«Ο κόσμος ήταν, είναι και θα είναι πάντα σε κρίση, πολιτική, οικονομική, πολιτισμική, κρίση αξιών, κρίση ανθρώπινης, αλίμονο, επιβίωσης. Δουλειά του ποιητή είναι να ανάβει ένα κερί μέσα στο σκοτάδι ή, αν προτιμάτε, ν' ανθοβολεί όπως λουλούδι σ' έναν κόσμο ζοφερής ιδιοτέλειας και ξηρασίας». Ο πολυβραβευμένος Κύπριος ποιητής Κυριάκος Χαραλαμπίδης μιλά στο ρικnews και στη Μαρία Τσαγγάρη για την ποίηση, το ρόλο του ποιητή σε τέτοιες εποχές, αλλά και το τι μας δίδαξε ή δεν μας δίδαξε η πληγή του ’74.
Πότε γράψατε το πρώτο σας ποίημα;
Το πρώτο μου ποίημα, απ’ ό,τι θυμάμαι, πρέπει να το έγραψα όταν ήμουν εννέα ετών. Από νωρίς εξεδήλωσα την κλίση μου προς την τέχνη του λόγου, και σε τούτο είχα την ενθάρρυνση και την πλήρη αποδοχή (καλύτερα τον έπαινο) των δικών μου και των δασκάλων μου. Αυτό μου εξασφάλιζε ιδεώδεις συνθήκες ποιητικής καλλιέργειας.
Αν έπρεπε να επιλέξετε, ποιο ποίημα σας θα ξεχωρίζατε;
Η ερώτηση δεν επιτρέπει συγκεκριμένη απάντηση, γιατί θα ξεσπούσε... εμφύλιος μεταξύ των ζώντων ποιημάτων μου. Λέω «ζώντων», γιατί τα ποιήματα έχουν ζωή και ψυχή. Καθένα πορεύεται κατά το είδος του ή και το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται. Ζήτημα λοιπόν πλαισίου, ως προς το ποία θα είναι η επιλογή μας τη συγκεκριμένη στιγμή. Πολλά ποιήματά μου είναι «ανοικτά», άλλα πάλι είναι «σκοτεινά» (με την ηρακλείτεια έννοια του δυσερμήνευτου). Πλείστα από αυτά διευκολύνουν, άλλα όμως δοκιμάζουν τις κριτικές αντοχές και την ευαισθησία του αποδέκτη. Ένα ποίημα που μετέχει και των δύο καταστάσεων θ' αποτελούσε ίσως τον ιδεώδη κανόνα.
Ποιον ποιητή ξεχωρίζετε;
Ένας είναι ο ποιητής και λέγεται Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης, Αριστοφάνης, Ρωμανός Μελωδός, Δάντης, Σαίξπηρ, Σολωμός, Καβάφης, Ρεμπό, Μποντλέρ, Βαλερί, Λωτρεαμόν, Ρίλκε, Λόρκα, Πάουντ, Έλιοτ, Ριχάκου κ.ο.κ. Εννοώ φυσικά τη διάχυτη ποιητική ουσία, όπως τη συλλαμβάνουν και τη μετασχηματίζουν οι μεγάλες ψυχές, με πρωτεργάτη πάντα τον ενσαρκωμένο Θεό της Ποίησης, που δεν είναι άλλος από τον Όμηρο.
Ποια η άποψή σας για τη σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή γενικότερα;
Κάθε εποχή πιστεύω πως έχει τους κλασικούς εκφραστές της, είτε γίνονται ευκολότερα γνωστοί και αποδεκτοί είτε όχι. Για να χωνευτούν κάποια πράγματα χρειάζεται δυστυχώς μια χρονική διαδικασία. Εξάλλου, ο άνθρωπος, είπε ο ΄Ελιοτ, «δεν μπορεί να αντέξει πολλή πραγματικότητα». Ας μη βιαζόμαστε να κρίνουμε αυτά που μάλλον, μελλοντικά, θα μας κρίνουν, καθώς θα αποτελούν το σημείο της βασάνου για την τρέχουσα δική μας ευαισθησία. Το δεδομένο πάντως είναι ότι η εποχή μας, όντας δέσμια της τεχνολογικής ευκολίας, έπαψε να γεννά «χειροποίητους» λογοτέχνες, όμως αυτό δεν αποκλείει να γεννιέται κάπου, σε μια βοηθητική σπηλιά ή σε κάποια γωνιά, αυτή τη στιγμή, ένας μεγάλος σωτήρας της Λογοτεχνίας. Έτσι κι αλλιώς η πείρα της πνευματικής ζωής διδάσκει να μην τεμαχίζουμε την τέχνη του λόγου, ή οποιαδήποτε άλλη έκφανση τέχνης, σε περιόδους, γενιές και σχολές. Το ποτάμι κυλά, και μπορώ να πω υπάρχουν και σήμερα κάποιοι πολύ αξιόλογοι δημιουργοί, δικοί μας και ξένοι.
Στην Κύπρο, έχουμε αξιόλογους νεότερους συγγραφείς;
Αλίμονο να μην είχαμε, τότε το νέο θα είχε πρόωρα σαπίσει. Το νέο από τη φύση του ευαγγελίζεται μια ζωογόνηση και μια φρεσκάδα στο βλέμμα. Δεν θα έλεγα αποκλειστικά και αθωότητα, γιατί αυτή δεν αποτελεί μονοπώλιο των νέων ανθρώπων, εφόσον ρυθμίζει τη ζωή και το ήθος παντός δημιουργού, ως προϋπόθεση πνευματικής υπόστασης και καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ας το προσδιορίσω ακριβέστερα: Συμπαθώ πολύ και μελετώ με ιδιαίτερο ενδιαφέρον κάθε νέα φωνή, αλλά για μένα εκείνο που μετρά δεν είναι το ηλικιακό στοιχείο παρά το τι κομίζει στην τέχνη αυτός που κατορθώνει να είναι πάντα νέος (οι δόκιμοι ποιητές που κατονόμασα δειγματοληπτικά είναι ένα παράδειγμα). Παρακαλώ μην θεωρήσετε με αυτό πως θέλω ν' αποφύγω να αναφερθώ σε συγκεκριμένους ταλαντούχους νέους- απλώς θα έκρινα σημαντικότερο να υποδείξω στους ταλαντούχους νέους συγγραφείς μας το δικό τους καλλιτεχνικό χρέος να γίνονται, καθώς γερνούν, ολοένα νεότεροι.
Μήπως η ποίηση θεωρείται κάτι το ξεπερασμένο στις μέρες μας;
Ευτυχώς ναι. Γιατί μονάχα το θεωρούμενο «ξεπερασμένο», σε μια ευτελή εποχή σαν τη δική μας, που μαστίζεται από αμουσία και lifestyle εκπεσμό, στηρίζει τη δόξα του ακριβώς στην «αποτυχία» του να επενεργήσει σε πεθαμένες ψυχές. Και μη λησμονείτε ότι όλοι οι χρυσοί αιώνες της ιστορίας είχαν την τέχνη στο κέντρο τους με κορωνίδα την ποίηση. Όσοι επιμένουν να εγγράφονται σ’ αυτήν τη Μεγάλη Κυρά, και να την υπηρετούν με αφοσίωση, εκπέμπουν μία χάρη και έναν ευαγγελισμό. Άλλωστε, όπως είπε κάποτε ο Νίτσε, δεν γεννηθήκαμε για να ζητάμε, παρά για να είμαστε οι άνθρωποι που ευεργετούν.
Αποδέχεστε τον τίτλο του «εθνικού ποιητή» που σας έχει αποδοθεί; Πιστεύετε ότι το πραξικόπημα και η εισβολή ώθησαν την ποιητική ευαισθησία σας προς αυτή την κατεύθυνση;
Έτσι όπως θέσατε απερίφραστα την ερώτηση, με βάζετε σε κίνδυνο, ακόμα και αν απαντήσω χωρίς τον ενδιάμεσο ναρκισσισμό. Στην Κύπρο ζούμε, και ο κίνδυνος ελλοχεύει σε κάθε σημείο του μικρού μας χώρου. Έχουμε κακοπάθει από μικρότητες, ώστε να νιώθουμε την ανάγκη να αποσιωπούμε την έξωθεν καλή μαρτυρία. Εκείνο πάντως που επιχείρησα, κι εξακολουθώ να διευρύνω, είναι η ανάγκη να χωρέσω μέσα στην ψυχή μου το μυστήριο της τέχνης, όπως ανασυντίθεται από τα δοσμένα υλικά. Θέλω να πω, δεν σχετίζεται μονάχα με τον κυπριώτικο χώρο μας και ούτε έχει τη διάθεση να αυτοπεριοριστεί σε αυτόν.
Όσοι αναγνώνουν σε μένα την ιδιότητα ενός ποιητή που μίλησε πρωτίστως με το έργο του για τη σύγχρονη κυπριακή τραγωδία, με συλλαμβάνουν λειψά. Το κύριο σε μένα είναι η βαθύτερη ακρίβεια του σολωμικού αποφθέγματος «κλείσε μέσα στην ψυχή σου την Ελλάδα (ή ό,τι άλλο) και θα αισθανθείς να λαχταρίζει μέσα σου κάθε είδους μεγαλείο». Το βάρος εδώ πέφτει κατ’ ουσίαν στο παρενθετικό «(ή ό,τι άλλο)», που απολυτρώνει από φυλετικές εμμονές και προσδίδει στην έννοια της ελληνικότητας οικουμενική σημασία. Κατά τούτο ένας ποιητής καθίσταται «εθνικός», εφόσον κατορθώνει να συλλαμβάνει τις «μεγάλες ουσίες» του ποιητικού ιδεαλισμού. Η προσέγγιση οφείλει να είναι μια διέκταση του «ελληνικού» σε πλαίσιο, θα τολμούσα να πω, εσχατολογικό.
Ως προς εμένα, το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος της ποιητικής μου δημιουργίας άντλησε την έμπνευσή του από την αίσθηση της τραγικότητας- που έχει, φυσικά, την πληγή της στο Πραξικόπημα και την Εισβολή- δεν αναιρεί την σταθερή αντίληψή μου για τον Κόσμο και τη «μεθιστορική» υπέρβαση της Ιστορίας. Κοντολογίς, δεν φιλοδόξησα να εκφράσω απλώς και εν τάχει τους καημούς για τα πάθια της ιδιαίτερης πατρίδας μας, αλλά μέσω αυτών προσπάθησα «υπαρξιακά» να συλλάβω το αδήλωτο βάθος του ανθρώπινου όντος. Θα πρόσθετα ακόμα πως η κυπριακή τραγωδία διήγειρε στη συνείδησή μου την ίδια την τραγικότητα του όντος, εφόσον αφαίρεσε τα πέπλα της ψευδαίσθησης και απαίτησε από εμάς μια νέα αίσθηση πραγμάτων, ανασυντάξεων κι επαναπροσδιορισμών. Δεν εννοώ μονάχα πολιτικών μορφωμάτων παρά και ανατροπή τυποποιημένων σχέσεων με την τέχνη, το λόγο και τη ζωή.
Πρωταγωνιστής του έργου σας η Κύπρος και η πληγή του ’74. Πώς βλέπετε τώρα τα πράγματα; Θα μπορέσουμε να «αντλήσουμε από τα δεινά» μας τα τωρινά;
Να κάνω μια διόρθωση στην ερώτησή σας. Οφείλω να διευκρινίσω πως δεν είναι ακριβώς η Κύπρος ο πρωταγωνιστής του έργου μου. Γενικά υπάρχει μια διάχυτη παρανόηση, που κατάντησε να θεωρείται το ποιητικό μου λογότυπο: «Ο Κύπριος ποιητής που γράφει για την κυπριακή τραγωδία». Οποίος αστιγματισμός! Πρωταγωνιστής του έργου μου είμαι εγώ και η ψυχή μου. Σωστά το είπε άλλοτε ο Κάρολος Κουν: «Κάνουμε τέχνη με την ψυχή μας». Πως αλλιώς γεννιέται η τέχνη, αν δεν αντλεί από το είναι μας, αν δεν αρδεύεται απ’ το δικό μας αίμα;
Φυσικά κάθε «εγώ» έχει τον δικό του τρόπο να βλέπει και να ερμηνεύει τα πράγματα. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι αποκόπτεται από το συλλογικό υποσυνείδητο. Αντίθετα, θα έλεγα πως έχει, στους βασικότερους όρους λειτουργίας του, μια καθ' όλα βιωματική σχέση ταυτισμού με το λαό. Πάντως η σχέση αυτή δεν πρέπει να στηρίζεται σε συναισθηματική φουσκονεριά, αλλιώς την παίρνει το ποτάμι. Χρέος του ποιητή, με άλλα λόγια, είναι να μένει κοντά στο λαό του και να τον εκφράζει, όχι με τον τρόπο των πολιτικών, παρά μέσω του πολιτισμικού του στίγματος, που οφείλει ωστόσο να ενώνεται με το μεγάλο ρεύμα της οικουμενικής- και κατ' επέκταση βαθιά θεολογικής- αντίληψης των πραγμάτων. Επειδή όμως η ερώτησή σας αφορμάται από δυο συγκεκριμένους στίχους μου σχετικά με τη δυνατότητα ν' αντλήσουμε μάθος από το πάθος, επαναλαμβάνω τους στίχους για να μπορέσω να τους σχολιάσω:
Αν ο λαός μας δεν μπορεί ν' αντλήσει απ' τα δεινά του,
τότε του δόθηκε άδικα μια τέτοια τραγωδία.
Φοβάμαι λοιπόν πως ο λαός μας, παρά την «υπέρογκη», όπως θα την έλεγε ο Σεφέρης, τραγωδία, δεν έχει ακόμη τριβεί σε βαθμό που να υποστεί την «καλήν αλλοίωση» και να αναμορφώσει μέσα του αυτό που ο καθένας κουβαλά υποσυνείδητα από καταβολής ανθρώπου και που προσδιορίζεται εκκλησιαστικά ως το «αρχαίον κάλλος». Βέβαια υποφέρουμε από την εισβολή και τουρκική κατοχή της πατρίδας μας, όμως δεν συντελέστηκε ακόμη το θαύμα του πνευματικού μεταβολισμού.
Ουσιαστικά προαπαιτείται ένας ανώτερος βαθμός παιδείας και προβληματισμού, μια βαθύτερη εγρήγορση, ώστε ν' αφυπνιστούμε από το μαγικό πλέγμα και το παραμύθιασμα μέσα στο οποίο ονειρικά κινούμαστε. Εξακολουθούμε να κάνουμε τα ίδια λάθη, εξακολουθούμε να εμπιστευόμαστε και να ερωτευόμαστε, σαν αφελείς φοιτητριούλες, «πονηρούς πολιτευτές» (σύμφωνα με το γνωστό τραγούδι του Σαββόπουλου). Εντέλει δηλαδή δ ε ν ωριμάσαμε για να μπορούμε καθαρά να «διακρίνουμε» και να πράττουμε το πρέπον και το σωτήριο, με σωφροσύνη και αληθινό επιστημονισμό.
Το έχω πει και αλλού, το επαναλαμβάνω κι εδώ: ακόμη και η αγάπη για την πατρίδα υπόκειται στους νόμους της επιστήμης. Η αγάπη δεν είναι ζήτημα μονάχα καρδιάς, αλλά και μυαλού, και τούτο προϋποθέτει επιστημονική διαχείριση. Η «επιστήμη» της αγάπης, ιδού τι απολείπει από την φτωχή μας πατρίδα! Όχι ερασιτεχνισμοί και ποδόσφαιρο τύπου αλάνας. Ας επιτρέψουμε στην αίσθηση της τραγικότητας να επιταχύνει την ωρίμαση. Έχουμε τελικά ευθύνη απέναντι στον ίδιο τον εαυτό μας, που οφείλουμε να καλλιεργήσουμε για ν' ακεραιωθούμε ως πολίτες, χωρίς ψευδαισθήσεις και αφέλειες. Τελικά όλα είναι ζήτημα πνευματικότητας. Η ίδια η πίστη, λέει κάπου ο Αντρέι Ταρκόφσκι, είναι μια μορφή ευφυίας. Η ευφυία δεν γεννιέται από μόνη της, αν δεν πιστεύεις βαθιά κι αν δεν αντλείς από τα πάθια σου το αναγκαίο μάθος.
Επιστρέφοντας στην τραγωδία του ’74, μας δίδαξε κάτι;
Αυτό έλεγα και προηγουμένως. Παραμένουμε προγραμματικά (εννοώ φραστικά) στο ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ, μη γνωρίζοντας πια και τον τρόπο να μην ξεχνάμε. Δυστυχώς ο μόνος σηματοδότης της χαρακιάς παραμένει η πέτρινη σημαία (δύο κατ' ακρίβειαν σημαίες) στον τουρκεμένο Πενταδάκτυλο, που μας υπενθυμίζει ακατάλυτα ότι η χώρα μας είναι υπό κατοχήν, και να μην το ξεχνάμε. Οι κατοχικές δυνάμεις έστησαν άθελά τους, με πέτρινη βούλα στο βουνό, το πιο μεγάλο για μας ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ.
Γιατί νομίζετε ότι οι Ελλαδίτες ποιητές διστάζουν να γράψουν για το πραξικόπημα και την εισβολή; Θεωρείται επικίνδυνο θέμα;
Δεν είναι γι' αυτούς επικίνδυνο, απλώς ζουν σε άλλη διάσταση τη δική τους ζωή, σύμφωνα και με τα δεδομένα που γεννιούνται στο δικό τους χώρο. Ας μην τους κατακρίνουμε γι' αυτό, όπως κι εκείνοι φυσικά δεν δικαιούνται να καταλογίζουν υπέρμετρη πατριδολατρική ροπή στο έργο πολλών Κυπρίων ποιητών. Δεν υπήρξε μεταστροφή αλλά μετεξέλιξη Το έργο πάντα κρίνεται εκ του αποτελέσματος και όχι με βάση τη θεματογραφία του. Καλύτερα λοιπόν να μιλάμε γι' αυτό που μας δονεί περισσότερο, χρησιμοποιώντας το ως δίαυλο ποιητικής απογείωσης, με αυστηρό πάντα κριτήριο τους απαράβατους όρους της τέχνης.
Ποιος ο ρόλος του ποιητή όταν ο κόσμος βρίσκεται σε κρίση
Ο κόσμος ήταν, είναι και θα είναι πάντα σε κρίση, πολιτική, οικονομική, πολιτισμική, κρίση αξιών, κρίση ανθρώπινης, αλίμονο, επιβίωσης. Δουλειά του ποιητή είναι να ανάβει ένα κερί μέσα στο σκοτάδι ή, αν προτιμάτε, ν' ανθοβολεί όπως λουλούδι σ' έναν κόσμο ζοφερής ιδιοτέλειας και ξηρασίας ή, ακόμη πιο ουσιαστικά, να μπορεί να κόβει ένα τριαντάφυλλο από τη λέξη «τριανταφυλιά» (η τελευταία εικόνα είναι δανεισμένη από τον Νίκο Καρούζο). Ο ρόλος του ποιητή είναι να καλλιεργεί την τέχνη του περιττού, με την ελπίδα ότι κάποτε οι άνθρωποι θ' αντιληφθούν πόσο μεγάλη ευλογία είναι η ποίηση, που του παρέχει τα μέσα και την πολυτέλεια να είναι πτωχός.
Οι τελευταίες ποιητικές συλλογές σας είναι πιο απαιτητικές για τον αναγνώστη. Γιατί νοιώσατε την ανάγκη αυτής της μεταστροφής; Πώς απαντάτε στην κριτική που δεχθήκατε για αυτή σας την επιλογή;
Δεν υπήρξε μεταστροφή αλλά μετεξέλιξη. Ως προς τη σχέση μου με την Ποίηση, παραλλάζοντας το βιβλικό, θα έλεγα ότι «εν αυτή ζω και είμαι και κινούμαι». Για μένα όλες οι στροφές, όχι μεταστροφές (θυμηθείτε, παρακαλώ, και τη Στροφή του Σεφέρη), αποτελούν τη φυσική συν-έχεια και τη συνέπεια των ποιητικών μου αναβαθμών. Αν κάποιοι αδυνατούν να με παρακολουθήσουν, ή μάλλον με βλέπουν και με κρίνουν από την άλλη όχθη, αυτό ενισχύει περισσότερο σε μένα μια αίσθηση ταυτότητας, καθώς με βοηθά να αυτοπροσδιορίζομαι εν σχέσει προς εκείνους. Να είναι καλά οι ευεργέτες αυτοί!
Συχνά αναφέρεστε σε αρχαιοελληνικούς μύθους στην ποίησή σας. Ποια η σημασία του μύθου για εσάς αλλά και για το σύγχρονο άνθρωπο;
Ο μύθος αισθάνομαι πως είναι μια άλλη πραγματικότητα, ίσως πραγματικότητα δευτέρου και τρίτου βαθμού, εφόσον συχνά συμπλέκεται άλλος μύθος εντός μύθου. Ακριβέστερα, ο μύθος είναι το παιχνίδι μου, η μάσκα μου, η περσόνα μου, οι παραλλαγές του κόσμου και της ιστορίας, ένας τρόπος να λέγω και να κρύβω ταυτόχρονα, ή τελοσπάντων μια ανεξάντλητη μέθοδος να κάνουμε τα πράγματα να «σημαίνουν». Με μύθους μίλησαν οι αρχαίοι, με μύθους, παραβολές και παραμύθια ο Θεός και τα τέκνα του οι άνθρωποι. Όταν δυσκολεύομαι να βρω μιαν άκρη, καταφεύγω στο μύθο που λέει πολύ περισσότερα από την ίδια την ιστορία. Γιατί βαθιά κεκρυμμένες μέσα του βρίσκονται οι αρχέγονες ουσίες και οι ανεξιχνίαστοι συνδυασμοί ανεκδήλωτων ακόμη και μυστικών εννοιών. Συχνά προχωρώ με τη διαίσθηση αναπλάθοντας το μύθο κατά το δοκούν, έτσι ώστε αυτός ν' αποκτά μια πρωτεϊκή χροιά. Η αριστοτελική διαπίστωση, ότι ο μύθος είναι φιλοσοφικότερος από την ιστορία, επαληθεύει την ισχύ του μύθου και στην εποχή μας που δέχεται μεγάλη πίεση της ιστορίας. Η υπέρβαση της ιστορίας μέσω του μύθου αποδεικνύει ότι ο άνθρωπος έχει την ιδιότητα να καθιστά αληθινές και να ανανεώνει τις μυστηριακές πηγές ενεργείας του.
Πολλάκις αναφέρεστε στο μύθο του Ορέστη και των Ατρειδών. Ποια η σημασία του συγκεκριμένου μύθου για εσάς;
Ο κύκλος των Ατρειδών, η Κλυταιμνήστρα, ο Αγαμέμνων, ο Ορέστης, είναι οντότητες υπαρκτές-κάτι δηλαδή που προϋπήρξε και υπάρχει και που θα συνεχίσει να υπάρχει ως αδιάλειπτη ροή ζωής. Το ουσιώδες είναι να ζούμε συντροφιά με αυτούς, ως ανάμνηση ενός μελλούμενου κόσμου στο τώρα και στο διηνεκές. Μπορεί να φαντάζει ως παραδοξολογία, όμως ο μύθος αυτός, όπως και κάθε μύθος, εμπεριέχει τη δυνατότητα της αναίρεσής του στο όνομα πάντα μιας αλήθειας που τον διεκτείνει, τον διαβιβρώσκει και τον ξεπερνά. Το σταθερό ζητούμενο είναι η «ανθρώπινη κατάσταση».
Τι σημαίνει για εσάς η λέξη «Αμμόχωστος»;
Όχι φυσικά μια πόλη χωσμένη στην άμμο, ή «ολάκερη μια πόλη μες στο κρατητήριο», καταπώς λέω σ’ ένα στίχο μου, αλλά ακριβώς η ανάληψη της πόλης και η τοποθέτησή της στη Βασιλεία των Ουρανών, όπου κανένα βέβηλο χέρι δεν θα μπορούσε πια να την αγγίσει. Άχραντη και αμόλυντη, ωσάν την άνω Σιών της Αποκάλυψης του Ιωάννη. Έγραψα για την πόλη ένα βιβλίο προσδοκώντας να περισώσω τον μαθηματικό της τύπο και συνάμα να υψώσω πάνω από αυτήν μια προστατευτική αιγίδα που ν' αποτρέπει κάθε κακό. Πάσχισα επίσης να αποδώσω την ανθρωπογεωγραφία του συγκεκριμένου χώρου και μέσω αυτού ένα ευρύτερο συμβολισμό για όλη την κατεχόμενη πατρίδα. Είδα την πόλη ως όραμα, πέρα από το κέλυφός της για το οποίο μιλούν οι πολιτικοί μας. Είδα την ψίχα της και την ψυχή της, είδα την έγερση και την ανάστασή της, χωρίς να παρορώ λάθη, ασχήμιες, παλινωδίες, αλλά και ζητήματα που σχετίζονται με την υπαρξιακή διάσταση του ανθρώπου. Τι άλλο να σας πω για την Αμμόχωστο; Μην ανοίγετε το κουτί με τα αρώματα.
Ποια η γνώμη σας για τα λογοτεχνικά βραβεία;
Τα θεωρούσα μέχρι τώρα ως στοιχειώδη θεσμό κρατικής υπόστασης, αλλά το θέμα χρήζει περαιτέρω προβληματισμού, γιατί στον μικρό μας τόπο όλοι πήραν τα παράσημά τους (υπάρχουν λογοτέχνες που βραβεύτηκαν κατ’ επανάληψη, πράγμα που οδηγεί, πιστεύω, σε αδιέξοδο). Άσχετα προς τη μορφή που θα πάρει μελλοντικά ο θεσμός, το ίδιο το βραβείο κάνει καλό στους δημιουργούς και στρέφει το φακό προς το έργο τους. Είπα φακό, δεν είπα όμως και προσοχή, γιατί μόλις σβήσει ο φακός και ο θόρυβος για το «σκάνδαλο» της βράβευσής, ή μη, ενός έργου, αυτό κατά κανόνα λησμονιέται στη γωνιά. Συμπέρασμα: Βραβευμένο είτε όχι, το βιβλίο στην Κύπρο δεν κατέχει το κέντρο της πνευματικής μας ζωής.
Αν αποφασίζατε να απομονωθείτε τι θα παίρνατε μαζί σας;
Χωρίς δεύτερη σκέψη, τον Όμηρο, τη Βίβλο, τους αρχαίους τραγικούς, τον Πλάτωνα και τον Αριστοφάνη. Ακόμη και δυο λεξικά της αρχαίας και νεότερης ελληνικής γλώσσας. Υπάρχουν βέβαια σπουδαιότατα έργα που ανήκουν στον δικό μου λογοτεχνικό κανόνα, δεν τα χωρά ωστόσο το νησάκι μου.