Ο Νικολής του Μιλάκο ο τσαγκάρης είναι ενννενήντα πέντε χρονών. Φτιάχνει ακόμα μερακλίδικα στιβάνια, παπούτσια με καλαπόδι και αξαμάρι και μεραμετίζει τα τρυπημένα των χωριανών μας. Προσέχει τη γυναίκα του τη θεια μου την Ειρήνη, Ερήνη πήρε μα πόλεμο βρήκε λέει χαριτολογώντας, οδηγεί σκαφτικό, είναι ψάλτης και διαβάζει την Αγία Γραφή όποτε κουραστεί ή τύχει να μην έχει δουελιά. Στα νειάτα του ξακουρστός μερακλής. Περνώ από το τσακαριό και λέω του κάθε φορά: Μπάρμπα, πες μου κάτι. Κι εκείνος μου λέει ιστορίες ή και παραμύθια και σοφίες κι όλη του τη ζωή. Και σα φεύγω μου δίνει την ευχή του. Προχθές μου αφηγήθηκε και ετούτη. Την μαγνητοφώνησα και την μεταφέρω επακριβώς.
Ένα καιρό κάποιος ήθελε να γίνει ευτυχής. Και πήγε στις μοιράρηδες και είπε ‘νε: ίντα δα κάνω μπρε να γενώ ευτυχής; Λέει: πήγανε να βρεις ένα ευτυχή άνθρωπο να σου δώσει ένα πουκάμισο να το βάλεις να γενείς κι εσύ ευτυχής. Ο άνθρωπος εσκέφτηκε ότι εκείνη τη εποχή ο πιο πλούσιος βασιλιάς του κόσμου ήταν στην Αγγλία. Λέει: εγώ δα πάω να του ζητήσω να μου δώσει κι εμένα ένα πουκάμισο να το βάλω. Επήε λοιπόν, τον βρήκε, ήπιασε, λέει έτσι κι έτσι, ξέρω ότι είσαι ο ευτυχέστερος άνθρωπος του κόσμου και ήρθα να μου δώσεις ένα πουκάμισο από τα δικά σου να ευτυχής κι εγώ. Λέει του: ε, κακομοίρη μου, εγώ ‘μια ο πιο δυστυχής του κόσμου. Λέει, γιάντα; Και λέει του: για να κάθοσι επαέ που κάθομαι εσκότωσα τον αδερφό μου. Λοιπόν εσκώθηκε ο άνθρωπος και εμίσεψε. Κι επέρασε απόνα μέρος κι είχανε γλέντια μυστήρια, ένα τ’ άλλο, και θωρεί μια κοπέλα και χόρευε κι είπε ‘νε: κεράσετέ τη τή μυστήρια. Και λέει: ετούτη ‘νια ‘ναι κι ευτυχισμένη. Και σιμώνει κοντά της και της λέει: Κοπέλα μου θωρώ πως είσαι ευτυχισμέη. Να μου δώσεις θες κι εμένα ένα πουκάμισό σου να γενώ κι εγώ ευτυχής. Λέει του: παιδί μου εγώ ‘μαι η πιο δυστυχισμένη του κόσμου. Λέει της, γιάντα; Λέει του: θωρείς εκιονά που κάθεται εκείέ χάμε; εκειόνα θέλω μ’ αυτός δεν με θέλει. Λοιπόν φεύγει κι από κει, λέει, δεν βρίσκω ευτυχία. Ηρχονταί ‘νε λοιπόν επάνω και θωρεί ένα βοσκό και κάθουνταί ‘νε κι είχε καμμιά δεκαριά πρόβατα κι ήπαιζε ένα θιαμπόλι και τραγούδαε ‘ναι. Λέει: ετούτος ‘σάς είναι ευτυχής. Και σιμώνει κοντά και του λέει: Κουμπάρε, είσαι ο πιο ευτυχής του κόσμου. Λέει του: ναι παιδί μου, εγώ είμαι ο πιο ευτυχής του κόσμου με τα προβατάκια μου επαδέ, με τα τραγούδια μου. Λέει: να μου δώσεις κι εμενα ένα πουκάμισο να το βάλω να ευτυχίσω. Λέει: ντα δεν έχω παιδί μου μόνο ετούτονά που φορώ. Ακού εδά, κι έτσι ευτυχία δεν υπάρχει. (Μικρή παύση και συνεχίζει).
Ένα καιρό κάποιος ήθελε να γίνει ευτυχής. Και πήγε στις μοιράρηδες και είπε ‘νε: ίντα δα κάνω μπρε να γενώ ευτυχής; Λέει: πήγανε να βρεις ένα ευτυχή άνθρωπο να σου δώσει ένα πουκάμισο να το βάλεις να γενείς κι εσύ ευτυχής. Ο άνθρωπος εσκέφτηκε ότι εκείνη τη εποχή ο πιο πλούσιος βασιλιάς του κόσμου ήταν στην Αγγλία. Λέει: εγώ δα πάω να του ζητήσω να μου δώσει κι εμένα ένα πουκάμισο να το βάλω. Επήε λοιπόν, τον βρήκε, ήπιασε, λέει έτσι κι έτσι, ξέρω ότι είσαι ο ευτυχέστερος άνθρωπος του κόσμου και ήρθα να μου δώσεις ένα πουκάμισο από τα δικά σου να ευτυχής κι εγώ. Λέει του: ε, κακομοίρη μου, εγώ ‘μια ο πιο δυστυχής του κόσμου. Λέει, γιάντα; Και λέει του: για να κάθοσι επαέ που κάθομαι εσκότωσα τον αδερφό μου. Λοιπόν εσκώθηκε ο άνθρωπος και εμίσεψε. Κι επέρασε απόνα μέρος κι είχανε γλέντια μυστήρια, ένα τ’ άλλο, και θωρεί μια κοπέλα και χόρευε κι είπε ‘νε: κεράσετέ τη τή μυστήρια. Και λέει: ετούτη ‘νια ‘ναι κι ευτυχισμένη. Και σιμώνει κοντά της και της λέει: Κοπέλα μου θωρώ πως είσαι ευτυχισμέη. Να μου δώσεις θες κι εμένα ένα πουκάμισό σου να γενώ κι εγώ ευτυχής. Λέει του: παιδί μου εγώ ‘μαι η πιο δυστυχισμένη του κόσμου. Λέει της, γιάντα; Λέει του: θωρείς εκιονά που κάθεται εκείέ χάμε; εκειόνα θέλω μ’ αυτός δεν με θέλει. Λοιπόν φεύγει κι από κει, λέει, δεν βρίσκω ευτυχία. Ηρχονταί ‘νε λοιπόν επάνω και θωρεί ένα βοσκό και κάθουνταί ‘νε κι είχε καμμιά δεκαριά πρόβατα κι ήπαιζε ένα θιαμπόλι και τραγούδαε ‘ναι. Λέει: ετούτος ‘σάς είναι ευτυχής. Και σιμώνει κοντά και του λέει: Κουμπάρε, είσαι ο πιο ευτυχής του κόσμου. Λέει του: ναι παιδί μου, εγώ είμαι ο πιο ευτυχής του κόσμου με τα προβατάκια μου επαδέ, με τα τραγούδια μου. Λέει: να μου δώσεις κι εμενα ένα πουκάμισο να το βάλω να ευτυχίσω. Λέει: ντα δεν έχω παιδί μου μόνο ετούτονά που φορώ. Ακού εδά, κι έτσι ευτυχία δεν υπάρχει. (Μικρή παύση και συνεχίζει).
Η ευτυχία κι η χαρά δεν είναι κομπλόι.
Καθένας έχει στην κάρδιά κάτι και τόνε τρώει.
Θα το φωνάξω δυνατά ο κόσμος να το μάθει
Πως δεν υπάρχει άνθρωπος χωρίς καϋμούς και πάθη.
Ούτος ο κόσμος είν’ βαθύς, κανείς δεν τόνε βγάνει
κι όποιος τα ντρέτα προπατεί κερδίζει μα δεν χάνει.
* Αντέγραψα το κείμενο από το ιστολόγιο του Ιωάννη Φρουδαράκη "Πρόσωπο Φωτός" http://froudarakis1.blogspot.gr/ , του οποίου είναι και το πρώτο εισαγωγικό κείμενο. Εκεί το κείμενο είναι στο πολυτονικό, αλλά επειδή κάνοντας copy paste έβγαινε μαύρο και δεν διαβάζονταν, δυστυχώς εγώ μόνο στο μονοτονικό μπορούσα να το γράψω, αντικαθιστώντας παράλληλα την άνω τελεία με τελεία ή κόμμα και άλλες μικροεπεμβάσεις χάριν της ανάγνωσης.
* Αντέγραψα το κείμενο από το ιστολόγιο του Ιωάννη Φρουδαράκη "Πρόσωπο Φωτός" http://froudarakis1.blogspot.gr/ , του οποίου είναι και το πρώτο εισαγωγικό κείμενο. Εκεί το κείμενο είναι στο πολυτονικό, αλλά επειδή κάνοντας copy paste έβγαινε μαύρο και δεν διαβάζονταν, δυστυχώς εγώ μόνο στο μονοτονικό μπορούσα να το γράψω, αντικαθιστώντας παράλληλα την άνω τελεία με τελεία ή κόμμα και άλλες μικροεπεμβάσεις χάριν της ανάγνωσης.
Η Φωτογραφία είναι από: http://polydrososparnassou.blogspot.gr/2016/12/blog-post_66.html
No comments:
Post a Comment
Σχόλια