Labels

Monday, March 9, 2015

Το σχόλιο της Δευτέρας: Το σκάκι και "τοῦτο τὸ βραχύ, τὸ βομβοῦν" του Αισώπου - Καλή βδομάδα!



Περιδιαβαίνοντας ένα πάρκο της Γενεύης, ένα υγρό, φθινοπωρινό απομεσήμερο του Νοεμβρίου, βρίσκομαι μπροστά σε τεράστιες υπαίθριες σκακιέρες με τα κατασκευασμένα από πλαστικό, πανάλαφρα πιόνια τους. Παρέες παρέες άνθρωποι, ντυμένοι τα ζεστά χειμωνιάτικα ρούχα τους, παίζουν σκάκι. Μπαίνουν και περπατούν στη σκακιέρα προκειμένου να μετακινήσουν ένα άλογο ή μια βασίλισσα, ή την περιτριγυρίζουν για να έχουν συνολική εικόνα του παιχνιδιού, συζητούν μεταξύ τους ή προβληματίζονται μένοντας σκεπτικοί για λίγο, προκειμένου να κάνουν την επόμενη κίνηση. 
Το σκάκι δεν καλλιεργεί μόνο τη σκέψη και τη στρατηγική της, αλλά είναι κι ένα παιχνίδι ανοιχτό σε όλα τα ενδεχόμενα. Δε νικά υποχρεωτικά ο βασιλιάς κι η βασίλισσα. Το αξίωμά τους διόλου δεν τους προστατεύει. Όλα είναι ζήτημα τακτικής του παίκτη που τους χειρίζεται κι αν κάνει τη σωστή κίνηση, αυτή τον οδηγεί στην νίκη, ακόμα και μέσω ενός απλού στρατιώτη. Το κινητικό αυτό παιχνίδι του μυαλού και των χεριών, στην προκειμένη περίπτωση, στο ύπαιθρο, γίνεται ακόμη κινητηκότερο. Εδώ κινείται υποχρεωτικά και ολόκληρο το σώμα του παίκτη. Η κίνηση είναι το βασικότερο χαρακτηριστικό της ζωής που ρέει διαρκώς. Η παραίτηση στην οποία οδηγεί η νωθρότητα με αποτέλεσμα την ακινησία, ταιριάζει μόνο στο θάνατο. Το παραμύθι του Αισώπου "το λιοντάρι, ο Προμηθέας και ο ελέφαντας" περιγράφουν παραστατικά τις δύο ψυχικές καταστάσεις που εκφράζονται πάντα και σωματικά.


"Κατηγορούσε πολλές φορές τον Προμηθέα, το λιοντάρι, πως τον έπλασε μεν μεγάλο και ωραίο και δυνατότερο απ' όλα τα θηρία, αλλά "ενώ είμαι τέτοιος" του έλεγε "φοβάμαι τον πετεινό". Κάποτε, ο Προμηθέας του είπε: "Γιατί μάταια με θεωρείς υπαίτιο; Από τα δικά μου, έχεις όλα όσα μπορούσα να σου δώσω, η ψυχή σου μόνο ευθύνεται που είναι μαλθακή". Μοιρολογούσε, λοιπόν, τον εαυτό του το λιοντάρι, και ντροπιασμένο για τη δειλία του, στο τέλος θέλησε να πεθάνει. Έχοντας πια πάρει αυτή την απόφαση, συναντά τον ελέφαντα και βλέποντας τον να κουνά διαρκώς τ' αφτιά του, "τι έπαθες;" τον ρωτα "και γιατί δεν αφήνεις ούτε για λίγο τ' αφτιά σου ακίνητα;". Και ο ελέφαντας, που κατα τύχη εκείνη τη στιγμή τριγυριζόταν από ένα κουνούπι, "βλέπεις" του λέει "τούτο το μικρό και βουερό; Αν μπει μέσα στ' αφτί μου, πέθανα". Και το λιοντάρι, τότε, είπε: "γιατί, λοιπόν, εγώ να πεθάνω; Θα πρέπει να είμαι τόσο ευτυχέστερος από τον ελέφαντα όσο καλύτερος ειναι ο πετεινός από το κουνούπι".

Αν και ο μύθος αυτός που διαπραγματεύεται το φόβο, τελειώνει απλώς με το αίσθημα υπεροχής του λιονταριού μπροστά σ' ένα άλλο ζώο, που αν και το υπερβαίνει τόσο σε μέγεθος, ωστόσο φοβάται ένα πλάσμα κατά πολύ μικρότερο του κόκορα, που αποτελεί το φόβο του λιονταριού, η "λύση" του μύθου δεν είναι στο φινάλε του. Η λύση  είναι αυτή που έχει εφεύρει ο ελέφαντας για να ξεπερνά το φόβο του, αλλά και να γλυτώνει από τον κίνδυνο που ελλοχεύει. Η λύση  είναι αυτή που χρήζει κάποιον νικητή στο σκάκι: 
Η σωστή κίνηση.

Όλοι έχουμε φόβους και για όλους μας υπάρχουν κίνδυνοι -πραγματικοί ή φανταστικοί-, ανεξάρτητα των προσόντων που διαθέτουμε. Πρώτη προϋπόθεση της λύσης τους είναι η συνάντηση με τον άλλον. Ερχόμενοι στο φως οι φόβοι μας πάντα χάνουν το πρώτο τους τρομακτικό μέγεθος. Αποκτούν πιο πραγματικές διαστάσεις. Και η πραγματική διάστση της πηγής του φόβου είναι σχεδόν πάντα σαν το κουνούπι "τούτο το βραχύν, το βομβούν" που στα μάτια μας όμως μοιάζει τεράστιο σαν βουνό και στ' αφτιά μας ακούγεται σαν κανόνι... Το επόμενο βήμα είναι να ανακαλύψουμε τη σωστή κίνηση, προκειμένου να τους νικήσουμε. Είναι δεδομένο πως μέχρι να τη βρούμε, οι κινήσεις μας θα είναι όλες λανθασμένες. Έχει όμως σημασία να την επιζητούμε και να μην πάψουμε να τη γυρεύουμε. Να μην σταματούμε ποτέ να κινούμαστε. Και ακόμα και εάν η κίνηση δεν μπορεί να ξεκινήσει από την ψυχή, που μπροστά στον κίνδυνο και στο φόβο συχνά παραλύει, κινητοποιούμενο το σώμα, ακόμη και ερήμην της, μπορεί βγάλει και την ψυχή σε ξέφωτο θάρρους και ελπίδας. Δηλαδή, νίκης...




Ο μύθος του Αισώπου στο πρωτότυπο:

Λέων κατεμέμφετο Προμηθέα πολλάκις, ὅτι μέγαν αὐτὸν ἔπλασεν καὶ καλὸν καὶ τῶν ἄλλων θηρίων δυνατώτερον∙ «τοιοῦτος δὲ ὤν», ἔφασκε, «τὸν ἀλεκτρυόνα φοβοῦμαι». Καὶ ὁ Προμηθεὺς ἔφη: «Τί με μάτην αἰτιᾷ; Τὰ γὰρ ἐμά πάντα ἔχεις, ὅσα πλάττειν ἐδυνάμην∙ ἡ δέ σου ψυχὴ πρὸς τοῦτο μόνον μαλθακή ἐστί». Ἔκλαιεν οὖν ἑαυτὸν ὁ λέων καὶ τῆς δειλίας κατεμέμφετο καὶ τέλος ἀποθανεῖν ἤθελεν. Οὕτω δὲ γνώμης ἔχων ἐλέφαντι περιτυγχάνει καὶ ὁρῶν διαπαντὸς τὰ ὦτα κινοῦντα, «Τί πάσχεις», ἔφη, «καὶ τί ποτε οὐδὲ μικρὸν ἀτρεμεῖ σου τὸ οὗς;» Καὶ ὁ ἐλέφας κατὰ τύχην περιπτάντος αὐτῷ κώνωπος, «Ὁρᾶς», ἔφη, «τοῦτο τὸ βραχύ, τὸ βομβοῦν; Ἢν εἰσδύνῃ μου τῇ τῆς ἀκοῆς ὁδῷ, τέθνηκα». Καὶ ὁ λέων, «Τί οὖν ἔτι ἀποθνήσκειν», ἔφη, « με δεῖ τοσοῦτον ὄντα καὶ ἐλέφαντος εὐτυχέστερον, ὅσον κρείττων κώνωπος ὁ ἀλεκτρυών;»

No comments:

Post a Comment

Σχόλια