρασκευή, την αγαπώ πολύ. Τέτοιο παιδάκι σαν κι αυτά ήμουν όταν πρωτοείδα την εικόνα της, η αγία να βαστά δυο μάτια σ' ένα πιάτο, κι είχα μείνει έκθαμβη, όσο και με τον άη Γιάννη που κρατούσε στο πιάτο το κεφάλι του. Αυτές οι αλλόκοτες εικόνες μαγεύουν ένα παιδί. Το εισάγουν σ' έναν άλλο κόσμο, πέρα απ' τον καθημερινό, πολύ πιο πέρα απ' τον λογικό και πεπερασμένο.Του προσφέρουν ένα αλφαβητάρι του αοράτου. Σφραγίζουν την καρδιά του με σφραγίδα ανερμήνευτη, που έρχεται μια ώρα στη ζωή που η σφραγίδα αυτή ζωντανεύει και σαν αγκαλιά μας θωπεύέι μητρικά. Με πήραν τα δάκρυα δίχως να ξέρω γιατί. Γλυκά δάκρυα ήταν. Από ευγνωμοσύνη.


Τόσα χαριτωμένα αγγελούδια γύρω μου, τόση χάρη και τρυφερότητα, τόσα τιτιβίσματα. Την έβαλε σε καζάνι γεμάτο πίσσα ο Αντωνίνος την αγία κι εκείνη δροσιζόταν. Ο άρχοντας νόμιζε πως τον ξεγέλασαν οι δούλοι του και τότε η Παρασκευή πήρε μια χούφτα και του την πέταξε για να βεβαιωθεί πόσο καυτή ήταν. Κάηκαν τα μάτια του και σφάδαζε. Τον λυπήθηκε η αγία και αφού προσευχήθηκε στο Θεό να τον θεραπεύσει, εκείνος γιατρεύτηκε. Κι ύστερα... της πήρε το κεφάλι... 



Κόσμος πολύς στην Αγιά Φωτιά σήμερα. Άνθρωποι που αναζητούν τη δροσιά της θάλασσας, άλλοι που την έχουν ανάγκη για τα αρθριτικά τους, άλλοι που αγαπούν το κολύμπι. Σώματα ποικίλα, όλα όμορφα, όλα, ακόμα και τα γερασμένα, τα χοντρά, τα λιπόσαρκα. Στη θάλασσα οι άνθρωποι εκτίθενται κι η έκθεσή τους στο φως, τους ομορφαίνει όλους. Πόση ανάγκη έχουν να χαλαρώσουν, να πουν δυο χαζομάρες, να αφεθούν αποχαυνωιτκά στον ήλιο, να ονειρευτούν, να θαυμάσουν, να επιθυμήσουν.


Το απόγευμα πηγαίνω στο Citrus να γνωρίσω την ομάδα των γυναικών που μαθαίνουν βελονάκι. Συναντιόνταν και το χειμώνα, τρεις ομάδες από δέκα γυναίκες κάθε μια. "Καλέ, τύφλα να 'χει η γιόγκα", μου λένε. "Γιατί δε μας τα 'λεγαν οι γιαγιάδες μας, τι ωφέλιμο πράγμα είναι το εργόχειρο;". "Μας τα 'λεγαν", απαντώ, "αλλά ποιος τις άκουγε." "Ναι, αλλά γιατί δε δίναμε σημασία; Γιατί κοιτούσαμε όλο αλλού; Γιατί ξελογιαζόμασταν με τους ξένους;" "Μας έφαγαν οι Ευρώπες!", λέω γελώντας. Είναι όλες τόσο χαρούμενες. Μικρές και μεγάλες ανακαλύπτουν την ουσία του εργοχείρου, που μόνο οι καλόγεροι δεν εγκατέλειψαν ποτέ.


Τι είναι τα χιώτικα μωσαϊκά, που λέτε πως φτιάχνετε, τις ρωτώ. Τα ρούχα κάποτε πάλιωναν, μου λένε. Οι δαντέλες τους όμως έμεναν ατόφιες. Είτε απ' τα εσώρουχα, είτε απ' τους γιακάδες, είτε απ' τα μανίκια. Τις ξήλωναν οι γιαγιάδες μας, και τις ένωναν σε ένα εργόχειρο πλέκοντας τες με το βελονάκι. Παλιά και μεγάλη παράδοση στη Χίο που τώρα θέλουν να την ξαναζωντανέψουν. Αυτοί είναι οι ωραίοι κύκλοι της ζωής.
Μου έκανε εντύπωση που κάθε γυναίκα έπλεκε κάτι διαφορετικό. Θα περίμενα σ' ένα τέτοιο μάθημα να κάνουν όλες το ίδιο. Ρώτησα τη δασκάλα τους, μια νέα και ωραία γυναίκα, ντυμένη στα λευκά. Στην αρχή μαθαίνει κάθε μια ό, τι έχει λαχτάρα να πλέξει. Μετά θα κάνουμε κάτι όλες μαζί. Σπουδαία δασκάλα. 


Η νύχτα έρχεται. Επιστρέφω στο σπίτι να εργαστώ. Γύρω στα μεσάνυχτα η Αθηνά ξεπροβάλλει. Το έχω μάθει πια και της κρατώ φαγητό. Πανέξυπνο γατί, ασπρόμαυρο, νευρικό, παιχνιδιάρικο και κοινωνικό. Παίζει με το λαμπατέρ που έχω στο δάπεδο. Παίζει, ξαναπαίζει, στο τέλος το ρίχνει και σπάει η λάμπα. Φεύγει τρομαγμένη. Μα λίγο μετά πάλι επιστρέφει. Κουλουριάζεται στο χαλάκι δίπλα μου. Παρέα θέλει. Τι να κάνει μόνη βραδιάτικα μέσα στο σκοτεινό περιβόλι; Μ' αρέσει που ξαναγυρνά κι ας έκανε ζημιά. Έτσι δεν κάνουμε κι εμείς; Τα σπάμε και μετά πάλι κουλουριαζόμαστε στα πόδια του Θεού. Πού αλλού να πάμε; Δεν έχει καλύτερη απ' τη συντροφιά Του...

Friday, July 26, 2013

Hμερολόγιο Κάμπου - 6η μέρα - του ξένου


Τα σπίτια του Κάμπου είχαν πάντα ένα σοφό παράθυρο, το βορινό. Όση ζέστη και να έχει το καλοκαίρι, ανοίγοντας το παράθυρο που βλέπει στο βορρά, μπαίνει πάντα δροσερό αεράκι. Είναι μεγάλη παρηγοριά. Δεν ξέρω πόσες ώρες, όλα αυτά τα χρόνια που ερχόμασταν εδώ, έχω περάσει μπροστά του. Μου καθαρίζει το μυαλό, αφαιρεί όλες τις σάπιες σκέψεις. Δροσίζει την καρδιά μου. Κι από κάτω ένα χωράφι, έργο χειρών ανθρώπων. Κι από πάνω ο πιο ασυννέφιαστος ουρανός του κόσμου. Έργο χειρών Θεού. 
Πριν φύγω από τη Θεσσαλονίκη που καιγόταν απ' τη ζέστη, έκανα την αφελή σκέψη, πως το καλοκαίρι δε φτιάχτηκε για τις πόλεις. Δε φτιάχτηκε για τα τσιμέντα και τα μπετόν. Ούτε για τα μηχανήματα που παράγουν ψυχρό φιλτραρισμένο αέρα. Για τα βορινά παράθυρα φτιάχτηκε.

Αφού πήρα το πρωινό κι έφαγα την εξαίσια μηλόπιτα της Μαρίας, είπα να μπω στην παλιά κουζίνα και στο παλιό εργαστήρι. Βγήκα σχεδόν αμέσως. Δεν άντεξα ούτε λεπτό. Πιάστηκε η καρδιά μου. Η Μαρία είχε δίκιο. Έλειπαν τα ντουλάπια με τις μαρμελάδες, έλειπαν οι κουζίνες, τα καζάνια, τα ψυγεία, τα τεράστια τραπέζια, στα οποία κι εγώ έχω καθίσει κι έχω καθαρίσει φρούτα κι έχω γεμίσει βαζάκια. Έλειπαν κι οι μαγείρισσες που όλο για συνταγές μιλούσαν και για τα παιδιά τους. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και είπα πως δε θα την ξαναδιαβώ. Ώρα να πάω στο Citrus. Να τα ξαναβρώ όλα εκεί. Δεν έχει νόημα να επιστρέφω σε μια μνήμη που μετακόμισε κι άφησε πίσω της κενό. Προχωρώ στη νέα της κατοικία.



Το κτήμα αυτό το ονόμαζαν "Περιβόλι", κι ήταν το πατρικό του Βαγγέλη του Ξύδα, που αφού ανάστησε τον Περλεα, -μετά τον πατέρα του που ήταν εκεί επιστάτης-, επέστρεψε στο πατρικό του, να το αναστήσει κι εκείνο, αφήνοντας πίσω ένα μεγάλο κομμάτι της καρδιάς του, -το κομμάτι των παιδικών του χρόνων. Άξιος άνθρωπος, εργατικός, μερακλής και καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία. Σ' αυτόν και στην γυναίκα του, την Κλαίρη, οφείλεται το αξιοζήλευτο θάμβος αυτών των δύο κτημάτων. Πανέμορφο και το Περιβόλι. Μια ωραία αυλή με cafe, το μουσείο των εσπεριδοειδών, μοναδικό στη χώρα, υπαίθριος χώρος για τις συναυλίες και τα θεατρικά που φιλοξενούν, και το περιβόητο εργαστήρι, -η νέα κατοικία της μνήμης μου. Τα βρήκα όλα, όπως τα ήξερα. Και οι κυρίες εκεί, και οι τεντζερέδες, και τα ψυγεία, και οι κουζίνες, και οι κυρίες. Όλα. Μα δεν τα ένιωσα, όπως τα ένιωθα στον Περλέα. Δεν έχει απολύτως καμιά σημασία αυτό. Είναι ολότελα δικό μου και αποτελεί κομμάτι της προσωπικής μου μυθολογίας. Γεροί να είναι οι άνθρωποι να συνεχίζουν, γιατί το έργο που κάνουν είναι πολύ υψηλού επιπέδου. Πρώτης ποιότητας όλα, από τα υλικά μέχρι τις συσκευασίες των προϊόντων που κατασκευάζουν και εμπορεύονται. Τον Βαγγέλη δεν τον είδα, είχε κατέβει στη Χώρα, αλλά είδα την Κλαίρη που εκεί βρήκε τον τόπο της. Λάμπει. Με κάλεσε να πάω αύριο που μαζεύονται γυναίκες και πλέκουν βελονάκι. Θα πάω.



Το απόγευμα παίρνουμε το δρόμο για τα Νοτιόχωρα και τα "Μαύρα βόλια". Περνούμε τα γοητευτικά μαστιχόδενρα και τα χωριά Καλλιμασιά, Κοινή, Πατρικά, Καλαμωτή, Κώμη και επιτέλους φτάνουμε στον Εμπορειό με τη μοναδική αυτή παραλία που οι πέτρες προέρχονται από τον ηφαιστειογενή Ψαρώνα, το βουνό που στέκει από πάνω της. Όλα μαύρα. Θαμπά τα στεγνά βόλια της ακτής, αστραφτερά όσα βρέχονται απ' το νερό. Τη Χίο την πρωταγαπήσαμε, και τα ονόματα αυτά των χωριών της τα πρωτακούσαμε έφηβοι από την ταινία του Δήμου Αβδελιώδη "Το δέντρο που πληγώναμε". Κι αν δεν είναι ο ρόλος της τέχνης να γνωρίζεις και ν' αγαπάς, ποιος είναι άραγε;


Κοιτάζω τους βράχους. Λέω πως σίγουρα εδώ θα ζούσαν κάποτε δεινόσαυροι. Πώς αλλιώς; Τα κεφάλια τους ζωγραφίζονται ολοκάθαρα, κι αν έχουν τα μάτια κλειστά δεν είναι που πέθαναν, αλλά που κοιμούνται. Κοιμούνται αιώνες τώρα βαθιά. Μας αφήνουν να παίζουμε πάνω τους, μας επιτρέπουν να ξαπλώνουμε στο τραχύ τους δέρμα και να ελπίζουμε πως δε θα ξυπνήσουν. Αν όμως μια μέρα ξυπνήσουν, πάει κι η θάλασσα και τα βόλια της, πάμε κι εμείς. Να 'χουμε και το νου μας, που λέει κι ο φίλος μου ο Μανώλης.
Επιστρέφουμε απ' άλλο δρόμο. Έξω απ' το Πυργί, μέσα απ' τα Αρμόλια με τη μεγάλη παράδοση στα κεραμικά κι έξω απ' το Θολό Ποτάμι.


Κι ενώ μετά το ντουζ ετοιμάζομαι να περπατήσω στον Κάμπο, κάτι με τραβά στην αυλή της κουζίνας, κι αλλάζω κατεύθυνση, πάω εκεί να καθίσω μια στάλα. Ακούω συνομιλίες στα γαλλικά, κι ύστερα στα ελληνικά, ρωτά ο κύριος τη Στέλα: "αυτό που ακούμε τώρα είναι Εν Χορδαίς;" Η Στέλα απευθύνεται σ' εμένα και με καλούν στο τραπέζι τους. Αρχίζει η κουβέντα. Ο Έλληνας αρχαιολόγος που ζει χρόνια τώρα στο Παρίσι, είχε μεταφράσει για τη Γαλλική ραδιοφωνία, μαι μεγάλη συνένευξη των μελών του Εν Χορδαίς, Έρχεται κι ο Κυριάκος και γνωριζόμαστε και με τη γαλλίδα γυναίκα του. Λίγο μετά, τους καλούμε για δείπνο και μπαίνω στην κουζίνα μου να μαγειρέψω.

Αυτά γίνονται στον Περλέα. Συναντάς τους πιο απίστευτους ανθρώπους και δεν παίρνεις είδηση για πότε αποκτάς φιλίες που τις είχες από πάντα και δεν το ήξερες. Είναι μια αποκάλυψη ο Πάνος. Τόση αγάπη για τη μουσική και τόση γνώση και ευαισθησία δεν τα συναντάς κάθε μέρα. Η ψυχίατρος γλυκύτατη σύζυγός του, απορεί, και προσπαθεί να κατανοήσει τις συμπτώσεις που μας έφεραν τόσο κοντά με τέτοιο αιφνίδιο τρόπο. Δύσκολο να εξηγηθούν αυτά. Πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν, μα πάνω απ' όλα είναι το μυστικό του Περλέα που εμείς το γνωρίζουμε από χρόνια. Προέρχεται από τη φιλόξενη καρδιά των διαχειριστών του. Από κει ξεκινά. Έξω απ' την πόρτα είδε η Στέλα τον Πάνο να κρατά φωτογραφική μηχανή και τον προσκάλεσε να μπει μέσα να φωτογραφίσει. Κι αφού μπήκε, πρόσφερε αμέσως καφέ στο ζευγάρι, χωρίς να προσδοκά τίποτα. Ε, πόσες περισσότερες προϋποθέσεις μπορεί να απαιτούν τα θαύματα;

Wednesday, July 24, 2013

Ημερολόγιο Κάμπου - 5η μέρα - Της ερημίας



Ξύπνησα νωρίτερα σήμερα κι αποφάσισα να κατέβω για πρωινό. Ο ήλιος δεν είχε ακόμα αγκαλιάσει τη στέρνα με τα νούφαρα. Ήταν όλα ερμητικά κλειστά. Άνοιξαν μόνο όταν άπλωσε τις ακτίνες του ο άρχοντας τ' ουρανού επάνω τους. Θα πρέπει να υπάρχει μια μυστική συμφωνία μεταξύ τους, από καιρό, από αιώνες μάλλον. Ανοίγουμε τα πέταλά μας και αποκαλύπτουμε το απαράμιλλο κάλλος μας μόνο στο άπλετο φως. Σε τίποτα λιγότερο.

Η γυναίκα που καθαρίζει τα δωμάτια πλένει τώρα με το λάστιχο την αυλή. Η  κουζίνα μοσχομυρίζει. Η Μαρία έχει φτιάξει μηλόπιτα για αύριο. Την ξέρω τη Μαρία από χρόνια. Μαθήτευσε δίπλα στις σπουδαίες μαγείρισσες του Περλέα, που τώρα έχουν όλες μεταφερθεί στο Citrus κι εκεί πλέον φτιάχνουν τα γλυκά και τις μαρμελάδες, τα λουκούμια και τα κουλουράκια, με την υπογραφή της νέας επιχείρησης. Νιώθει μοναξιά όμως η Μαρία. Με ρωτά πώς μου φαίνεται τώρα που λείπουν οι γυναίκες κι ερήμωσε ο τόπος. "Ξέρεις", της απαντώ, "ρωτάς τώρα έναν άνθρωπο που αγαπά την ερημία" και γελώ, "εμένα ο Περλέας τώρα μου φαίνεται ωραιότερος από ποτέ. Δυσαρεστείται με την απάντησή μου. Για να της κάνω το κέφι, της λέω πως,, "ναι, μου λείπει κι εμένα που το εργαστήρι τώρα δεν έχει ζωή", και τη βλέπω να χαίρεται που την καταλαβαίνω. "Χαρίκλι", φωνάζει, "έλα να σου πω τη συνταγή της μυλόπιτας". Έτσι μαθαίνω το όνομα της ψηλόλιγνης γυναίκας που μεριμνά ακούραστα για την καθαριότητα. Προκύπτει βέβαια από το Χαρίκλεια.

Φτιάχνω τη σοκολάτα μου, μιας κι ο Κυριάκος ακόμα κοιμάται. Είναι ο προσωπικός μου σοκολατοποιός. Δεν έχει πιει ποτέ του σοκολάτα, αλλά την κάνει πολύ καλύτερα από μένα, που την πίνω είκοσι χρόνια. Αυτό συγκαταλέγεται στα θαυμαστά μυστήρια της αγάπης.
Η Αθηνά πήρε θάρρος από χθες βράδυ. Τώρα σαλτάρει στην αγκαλιά μου κι εγώ τη διώχνω. Ψες τα μεσάνυχτα εκεί που έγραφα στο μπαλκόνι ήρθε το μωρό και κατάλαβα πως πεινούσε. Την πήρα αγκαλιά και πήγαμε παρέα στο ψυγείο και της έδωσα δυο σαλαμάκια. "Τώρα, θα περιμένεις τη σειρά σου", της λέω αυστηρά. Ρωτώ τη Μαρία για την προέλευσή της. "Στους δρόμους ήταν", μου λέει, "τη μαζέψαμε να κάνει παρέα στη Σάσα που έμεινε μόνη, γιατί οι άλλες γάτες πήγαν κι αυτές στο Citus." Είναι ένα ασπρομαυρο λαχταριστό γατί που όλο πεινάει. Κι η Μαρια μιλά για τη Σάσα σαν να μιλά για τον εαυτό της. "Η γλώσσα όλο στο πονεμένο δόντι πάει", που λέει κι η τούρκικη παροιμία.


Αν η αρχή του περιβολιού ορίζεται απ' το φυτεμένο στο παρτέρι σκουριασμένο ποδήλατο, το τέλος του ορίζεται από ένα αυτοκίνητο ξεχασμένο εκεί απ' τον καιρό του Νώε. Είναι τόσο εναρμονισμένο με το περιβάλλον πλέον, που σχεδόν δεν το προσέχεις. Ίσως τελικά να ευθύνεται ο χρόνος και οι αντιφάσεις του, έτσι όπως η νέα ζωή αγκαλιάζει την παλιά, παύει να σ' ενοχλεί το παλιό, το φθαρμένο κι απολησμονημένο. Όπως όταν βλέπεις εγγόνια με τους παππούδες τους. Τα νέα βλαστάρια τυλίγουν με τόση θέρμη τα μαραμένα που τα ζωντανεύουν, τους χαρίζουν λάμψη και γίνονται ένα. 
Θυμάμαι τώρα που κάποτε, μου είπε η μητέρα μου, για ένα μικρό παιδί που δεν μεγάλωνε γιατί κοιμόταν στο ίδιο δωμάτιο με τη  γιαγιά του, κι αυτή ξανάνιωνε σαν να του έκλεβε τη ζωή, δίχως να το θέλει... Γι' αυτό δεν κάνει να κοιμούνται μαζί τα εγγόνια με τους παππούδες, έλεγε. 


Δεν είναι λίγα τα αρχοντικά που ερημώνουν και καταρρέουν στον Κάμπο, εδώ και χρόνια. Έχουμε συνηθίσει να θλιβόμαστε μπροστά στην εικόνα της εγκατάλειψης και της ερήμωσης κι υπάρχει ένα δίκιο σ' αυτή τη συνήθεια του αισθήματός μας. Η ζωή είναι τόσο λαμπερή, τόσο δυναμική και χαρίζει τόση ζεστασιά όταν την αγκαλιάζουν οι άνθρωποι, που είναι σχεδόν αφύσικο να ρημάζουν τα σπίτια τους και ν' απομένουν μόνα στο έλεος των καιρών. Κι όμως, τότε είναι που γίνονται κατοικίες των πουλιών και των φυτών, όπως και οι έρημοι άνθρωποι κατοικούνται από τον Θεό και τους αγγέλους, ίσως περισσότερο απ' όλους τους άλλους που περιστοιχίζονται από την αγάπη των συγγενών και των φίλων τους.




Σήμερα πήγαμε στην άγια Φωτιά. Έτσι ονομάζεται η παραλία κάτω απ' την εκκλησία της Φωτεινής της Σαμαρείτιδας, που η εικόνα της ξεβράστηκε από τη θάλασσα και αποκαλύφτηκε στους ντόπιους με τρόπο θαυμαστό. Είναι μια ανοιχτή η ακτή και τα νερά πολύ καθαρότερα απ' του Μέγα Λειμιώνα, που σαν στενότερος κόλπος δεν καθαρίζει τα νερά. Εκεί που είναι τα κύματα ελεύθερα ν' ανακατώσουν το νερό, εκεί είναι όλα καθαρότερα. Κι εμείς φοβόμαστε τα κύματα...
Kι ο νους  μου τρέχει στη Ζωή Καρέλλη, όταν σκέφτομαι κύματα. Έχασε τον έναν της γιο στη θάλασσα της Αυστραλίας. Ποτέ δεν είδε το πτώμα του. Δε βρέθηκε. Στη γη δε θάφτηκε. Κι η μάνα του ξεκίνησε να γράφει στα εξήντα της. Ο πρώτος στίχος που της ήρθε στο νου φεύγοντας κάποτε από τα κοιμητήρια ήταν: "Κύριε, μη μου δίνεις την οδύνη που περιέχω" 
Λίγο προτού πεθάνει, θα 'ταν 93, 94 χρονών, της πήραν μια συνέντευξη και τη ρώτησαν, αν θα ξαναζούσε τη ζωή της τι θα ήθελε διαφορετικό. Η σπουδαία αυτή γυναίκα και κορυφαία ποιήτρια, απάντησε: "Θα ζητούσα απ' το Θεό περισσότερες δοκιμασίες..."



Tuesday, July 23, 2013

Ημερολόγιο Κάμπου - 4η μέρα - των αγγέλων


Κατεβαίνοντας την εξωτερική σκάλα του δωματίου που είναι στο δεύτερο όροφο του πέτρινου παράσπιτου που κάποτε το χρησιμοποιούσαν για τα ζώα και τις τροφές τους, μετά για ψυγεία των εσπεριδοειδών, κι ύστερα αποθήκευαν τα ξύλα του χειμώνα, φτάνω στη στέρνα με τα νούφαρα. Αν η πρώτη εικόνα που βλέπει ένας άνθρωπος είναι τέτοιας ομορφιάς, τότε αξιώνεται βήμα στο άδολο, το ανέγγιχτο, το αψεγάδιαστα λευκό. Κάθε πρωί στέκομαι μπροστά τους. Να βεβαιωθώ πως είναι όλα εκεί, πως όλα άνοιξαν μετά το νυχτερινό τους ύπνο που κλείνουν τα βλέφραρα-πέταλα να ησυχάσουν. Κι άμα βεβαιωθώ, προχωρώ ήσυχη να ετοιμάσω το πρωινό μου.



Στο οβάλ τραπέζι του σαλονιού στο κεντρικό κτίριο που κάποτε αποτελούσε την κύρια κατοικία των ιδιοκτητών και τώρα έχει μετατραπεί σε σπιτική ρεσεψιόν, μερικά από τα αγαθά που προσφέρονται είναι σταθερά, όπως το θυμιανούτσικο ζυμωτό ψωμί, οι μαρμελάδες πορτοκαλιού, σύκου, μανταρινιού, κυδωνιού, κι οι ανάμεικτες, όλες φτιαγμένες από τα φρούτα του κτήματος, μαζί με τα βούτυρα και τα τυριά, τις μυζήθρες και τα γιαούρτια. Σταθερή είναι και η πορτοκαλάδα με τη μανταρινάδα. Κάθε μέρα οι κυρίες θα φτιάξουν ένα διαφορετικό γλυκό, μπουγάτσα, κέικ, μηλόπιτα, ή και κάτι αλμυρό, τυροπιτάκια και ομελέτες φούρνου. Κάθε μέρα κι άλλα φρούτα. Όλα πεντανόστιμα και ολόφρεσκα. Ετοιμάζουμε τα πιάτα μας και βγαίνουμε στην εξωτερική αυλή με τις γλάστρες, τους φοίνικες, τις γάτες. Κάθε δωμάτιο έχει το τραπέζι του, κι αυτό γίνεται μόνο του, όπως διαλέγεις στασίδι στην εκκλησία. Ποτέ δε συνάντησα ανθρώπους που φωνάζουν εδώ. Θαρρείς και όλοι έχουν κάτι τις το εξευγενισμένο, ή μήπως είναι ο χώρος που υποβάλλει τέτοια λεπτεπίλεπτη συμπεριφορά;

Μετά το πρωινό ανεβαίνω να καθίσω έξω στο μπαλκονάκι μας για να γράψω, ενώ ο Κυριάκος μπαίνει μέσα στο δωμάτιο να μελετήσει ούτι. Έρχεται η γυναίκα να καθαρίσει, της λέμε πως είναι καθαρά, μα επιμένει. Δεν την αφήσαμε να καθαρίσει την Κυριακή, ποτέ δεν τις αφήναμε τις γυναίκες να καθαρίζουν Κυριακές -ας παίρνουν μια ανάσα κι αυτές τέτοια μέρα-, ούτε τη Δευτέρα που ήταν της αγίας Μαρκέλλας. Σήμερα όμως πήγε να το πάρει κατάκαρδα, της κάναμε το χατίρι. Οι καλοί άνθρωποι θέλουν να δικαιολογούν το μεροκάματό τους, άμα δε γίνεται αυτό στεναχωριούνται.

Λίγο αργότερα αποφασίζω να πάω στα Θυμιανά ν' αγοράσω φρούτα και κάτι τις να μαγειρέψω. Το παράσπιτο το προτιμούσαμε πάντα, όχι μόνο γιατί έχει την αυτονομία του, αλλά και γιατί στο ισόγειο έχει κουζίνα κι εγώ θέλω να μαγειρεύω.
Περνώ μέσα απ' το περιβόλι. Βλέπω τις σκιές που πέφτουν στο μονοπάτι κι είναι των αριστερών δέντρων που πέφτουν δεξιά. Το απόγευμα που θα κάνω την ίδια διαδρομή τις βλέπω ακριβώς αντίθετες ερχόμενες απ' τα δεξιά δέντρα. Η δικαιοσύνη του ήλιου, σκέφτομαι. Τίποτα δεν αφήνει αχάιδευτο. Τίποτα παραπονεμένο.

Στο μανάβικο δεν είναι η γνωστή ωραία κυρία, αλλά η έφηβη κόρη της, ένα όμορφο, μα χοντρό κορίτσι. Νομίζω πως σε κανέναν άλλο τόπο δεν έχω δει τόσα παχύσαρκα παιδιά, όσα στη Χίο. Το θυμάμαι από παλιά, θαρρείς και δεν κουνιούνται καθόλου, μόνο τρώνε. Είναι τόσο κρίμα να τα βλέπεις έτσι. Αντί να σφύζουν από ζωή, δεν μπορούν να κάνουν ένα βήμα, ασθμαίνουν και βαριούνται. Θα πρέπει να είναι δύσκολοι οι χειμώνες εδώ, να  μην έχουν άλλες διεξόδους. Δεν ξέρω τι να υποθέσω.
Τα φρούτα είναι φτηνά, όσο και της λαϊκής της πόλης, αλλά πολύ πιο νόστιμα. Μαζί με τα ροδάκινα και τα βερίκοκα, ρωτώ αν έχει και σύκα. Μόλις τα είχαν φέρει και τα είχε ξεχάσει η μικρή. Φέρνει ένα κουτί ζαχαροπλαστείου και το ανοίγει. Χαμογελώ και διαλέγω. Έτσι της τα έφερε ο έμπορος, ούτε συσκευασίες ούτε πλαστικά. Τα λατρεύω τα σύκα, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι. Νομίζω πως μέσα τους συμπυκνώνουν όλη τη γεύση του παραδείσου. Δεν είναι τυχαίο πως σε πολλές παραδόσεις το δέντρο του παραδείσου δεν ήταν μηλιά, αλλά συκιά, και κατ' άλλους ροδιά. Και καμιά φορά σκέφτομαι πως αν η άκαρπη συκή που καταράστηκε ο Χριστός δεν ήταν συκιά, αλλά άλλο δέντρο, ίσως και να τη γλίτωνε. Αλλά να είσαι προορισμένος για το νοστιμότερο καρπό του κόσμου και να μην κάνεις τίποτα, ε, είναι ασυγχώρητο, πώς να το κάνουμε; 



Μπήκα στη θάλασσα του Μέγα Λειμιώνα, χωρίς πολλές διατυπώσεις. Απομακρύνθηκα απ' τον κόσμο που ήταν πολύς και δημιουργούσε σήμερα βαβούρα. Το καλό μου κολύμπι είναι το ύπτιο, θα μπορούσα με λίγη εξάσκηση να γίνω πολύ καλή σ' αυτό. Δεν είναι τόσο η δύναμη που έχω στα χέρια, αλλά μάλλον που το χαίρομαι περισσότερο, γιατί βλέπω κατευθείαν τον ουρανό κατάφατσα, κι εγώ τίποτα δεν αλλάζω με τον ουρανό. Τίποτα, τίποτα. Κι αυτός είναι πεντακάθαρα γαλάζιος, σαν να τον σφουγγάρισαν μόλις οι άγγελοι. Ούτε μια σκόνη σύννεφο δε βλέπεις. Είπα άγγελοι, και το θυμήθηκα πάλι. Αναρωτήθηκα κολυμπώντας αν κολυμπούν κι οι άγγελοι. Και γιατί όχι, δηλαδή; Αν κολυμπούν, νομίζω θα ξετρελαίνονται με το νερό. 
Φορώ πάντα γυαλιά θαλάσσης γιατί μ' ενοχλεί το πολύ φως στα μάτια κι όταν κολυμπώ πρόσθιο κοιτάζω τους βυθούς. Απ' την πρώτη μέρα σε μια συγκεκριμένη θέση βλέπω πάντα ένα κοπάδι μαριδούλες. Κολυμπούν ατάραχες κι ας περνώ ανάμεσά τους, αμέριμνες και ήσυχες. Εκεί πρέπει να 'ναι το σπίτι τους κι ας μην έχει γύρω γύρω φράχτες και μαντρότοιχους.

Παίζουν τα παιδιά, παντού τα παιδιά παίζουν. Τα μαλώνουν οι γονείς τους, όλο κάτι βρίσκουν οι γονείς για να μαλώνουν τα παιδιά τους κι όλο χαζομάρες τους λένε. Τι θα κάνει ένα παιδί αν δεν παίξει με την άμμο και το νερό; Αφού απ' αυτά είναι πλασμένο και το ξέρει. Τον εαυτό συναντά και τον κόσμο. Μεγάλος θα γίνει ξαφνικά, να τα σιχαίνεται; 

Θυμάμαι τον Μάρκο Πόλο. Ένα απ' αυτά που του έκαναν μεγάλη εντύπωση στην Κίνα, ήταν πως οι Κινέζοι πλένονταν κάθε μέρα, όταν οι Βενετσιάνοι πλένονταν μια φορά το χρόνο. Είχαν ανακαλύψει και τα κάρβουνα, κι έτσι ακόμα και τους χειμώνες είχαν ζέστη και στα λουτρά τους. Όταν έκπληκτος τους ρώτησε γιατί κάνουν μπάνιο κάθε μέρα, οι σοφοί εκείνοι άνθρωποι απάντησαν στον "πολιτισμένο" Δυτικό: 
Γιατί το νερό παίρνει την κούραση και τη στεναχώρια.

Πέφτει το φως στον Κάμπο και μαζί του ξαφνικά, -όπως ξαφνικά ξεκίνησε-, ο αέρας σταματά κι αιφνίδια απλώνεται απόλυτη σιγή. Το μελτέμι της αγίας Μαρκέλλας έφυγε...



Monday, July 22, 2013

Ημερολόγιο Κάμπου - 3η μέρα- της αγίας Μαρκέλλας


Δευτέρα 22 Ιουλίου.
Όλη νύχτα φυσούσε μανιασμένα. Παράδερναν τα κλαδιά και τα φύλλα των δέντρων, τρίζαν τα ξύλινα παντζούρια, η κουκουβάγια κι ο γκιώνης λούφαξαν. "Είναι τα μελτέμια της αγίας Μαρκέλλας", είπε η καλόκαρδη Στέλλα σερβίροντας το πρωινό στους άλλους θαμώνες, ενώ εμείς προσπερνούσαμε για να πάμε εκκλησία. "Κάθε χρόνο στη γιορτή της, αυτό γίνεται, και κρατά δυο-τρεις μέρες". 
Η φύση συμμετέχει στα ανθρώπινα, κι ας νομίζουμε εμείς που λησμονήσαμε τη γλώσσα της, πως στέκεται απαθής. Συμμετέχει και φιλόστοργα αγκαλιάζει, όχι μόνο τους αγίους της κι εμάς, μα και τα πράγματα που συχνά εγκαταλείπουμε στην ποδιά της. Χρόνια τώρα βλέπω ένα εγκαταλειμμένο ποδήλατο στην είσοδο του περιβολιού. Με τον καιρό άρχισε κι αυτό ν' ανθίζει και να πρασινίζει τόσο που θαρρείς πως βγήκε κάποτε απ' τα σπλάχνα της γης.


Προσπερνούμε την κουζίνα, το εργαστήρι που φτιάχνονται οι περίφημες μαρμελάδες του Περλέα από τις χρυσοχέρες Χιώτισσες, και το πλυσταριό. Απλωμένες οι κουρελούδες που έχουν ρουφήξει όλη τη σκόνη και τις λύπες των δρόμων από τα παπούτσια μας, τα ποτισμένα ιδρωμένα όνειρα σεντόνια μας, οι πετσέτες των προσώπων και των σωμάτων όλων των πελατών, προσωρινών περαστικών απ' τον ξενώνα και τη ζωή, όλα φρεσκοπλυμένα στεγνώνουν στο πρωινό φως. Χωρίς νερό και ήλιο ένας αβάσταχτος λεκές θα ήταν ο κόσμος μας. Μ' αυτά τα δυο ζωογονείται, κι όλο νέος γίνεται, καινούριος διαρκώς κι αγνός μέσα στην επανάληψή του.
   

Λεμονιές, μανταρινιές, κίτρα, πορτοκαλιές, ένα περιβόλι εργόχειρο, το κεντούν τα φιλότιμα χέρια του εργάτη, το κεντά κι ο χρυσοκεντητής ήλιος. Πώς αγαπούν τα φύλλα τον ήλιο και πόσο τον ευγνωμονούν. Πώς μαθαίνουν τα μυστικά όλου του κόσμου απ' αυτόν που όλα τα βλέπει και με τη σειρά τους τα μουρμουρίζουν στις ρίζες, ώστε από στόμα σε στόμα κι απ' την άκρη τ' ουρανού μέχρι τα τρίσβαθα της γης, να μη μείνει τίποτα μυστικό κι όλα μυστικά να παραμείνουν.



Μας είχαν πει πως θα έχει λειτουργιά στον Άη Γιάννη, πιο πάνω απ' τον Άη Στράτη. Πήραμε τον ανήφορο των Θυμιανών και πηγαίναμε. Παρόλο που γνωρίζαμε το δρόμο, ρωτήσαμε τη μόνη γυναίκα που ανταμώσαμε, αν πηγαίνουμε καλά. "Καλά πηγαίνετε, μα είναι πολύ μακριά ακόμα" "Ξέρετε, πάμε να λειτουργηθούμε, που 'ναι της αγίας Μαρκέλλα σήμερα" "Κι εγώ εκκλησία πάω, της αγίας Μαρκέλλας βέβαια, της Χιοπολίτιδας, όλη η Χίος γιορτάζει, αλλά πάω στον Ταξιάρχη που είναι εδώ παρακάτω κι είναι ο αδερφός μου εκεί παπάς". Αλλάζουμε κατεύθυνση και συνεχίζουμε παρέα το δρόμο, ώσπου φτάνουμε στην εκκλησία του αδερφού της. Μια σταλιά άνθρωπος η αδερφή, Χιώτισσα γλυκειά, όπως οι περισσότερες, άλλη μια σταλιά κι ο αδερφός της ο παπάς, μα και τόσο καλλίφωνος και μερακλής, που περνά σε κάθε εκφώνηση ένα σωρό μακάμια. Δεν ήξερες αν ακούς χότζα ή παπά, κι είχε τόση χάρη, τόσο το χαιρότανε ο άνθρωπος, που γλυκάθηκε το είναι μας και χόρτασε μελωδία το αφτί μας. Μεγάλη παράδοση η Χίος στα ψαλτικά. Ακόμα κρατά γερά. 
Στο τέλος, είπε δυο λόγια για τη ζωή της αγίας. Πώς την κυνήγησε ο ειδωλολάτρης πατέρας της, επειδή έγινε χριστιανή, και πώς τρέχοντας αυτή να γλιτώσει, παρακάλεσε το Θεό ν' ανοίξει βράχος να κρυφτεί. Κι άνοιξε πράγματι στα δυο ο βράχος, μπήκε όλη μέσα κι έμεινε μόνο το κεφάλι της έξω, αυτό που το σπαθί του φανατισμένου πατέρα έκοψε λίγο μετά με το σπαθί του. Αγίασμα αναβλύζει από κείνο τον βράχο μέχρι σήμερα, κι αμέτρητα τα θαύματα που κάνει η αγία στους πιστούς που έρχονται απ' όλα τα μέρη του κόσμου στη Βολισσό να την προσκυνήσουν.


Και στο Μέγα Λιμιώνα φυσάει. Τα νερά πιο κρύα από χθες. Λες, αποκλείεται να μπω, και το λες με μεγαλύτερη βεβαιότητα από την προηγούμενη μέρα, μα μέσα σου ξέρεις πως όλα γίνονται, κι ακόμα σπουδαιότερα είναι όλα όσα δύσκολα γίνονται. Σταματάς να το σκέφτεσαι και βουτάς μια κι έξω. Δε βοηθά η λογική στα δύσκολα. Απλώς, βουτάς. Και σχεδόν πάντα, μετά το χαίρεσαι. Είναι που γίναμε μαλθακοί. Θα θέλαμε όλα να τ' αποφύγουμε, αν ήταν δυνατόν. Ο γέρος που χθες μας τραγουδούσε λείπει. Γεμάτη παιδιά η ακτή. Παιδιά που παίζουν ακούραστα με την άμμο και το νερό. Χτίζουν, γκρεμίζουν, αδειάζουν, γεμίζουν και ασυνείδητα μαθαίνουν πως όλα είναι παιχνίδι και σχέση με τα πράγματα και τους ανθρώπους, η χαρά δεν είναι άκοπη, κι η ελευθερία, η επιλογή μας σ' αυτό που θ' αποφασίσουμε να υποταχθούμε. Φτυαράκι, κουβαδάκι, χτίσιμο ή γκρέμισμα... 



Sunday, July 21, 2013

Ημερολόγιο Κάμπου - 2η μέρα- της κυρά Χρυσώς


Από βραδύς είπαμε ν' αφήσουμε ανοιχτό το παραθυρόφυλλο του νοτιοανατολικού παραθύρου για να ξυπνήσουμε ευκολότερα, για να εκκλησιαστούμε στα Θυμιανά. Ένας χαδιάρης ήλιος μας ξύπνησε τρυφερά και ξεκινήσαμε για τον Αη Στράτη, είκοσι λεπτά με τα πόδια. Ο άγιος Ευστράτιος είναι τοπικός άγιος, μέλος μια πενταμελούς ομάδας αγίων. Να περνάς ανάμεσα από μαντρότοιχους, φτιαγμένους απ' την ντόπια θυμιανούτσικη πέτρα με τις δώδεκα αποχρώσεις του κόκκινου, που είναι οι περισσότεροι φορτωμένοι αγιόκλημα, είναι σαν να αγιάζεται η ψυχή σου πριν φτάσει στο ναό. Και μήπως όλος ο κόσμος δεν είναι ναός;

Σπάνιο πράγμα για τόσο μικρό χωριό, ναός τόσο μεγαλεπήβολος. Μα έγινε όλος από δωρεές ανθρώπων που άμα έφτιαχναν τη ζωή τους το θεωρούσαν χρέος να δώσουν το περίσσευμα στον τόπο τους, να προκόψει κι εκείνος. Κι άμα η ζωή τούς τα 'φερνε ανάποδα, δε λυπόνταν ν' αρχίσουν πάλι απ' την αρχή, απ' το μηδέν και πάλι, κι είχε ο Θεός. Δεν ήξεραν οι παλιοί εκείνοι άνθρωποι ούτε από δικαιώματα, ούτε από κεκτημένα. Αυτό τους έδινε δύναμη στα σπλάχνα και καρδιά γενναιόδωρη. Ήξεραν να προσαρμόζονται εκείνοι στις συνθήκες κι όχι να απαιτούν οι συνθήκες να προσαρμοστούν σ' αυτούς. Ευλυγιστοι άνθρωποι. Γι' αυτό και ανθεκτικοί στις αντιξοότητες.



Ψαλτάδες καλλίφωνοι, παπάδες σεμνοί, κόσμος πολύς, οι περισσότεροι γέροι. Έρχονται και κάθονται δυο κυράδες δίπλα μου. Καιρό είχαν να βρεθούν, άρχισαν το λακιρντί. Περίμενα, περίμενα να κοπάσει το τιτίβισμα, στο τέλος σηκώθηκα, άλλαξα θέση. Τι να τις πω; Εγώ ήμουν η ξένη, ο τόπος δικός τους, δικός του ο ναός, να μην πω δικός τους κι ο άγιος. Διψούν να μιλήσουν οι άνθρωποι. Άνθρωπος με τον άνθρωπο κι ο λύκος με το λύκο. Ας είναι και μες στην εκκλησιά. Κι οι συνήθειες που γνώριζα, σταθερές. Πάλι το αντίδωρο μοιράστηκε από τα παπαδάκια που ξόρμησαν απ' το ιερό με τις καλαθούνες στον κόσμο. Όταν το είδα πριν χρόνια, αποσβολώθηκα. Αυθόρμητα γύρισα στην διπλανή μου κυρία την ώρα που το καταβρόχθιζε και τη ρώτησα: "γιατί μοιράζουν τώρα το αντίδωρο;" "Μα, για να το φάμε!" μου απάντησε περισσότερη έκπληκτη κι από μένα. "Μα το αντίδωρο, το λέει κι η λέξη, είναι αντί του δώρου, δηλαδή μετά τη Θεία Ευχαριστία", είπα -τρομάρα μου. "Α, εμείς εδώ έτσι το 'χουμε", δικαιολογήθηκε απτόητη η γυναίκα καταπίνοντας, κι εγώ θυμάμαι θύμωσα που δεν τηρείται η τάξη. Σήμερα όμως δε θύμωσα. Ούτε για το αντίδωρο θύμωσα, ούτε και για τα κόλλυβα που περίμεναν έξω στοιβαγμένα στα κουτάκια κι όποιος έβγαινε τα έπαιρνε μόνος του κι ούτε που σκεφτόταν πως ήταν αδιάβαστα. Όχι, δε θύμωσα. Αφού εδώ έτσι το 'χουνε...



Κατηφορίζοντας καλημέρισα μια γραία καθισμένη έξω απ' την πόρτα της πάνω στη δημοσιά. Μόλις την προσπέρασα, πισωγύρισα. Θυμήθηκα πως αυτή ήταν φιλενάδα της κυρά Χρυσώς, που έμενε τρία μέτρα παρακάτω κι απέναντι, και συχνά τις έβλεπα να μιλούν έτσι αντικρυστά και διαγωνίως οι δυο τους. Την είχα αγαπήσει τη Χρυσώ, μου είχε διηγηθεί όλη τη ζωή της πριν χρόνια. Ψαράς ήταν ο άντρας της. Της ήρθε μαύρο μαντάτο μια μέρα, πως πνίγηκε. Έμεινε μ' ένα μωρό κορίτσι που το ανάθρεψε με χίλια βάσανα. Μέλι έσταζε το στόμα της πάντα. Μέλι τρεχούμενο. Κάθε πρωί έπαιρνε τη γλάστρα το βασιλικό και την έβαζε στο δυτικό παράθυρο. Κάθε μεσημέρι την πήγαινε στο ανατολικό, να μην τον ζαλίσει ο δυνατός ήλιος. Κι ήταν μεγάλη η γλάστρα κι εκείνη πάνω κάτω ογδόντα. "Τι κάνει η κυρά Χρυσώ;" ρώτησα τη φιλενάδα της. Α, πάει, πέθανε, δεν έχει χρόνο... Αχ, έχασα κι εγώ την παρέα μου, την έχασα..." 


Το απόγευμα παίρνουμε το λεωφορείο για τον Μέγα Λιμιώνα, να κάνουμε μια βουτιά. Εκσυγχρονίστηκαν τα λεωφορεία. Φέρανε τα παλιά των μεγάλων αστικών κέντρων, κι εκείνα που θυμόμουν δεν κυκλοφορούν πλέον. Ήταν κάτι σακαράκες με όλη την αξιοθαύμαστη γιρλάντα της ιστορίας πάνω τους. Κομπολόγια, χάντρες, σημαίες, φωτογραφίες, και αγκομαχητό αιώνων που σ' έκανε να ταξιδεύεις με μεγαλύτερη ασφάλεια στο απώτερο παρελθόν -σχεδόν νοσταλγώντας το-, παρά στο παρόν. Ολσούν.

Παγωμένη η θάλασσα, λες, άμα μπω θα πεθάνω. Κι άμα μπεις γεννιέσαι δυο φορές. Υποκύπτεις στον κρυφό πειρασμό να νιώσεις θεϊκό το σώμα σου. Μέχρι κι ένας γέρος υποκύπτει,, αλλά αυτός δεν το κρύβει. Τραγουδά, και τον ακούει όλη η παραλία, παλιά ελληνικά τραγούδια. Ανάμεσα στους στίχους, κάνει και σχόλια. Μόνος του τα λέει, μα όλοι τον ακούμε και χαιρόμαστε. Τύφλα να 'χουνε τα μπιτς μπαρ με τις μουσικές τους. Κι αν είναι ολίγον παράφωνος, τι πειράζει; Τραγουδά με την καρδιά του κι έχει πάθος πέλαγος...


Με το που επιστρέφουμε κι αρχίζει να χαμηλώνει το φως, βγαίνω να περπατήσω στον Κάμπο. Είναι η πιο δική μου ώρα. Δεν το χορταίνω. Εκεί που περπατώ, ρωτώ τον άγγελό μου: "σ' αρέσει εδώ που σ' έφερα;" Εκείνος δεν απαντά, μόνο χειροκροτά χαρούμενα χτυπώντας τις φτερούγες δυνατά. Ύστερα αναρωτιέμαι, "τώρα εγώ τον έφερα ή μήπως μ' έφερε εκείνος;" Γελούμε κι οι δυο... 



Saturday, July 20, 2013

Ημερολόγιο Κάμπου - 1η μέρα- του χρόνου


Σάββατο 20 Ιουλίου 2013.
Επιστρέφω σε βιβλίο παλιό, διαβασμένο. Σώμα γνώριμο που αγάπησα πολύ. Στον Κάμπο της Χίου, κι ό, τι εγώ μετρώ για καρδιά του, τον ξενώνα που έχει τ' όνομα, ΠΕΡΛΕΑΣ. Περιβόλι Λέοντος – Ασπασίας, τ’ αρχικά του. Το Περιβόλι πέρασε σ’ άλλα χέρια μα έζησε, οι πρώτοι ιδιοκτήτες του συγχωρεμένοι πια. Αιγνουσιώτες ήτανε. Την κυρά Ασπασία τη Λεμού την πρόλαβα, αρχοντισσα των Οινουσών ήτανε. Φόβος και δέος σ’ έπιανε θωρώντας την, μα ήξερε και να γελά, -όταν κάποιος ήξερε να την ξεκλειδώνει… κι αυτοί που το ’ξεραν καλά, ήταν οι απλοί άνθρωποι που δούλευαν για λόγου της.

Τρία χρόνια είχα να ’ρθω, ύστερα από δέκα ή έντεκα συναπτά καλοκαίρια. Στρίβοντας το ταξί στη Βιτιάδου, κορνάροντας στις απότομες στροφές του φιδίσιου δρόμου που χωρά μόνο ένα αυτοκίνητο, αλλά μονόδρομος δεν γίνεται, μ’ έπιασε ένα πνίξιμο στο στήθος, η γλώσσα μου δέθηκε, ήθελα να κλαίω. Μπήκα στο περιβόλι κι η συγκίνηση μεγάλωσε. Φτάνει, της λέω, θα με πνίξεις. Τίποτα αυτή.




Θέλεις που τα παιδιά πρώτη φορά δεν είναι εδώ, μεγάλωσαν και αλλού φτερουγίζουν τώρα, θέλεις που ο άρρωστος πεύκος της αυλής είναι ακόμα όρθιος, που οι γνώριμες γάτες γέννησαν μωρά και τα νούφαρα της στέρνας παραμένουν ολόλευκα ή που ο μάγγανος αγέρωχα αχρείαστος παραμένει σιωπηλός;
Μήπως που οι νέοι νοικοκύρηδες έβαλαν σίτες στα παράθυρα του υπνοδωματίου κι ο αέρας δε θα φέρνει πλέον τις μέλισσες, ή που μπήκαν κουρτινάκια στους φεγγίτες της οροφής κι ο μεσημεριανός ήλιος δε θα μ’ εμποδίζει στον ύπνο;
Μήπως είναι τα τζιτζίκια που αδιαλείπτως προσεύχονται, ή μήπως οι κόκκινες θυμιανούτσικες πέτρες του ενετικού αρχοντικού που ανέβασαν την πίεση της καρδιάς μου στα μάτια μου;
Είναι το παρελθόν που ξεπηδά μπροστά μου κι ό, τι έζησα, σκέφτηκα κι έγραψα μεγαλώνοντας σ’ αυτόν τον παραδεισένιο τόπο, μιας και τα παιδιά τα καλοκαίρια μεγαλώνουν κι εγώ εδώ λογίζω την ανάπτυξή μου, ή το παρόν που ακόμα βρέφος δε πρόκαμε να σταθεί στα πόδια του;
Νομίζω πως είναι όλα τούτα, μα και κάτι ακόμα πιο σημαντικό. Εδώ ο χρόνος γυρνά τους δείχτες του ανάστροφα και προς τα μέσα, προς το εσωτερικό του ρολογιού. Κι αν ο χρόνος δεν ήταν ρολόι, αλλά μύλος που αλέθει, εδώ τούτος ο μύλος είναι αλλιώτικος. Αριστερόστροφα γυρνά και παίρνει τη σκόνη που έγινα μες στο χειμώνα που πέρασε, και τη βγάζει κόκκο ύπαρξης ακέραιο, ολόκληρο και άρτιο στα κατάβαθα του είναι μου. Είναι ένας μύλος σύνθεσης εδώ και όχι αποσύνθεσης του είναι.





Τρία χρόνια μετά, μαθαίνω τα μαντάτα ενός ζευγαριού που γνώριζα. Αυτό που αγαπά ο άντρας κι είναι το μεράκι του, η γυναίκα του ακόμα δεν το θέλει. Όλο του γκρινιάζει να το εγκαταλείψει. Αυτοί οι άνθρωποι έμειναν εκεί που τους άφησα. Πώς να τους πω πως μόνο μια λύση υπάρχει στο βάσανο που τους τρώει τη ζωή; Να υποχωρήσει η γυναίκα, να κάνει τα στραβά μάτια, πως τάχα δεν καταλαβαίνει. Ό, τι αγαπάς, το αγαπάς για πάντα, αυτό δεν αλλάζει, κι αν κλέψεις την αγάπη του άλλου, θα τον μαράνεις. Ασ’ τον, χριστιανή μου, θέλω να της πω, να κάνει ο άνθρωπος το κέφι του. Κανέναν δεν πειράζει, προκοπή είναι. Στην ποδιά σου δεμένο όλη μέρα τον θέλεις; Επιτέλους, είναι άντρας. Δε λέω τίποτα. Χτυπά η καμπάνα του εσπερινού. Από ποια εκκλησιά του Κάμπου άραγε;


Thursday, July 18, 2013

Αίθουσα "Γιώργος Σεφέρης" στις Πλάτρες



Η παλιά Δημοτική κλειστή αγορά των Πλατρών στην οποία κάποτε μπορούσες να βρεις τα πλέον εκλεκτά προϊόντα όλης της Κύπρους, σήμερα έχει γίνει το πολιτιστικό κέντρο του χωριού αφιερωμένο στη μνήμη του Γιώργου Σεφέρη. 
Η μεγάλη αίθουσα στην οποία γίνονται συναυλιες και δρώμενα είναι απ' άκρη σ' άκρη γεμάτη από αποσπάσματα ποιημάτων και φωτογραφίες από τη ζωή του ποιητή. Αυτά φωτογράφησα. Να μείνουν εδώ, να τα χαιρόμαστε παρέα....