Labels

Thursday, March 19, 2015

Καλό ταξίδι θεία μου...


Εκείνον τον καιρό για να μπει άνθρωπος στα ψηλοκρεμαστά μοναστήρια, έριχναν οι καλόγεροι το δίχτυ να τον ανεβάσουν. Τα χρόνια πέρασαν. Είπαν πως η επιστήμη και η τεχνολογία προόδευσαν. Εκείνα τα δίχτυα αχρηστεύτηκαν. Έμεινε μόνο ένα. Όσα χρόνια κι αν πέρασαν κι όσα άλλα κι αν περάσουν, όσο κι αν προοδεύσει ο ανθρώπινος πολιτισμός στ' αλήθεια ή στα ψέμματα, αυτό το δίχτυ θα 'ναι πάντα ίδιο εκτελώντας την ίδια πάντα αποστολή. Το κατεβάζει όποτε θέλει ο Καλόγερος του σύμπαντος από το Μεγάλο Μετέωρο τ' ουρανού. Σαν έρθει η ώρα του ανθρώπου, στο δίχτυ αυτό, που 'ναι από μάλαμα κι ασήμι άυλο φτιαγμένο, θα μπει η ψυχούλα για να ταξιδέψει συνοδευόμενη απ' τους φωτεινούς αγγέλους.

Χθες βραδυ το δίχτυ αυτό πήρε τη θεία μας τη Μαρίκα. Ήταν η αδερφή της κυρά Καλλιόπης, της πεθεράς που δυστυχώς δε γνώρισα κι έμεινα να τη σκέφτομαι πάντα με αγάπη, γιατί δε βρέθηκε άνθρωπος που να την ήξερε και να μη μου την παίνεψε ξεχωριστά. Ήτανε όμορφη, λαμπερή, πάντα χαμογελαστή, ευφιέστατη, φιλόξενη, εγκάρδια. Κι έφυγε στα σαράντα έξι της, -τόσο νωρίς. Ο Θεός να την αναπαύει.
Η Μαρίκα ήταν η τελευταιά της οικογένειας της πεθεράς μου. Τους είδε όλους έναν έναν να πεθαίνουν. Τον άντρα της, όταν ακόμα η ίδια ήταν σαρανταεφτά χρονών, και μετά τους γονείς τους και όλα τ' αδέρφια της. Παρηγοριά της έμεινε ο μοναχογιός της και τα δυο εγγόνια της, στην ηλικία των παιδιών μου.
Ήταν μια γυναίκα με πολύ ισχυρή προσωπικότητα, όμορφη και κοκέτα. Μέχρι πριν ελάχιστα χρόνια τη θυμάμαι με τα καπελάκια της, τα φουλάρια της, τα σκουλαρίκια της, ντυμένη στην τρίχα, κομψότατη. Ζούσε κοντά μας, πίσω απ' τα κάστρα, λίγο πιο κάτω από τους αγίους Αναργύρους. Μεγαλώνοντας απέκτησε στενή σχέση με την εκκλησία. Πήγαινε και εκδρομές με την ενορία, είχε τις φιλενάδες της, κι όταν την παίρναμε τηλέφωνο και της λέγαμε να έρθει, πάντα απαντούσε: δεν προλαβαίνω, το σπίτι ξεκινάει! Κάθε μέρα το σπίτι της ξεκινούσε... Κάθε μέρα το καθάριζε από πάνω ως κάτω. Κι όλο μερεμέτια και βαψίματα.
Η θεία Μαρίκα ήταν από κείνες τις παλιές γυναίκες που είχαν για όλα και για όλους έννοια. Δεν της ξέφευγε τίποτα. Δεν επιτρέπονταν να της ξεφύγει. Ήθελε να τα ξέρει όλα και να έχει σε όλα λόγο. Κι αν αυτό τα περασμένα χρόνια δημιουργούσε κάποτε προβλήματα, τα τελευταία, είχε εκπαιδεύσει πολύ τον εαυτό της στο να ακούει. Μπορεί να είχε άλλη άποψη και να την έλεγε, μα αν ο συνομιλητής της υποστήριζε τ' αντίθετα, τον άκουγε και προσπαθούσε να τον καταλάβει, δίχως να επιμένει στα δικά της. Δε θύμωνε πια, δε φώναζε, δεν μάλωνε. Γι' αυτό και είχε πολύ στενή σχέση και με τους εγγονούς της, που της έλεγαν τα δικά τους, αλλά και με τ' ανίψια της, τα πρώτα και τα δεύτερα.
Μ' έπαιρνε συχνά τηλέφωνο. Νομίζω πως με συμπαθούσε πολύ. Με ρωτούσε τα δικά μου, αλλά και όλης της οικογένειας τα νέα. Αν το έκανε κάποιος άλλος, δε θ' απαντούσα εύκολα κι ίσως να μ' ενοχλούσε κιόλας. Γίναμε τόσο ευαίσθητοι και ευπαθείς στην παραβίαση των προσωπικών ορίων μας οι σύγχρονοι άνθρωποι, σε σημείο να καταντούμε αυτιστικοί. Απαντούσα με ειλικρίνεια και της έλεγα πολλά, γιατί ένιωθα την πραγματική της έννοια. Στο κάτω κάτω πόσοι άνθρωποι μας έμειναν να μας ρωτούν γι' αυτά που περνάμε; Στις μέρες μας φτάσαμε την αδιαφορία να τη βαφτίζουμε με ωραίες λέξεις, ευγένεια και διάκριση. Πόσοι μας μας χαρίζουν το χρόνο τους και ενδιαφέρονται για τη ζωή μας με τόση αγάπη;
Πριν δέκα μέρες μάθαμε πως αρρώστησε. Ανησυχήσαμε και μιλήσαμε με το γιο της. Πήγαμε την περασμένη Τετάρτη να τη δούμε κι ευτυχώς που πήγαμε όλη η οικογένεια. Είχε διαύγεια και κάναμε μια ωραία συζήτηση για τα παλιά, παρόλο που γι' αυτά ποτέ δεν ήθελε να μιλάει. Τετραπέρατη γυναίκα. Μιλούσε, μα αν άκουγε παραπέρα ψιθύρους, συνέχιζε να μιλά, αλλά το μάτι της κοιτούσε εκεί που δεν άκουγε τι λένε. Μέσα σ' αυτή τη διαύγεια, διατηρούσε μια ωραία σύγχιση να νομίζει πως βρίσκεται στο σπίτι της. Πολλές φορές έλεγε "να, κοιτάξτε εκεί τις φωτογραφίες, θα τους δείτε όλους" ή "φέρε μου την πετσέτα μου από το συρτάρι". Τι όμορφο που ήταν αυτό. Ήταν ογδονταπέντε χρονών. Όταν το είπε, δεν το πίστεψα. Ποτέ δε σκέφτηκα αυτή τη γυναίκα σαν ηλικιωμένη. Τόση ζωντάνια είχε. Εδώ και τρεις μήνες δυσκολευόταν πολύ να περπατήσει. Έλεγε πως είναι από τη μέση. Δεν τη διέψευσε κανείς. Ο γιος της πήγε κι έμεινε κοντά της αυτούς τους μήνες. Έκανε εξετάσεις, μα δεν έδειχναν τίποτα. Τελικά, μια αξονική στο κεφάλι έδειξε όγκο. Το ζήτημα ήταν πόσο και πότε θα μεγαλώσει. Λίγο να μεγάλωνε θα πέθαινε ακαριαία. Ο γιος της δεν της το είπε. Θα το έπαιρνε πολύ βαριά. Όλη η οικογένειά της από καρκίνους έφυγε. Καλύτερα να πίστευε πως ήταν απ' τη μέση και πως οι γιατροί δεν ξέρουν τι τους γίνεται και δεν μπορούν να βρουν επιτέλους τι έχει.
Ψες βράδυ έκανε εμετό, τρόμαξαν οι γιατροί, τη μετέφεραν στο Παπανικολάου. Μέχρι να κάνει τις εξετάσεις, το δίχτυ άδραξε την ψυχούλα της για το "Μεγάλο Μετέωρο"...

Η κηδεία έγινε στο Ασβεστοχώρι. Ο γιος της που μένει εκεί, ήθελε να την έχει κοντά του. Ένας νεαρός ιερέας κι ένας ηλικιωμένος τέλεσαν την κηδεία. Μου έκανε βαθιά εντύπωση ο ηλικιωμένος. Είχε έναν τρόπο τόσο αγνό, τόσο εγκάρδιο στις εκφωνήσεις, που ο νους μου έτρεξε στις Παπαδιαμαντικές διηγήσεις. Θα μπορούσε να ήταν και βοσκός, σκέφτηκα. Θα ήθελα να έπαιρνα και την ευχούλα του.
Πήγαμε στα μνήματα της Εξοχής για την ταφή. Εκεί ήρθε μόνον ο ηλικιωμένος ιερέας. Χιόνιζε. Απαλές νιφάδες χόρευαν αργά σαν σκόνες που τινάζονταν απ' τα φορέματα ιεροπρεπών αγγέλων γύρω απ' το θυμίαμα.
Για τον καφέ πήγαμε σ' ένα μαγαζί κοντά στο νοσοκομείο Παπανικολάου. Ξαφνικά, βλέπω τον παππούλη μπροστά μου. Πήρα την ευχούλα του που τη λαχταρούσα και πιάσαμε κουβέντα. Θα πρέπει να ήταν μεγαλύτερος απ' τον πατέρα μου, αλλά κρατιόταν πολύ καλά. Παπα Βασίλη τον έλεγαν κι είχε δυο μάτια γαλανά από καθαρό ατλάζι. Τον ήξερε τον μπαμπά μου. Μου είπε τόσο καλά λόγια που με συγκίνησε. Όχι, δεν ήταν βοσκός, ούτε αγράμματος. Γυμνασιάρχης ήταν και υπηρέτησε και στους αγίους Πάντες και κατόπιν σαράντα δύο χρόνια στο Ασβεστοχώρι. Τον μπαμπά τον γνώριζε κι απ' τα σχολεία. Μου περιέγραψε με θαυμασμό μια εικόνα του πατέρα μου με τους μαθητές του που εγώ δεν τη γνώριζα. Ποτέ ο μπαμπάς δε μιλούσε για τη δουλειά του στα σχολεία. Ήξερε καλά και τη θεία Μαρίκα, κι ας την έλεγε συνέχεια Μαρία στην κηδεία, μάλλον γιατί έτσι έπρεπε. Φεύγοντας μου είπε: "Να πεις στον μπαμπά σου να μου δώσει την ευχή του, κι εγώ του δίνω τη δική μου". Πόσο γλυκό...
Κάθισα στο τραπέζι των εφήβων κι άφησα τους μεγάλους. Ήταν κι ο ανιψιός μου που δεν τον βλέπω συχνά κι ήθελα να τον χαρώ. Στο τέλος πρότεινα σε όλα τα παιδιά να έρθουν στο σπίτι. Να γνωρίσω κι εγώ καλύτερα τα εγγόνια της θείας, να κάνουν όλα μαζί παρέα, να ξεκουραστεί λίγο κι ο γιος τής συγχωρεμένης με τη γυναίκα του που τόσο κουράστηκαν. Κι έτσι, έκλεισε τούτη η μέρα. Μ' ένα τραπέζι για τα παιδιά που πάντα ήθελε κι η θεία να κάνει και δεν πρόλαβε. Νομίζω πως θα χάρηκε πολύ. Και σίγουρα θα χάρηκε, αφού τόσο το χαρήκαμε κι εμείς και τόσο τη μνημονέψαμε.

Νύχτωσε. Ανάβω ένα κεράκι και το αποθέτω στο εικονοστάσι. Το φως του να φέγγει το δρόμο, αν τύχει κι είναι σκοτεινός ο δρόμος για κει πάνω. Αναπαυμένη να είναι κι ο Καλόγερος του σύμπαντος κόσμου, αφού την κρατήσει πρώτα λίγο στην αγκαλιά Του, να την αποθέσει ύστερα δίπλα στον άντρα της και στ' αδέρφια της στην καινούργια γειτονιά τους... 

1 comment:

Σχόλια