Του γέροντος Πορφύριου ήτανε στενός φίλος
Ο άγιος Γεράσιμος, λαμπρός όσο κι ο ήλιος
Ξημέρωνε η χάρη του, όπως τούτη τη μέρα
Και στο κρεβάτι ο γέροντας ανήμπορος κει πέρα
Κάθονταν, και τον άκουσαν συνομιλία να ‘χει
Με κάποιον που δεν έβλεπαν κι αόρατα ήρθε τάχυ
Κάποιον εναγκαλίζεται, κάποιος τον αγκαλιάζει
Και ασπασμούς αλλάζουνε, πράγμα που τους ξαφνιάζει
Σαν τέλειωσε η ομορφιά κι οι φίλοι το μπορέσαν
Ρωτήσανε τον γέροντα γι’ αυτό που τόσο αρέσαν
Ποιος ήταν, πούθε έφτασε και τι αυτός ζητούσε;
Δεν είδατε, παιδάκια μου, ποιος με ευχαριστούσε
Που τόσο πλια τον αγαπώ και πάντα με προσέχει;
Ο άγιος Γεράσιμος ήταν που με συντρέχει
Ο τόπος ευωδίασε, σάστισαν οι ανθρώποι
Μυστήριοι, παράξενοι οι αγιασμένοι τρόποι
Γεννήθηκε στα Τρίκαλα, ο άγιος, Κορινθίας
Το χίλια πεντακόσια εννιά, επί Τουρκοκρατίας
Από την Πόλη έρχονταν, γένος των Νοταράδων
Και τον Λουκά τον Νοταρά, που εν μέσω των αγάδων
Ο τελευταίος ήτανε Ρωμιός πρωθυπουργός μας
Ο άγιος Γεράσιμος, μεγάλος άγιός μας,
Με τις Γραφές μεγάλωσε, τις Θείες αγαπούσε
Και μέσα τους ανάσαινε κι όλο τις μελετούσε
Σε ηλικία ώριμη κάποτε ξεκινάει
Έργο ιεραποστολικό, και πού αυτός δεν πάει
Στην Πόλη και στην Ζάκυνθο, στου Πόντου ψηλούς λόφους
Στο Άγιον Όρος μοναχός θα γίνει και στους Τόπους
Τους Άγιους θα πορευθεί κι εκεί θα ανγαλλιάσει
Η άγια ψυχούλα του και δε θα τους χορτάσει
Στο μοναστήρι του Σινά θα πάει ακολούθως
Μετά στην Αλεξάνδρεια και στη Λιβύη κι ούτως
Ειπείν στην Αίγυπτο, εκεί στους ερημίτες
Μαζεύει χάρη περισσή από τους αγιορήτες
Στους Άγιους Τόπους γύρισε, πρεσβύτερος να γίνει
Εις τον Πανάγιο Τάφο μας πλέον θα παραμείνει
Δώδεκα χρόνια ολάκερα κι απ’ το νησί της Κρήτης
Θα φύγει για τη Ζάκυνθο κι εκεί σαν ερημίτης
Πέντε χρονάκια σε σπληλιά θα ζει μόνο χόρτα
Αφήνοντας τους πονηρούς εχθρούς έξω απ’ την πόρτα
Της άγιας ψυχούλας του, ωστότου καταφθάσει
Στη νήσο της Κεφαλλονιάς, όπου και κει την τάση
Του ασκητή για να κλειστεί σε μια σπηλιά, ακούει
Μέχρι εκεί στα Ομαλά να φτιάξει τη μονή του
Και εκκλησιά στην Παναγιά που ‘ναι η απαντοχή του
Μια νέα Ιερουσαλήμ, έφτιαξε και μαζεύει
Καλογριές θεόπνευστες και όλες τις νυμφεύει
Με τον Χριστό και όταν πια το τέλος του κοντεύει
Με άγια λόγια και καλά όλες τις συμβουλεύει
Ήταν Δεκαπενταύγουστος όταν η Παναγία
Που την ψυχή του αγάπησε την τρυφερή κι αγία
Τον πήρε στα χεράκια της μαζί με τον Υιό της
Κι ένα θρονί του χάρισε μες στον Παράδεισό της
Σαν σήμερα γιορτάζουμε την ανακομικδή του
Το λείψανό του άφθαρτο μετά την κοίμησή του
Έμεινε να το χαίρονται άνθρωποι και αγγέλοι
Έτσι το θέλησε ο Θεός κι ας κάνει ό,τι θέλει
*Εμπνευσμένο από το Φθινοπωρινό Συναξάρι του Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη, Ακτή, Λευκωςία, 2008
No comments:
Post a Comment
Σχόλια