Κυριακή 28 Ιουλίου
Μετά τον εκκλησιασμό στον άη Στράτη, αγοράζουμε τις κυριακάτικες εφημερίδες. Βλέπω που το Έθνος έχει ένα βιβλίο με διηγήματα του Πιραντέλλο και το παίρνω. Έχω διαβάσει τα θεατρικά του και τα εκτιμώ ξεχωριστά, μαζί με του Έλιοτ. Δεν είχα διαβάσει τα διηγήματά του, κι ας είχα πολλές φορές ακούσει τα καλύτερα γι' αυτά. Πάντα έρχεται η κατάλληλη στιγμή. Αρκεί να μη τη βιάσεις κι όταν έρθει να την αναγνωρίσεις και να της υποταχθείς. Ξεκινώ να τα διαβάζω μόλις τελειώνω το πρωινό μου, και μετά δεν μπορώ να ξεκολλήσω. Ανεξάρτητα την τέχνη που μπορεί να έχει ο κάθε συγγραφέας, όταν έχει καλό βλέμμα στους ανθρώπους και στα πράγματα, παρηγορεί τον αναγνώστη, κι εκεί είναι για μένα η χάρη όλη. Η παρηγοριά. Μπορεί να διαβάζεις για το πιο τραγικό γεγονός του κόσμου κι η ψυχή σου μαζί με τον πόνο, -που ό, τι και να κάνεις δεν τον γλιτώνεις είτε απ' την ανάγνωση είτε απ' τη ζωή- να γλυκαίνεται περίσσια. Εκεί είναι ο μεγάλος δημιουργός, ο μεγάλος άνθρωπος. Μεγάλος όχι όπως εννοεί ο κόσμος, σε φήμη και πωλήσεις, μα σε καρδιά, σε εύρος ψυχής. Κάποτε αυτό συνοδεύεται κι απ' το άλλο. Συνήθως όμως μετά θάνατον. Κι αυτό είναι προς όφελος του μεγάλου ανθρώπου που η εν ζωή μεγάλη φήμη μπορεί να τον τραυματίσει αθεράπευτα. Είναι ένα είδος πρόνοιας αυτό και πρέπει να δοξάζουν το Θεό οι μεγάλοι δημιουργοί που η εποχή τους δεν τους αναγνώρισε.
Σ' αυτό το κτήμα έχεις μια πρόγευση παραδείσου. Γιατρεύεσαι. Θεραπεύεσαι. Καθαρίζει το είναι σου. Είναι τόσο συμπυκνωμένη η ομορφιά μέσα σ' αυτή την έκταση που αγκαλιάζει το μάτι, το ευμετάβολο στο φως πράσινο των φύλλων, το εύηχο των τζιτζικιών, το ασκίαστο του ουρανού, η θωπευτική σιγαλιά της νύχτας, οι ατέλειωτες διακυμάνσεις των κόκκινων πετρωμάτων κι η απλότητα με την καλοσύνη των ανθρώπων, που λες, Χριστέ μου, αν είναι τόσο όμορφα εδώ και δεν μπορώ να το χωριστώ, πώς θα 'ναι αλήθεια στον ουράνιο παράδεισο; Δεν μπορεί ο νους να μην υψωθεί προς τα πάνω. Δεν το μπορεί. Είναι αναγωγική η ομορφιά, όπως ακριβώς το λέει ο π. Ανανίας στο βιβλίο του. Είναι το άλλο βιβλίο που διαβάζω πριν κοιμηθώ και μου 'χει δώσει απέραντη χαρά. Στ' αλήθεια απέραντη. Λίγο λίγο το διαβάζω, μη μου τελειώσει γρήγορα και μετά μου λείπει. Λίγο λίγο. Είναι ωραίο το "λίγο λίγο". Το "σιγά σιγά". Να νιώθεις τις μπουκιές μία μία. Στο στόμα, στον οισοφάγο, στο στομάχι, στην καρδιά, στο νου. Θα γράψω περισσότερα γι' αυτό το βιβλίο που είναι ένα καρδιακό μωσαϊκό μικρών ιστοριών, σαν γεροντικό -και νεανικό μαζί...
Ρουφώ αχόρταγα το κάθε τι. Σαν παιδί που πρωταντικρίζει τον κόσμο. Ψαύω τα δέντρα, τους φλοιούς τους, τούς χωρισμένους κι ενιαίους απ' το διάβα των χρόνων. Τις πέτρες που συμπυκνώνουν όλα τα δάχτυλα των παλιών μαστόρων που τις επεξεργάστηκαν. Τις αφές τους, Τον ιδρώτα τους. Τη μεγάλη τους τέχνη, συνυφασμένη με την ταπείνωσή τους. Κατοικώ στο φύσημα του απαλού ανέμου, αυτής της αύρας που εδώ δε σταματά ποτέ να σε χαϊδεύει. Ζω. Ζω το παρόν μου με όλες μου τις δυνάμεις. Λίγο μιλώντας, σιωπώντας περισσότερο. Σκεπτόμενη, αισθαντική, παραδομένη.
Κρατώ αυτό το ημερολόγιο με επιμονή και υπομονή σαν να ζυμώνω ένα καθημερινό αντίδωρο στο δώρο που μου χαρίστηκε αυτές τις μέρες. Να χαρίσω κι εγώ κάτι, σαν "ευχαριστώ". Σαν "δόξα τω Θεώ". Σαν κάτι ελάχιστο κι ωστόσο "αυτό που μπορώ"... Ανοίγω το βορινό παράθυρο. Κι ο κόσμος μπαίνει στην καρδιά μου μέσα απ' τα μάτια μου...