Έχω αρκετό χρόνο για το ραντεβού μου, ή έτσι τουλάχιστον νομίζω γιατί αν θέλουμε να είμαστε σοβαροί αυτό είναι κάτι που ποτέ δε γνωρίζουμε εκ των προτέρων και συχνά αποδεικνύεται πως δεν είχαμε καθόλου χρόνο και μετανιώνουμε πικρά που σπαταλήσαμε τις στιγμές μας άδικα. Λέω να κάνω μια βόλτα στο παλιό λιμάνι, εκεί που τώρα είναι το Λιμενικό. Είναι ένα συννεφιασμένο μουντό απόγευμα, λεπτές ψιχάλες με χαϊδεύουν, διασχίζω τα παλιά μοναχικά κτίρια βαδίζοντας σ' ένα τοπίο άγνωστο. Αριστερά μου υψώνονται συρματοπλέγματα, δεν μπορώ να κατέβω μέχρι τη θάλασσα του Θερμαϊκού που λαχταρώ.
Προχωρώ προσδοκώντας να βρω μια είσοδο, προχωρώ για ώρα που εξαιτίας της προσδοκίας μου μοιάζει αιώνας. Πάνω στα συρματοπλέγματα κάποια άλλα σύρματα τυλίγονται και ταμπέλες προειδοποιούν πως είναι ηλεκτροφόρα, κίνδυνος θάνατος. Όταν θα ήμουν πολύ μικρή και δε θα ήξερα να διαβάζω μπορεί και να τα ακουμπούσα εν αγνοιά μου, αν θα τα έφτανα, που μάλλον δε θα τα έφτανα. Όταν θα είχα μάθει ανάγνωση πάλι θα προσπαθούσα να τα ακουμπήσω γιατί δε θα πίστευα αυτό που γράφουν λόγω έλλειψης εμπειρίας της ηλεκτροπληξίας. Όταν θα ήμουν έφηβη μπορεί και να τους έριχνα κάποιο αντικείμενο ώστε να βεβαιωθώ πως λένε την αλήθεια. Λίγο μεγαλύτερη μάλλον θα μ' άφηναν παντελώς αδιάφορη γιατί ούτε που θα μ' ένοιαζαν τα ηλεκτροφόρα αυτά σύρματα. Τώρα όμως περπατώ ήσυχα, γνωρίζω πως πιθανότατα λένε αλήθεια οι ταμπέλες, χαμογελώ μ' αυτούς που θεώρησαν σκόπιμο να με τρομάζουν ή έστω να με προστατεύουν, τους δικαιολογώ, και συνεχίζω. Κάνω σχεδόν όλο τον κύκλο του λιμανιού μέχρι που βρίσκω μια διάπλατα ανοιχτή είσοδο και μπαίνω μέσα. Διαισθάνομαι πως απαγορεύεται να μπω, αλλά δεν το λέει πουθενά και δεν είναι και κανείς εκεί για να ρωτήσω, πράγμα που έτσι κι αλλιώς δε θα το 'θελα. Ακούω απ' το βάθος φωνές ανθρώπων που δε φαίνονται στον ορίζοντα. Προχωρώ επιβραδύνοντας το βήμα μου. Ένα μικρό άσπρο αυτοκίνητο έρχεται προς το μέρος μου κι ο οδηγός κατεβάζει το παράθυρο και με ρωτά τι θέλω, αν ψάχνω κάτι. Απροετοίμαστη για ην ερώτηση απαντώ: θέλω μόνο να φωτογραφήσω τους γερανούς, μήπως δεν επιτρέπεται; Δεν ξέρω, μου απαντά, εδώ είναι το Λιμενικό, κανονικά απαγορεύεται, ρώτα κιόλας αν δεις κανέναν. Αυτά λέει και φεύγει. Εγώ συνεχίζω.
Εδώ είναι ένας άλλος κόσμος, ένας άλλος χρόνος, ένα τοπίο που σε κάνει να νιώθεις όμορφα μοναχικός σαν να κοιτάς τον εαυτό σου σε παμπάλαιη ασπρόμαυρη φωτογραφία περικυκλωμένος από ανθρώπους και σπίτια που δε ζούνε πια. Στίβες από παλιοσίδερα σαν χαλασμένα παιχνίδια αχρείαστα, σάπιες βάρκες που κάποτε θα γέμιζαν φρέσκα ψάρια και γέλια, μόχθο και θάνατο, εξαρτήματα σκουριασμένα από φαγάνες με τις οποίες θα έπρεπε να έπαιζαν κάποτε οι γίγαντες στις αμμουδιές πριν μπαζωθεί το λιμάνι. Το γεγονός ότι όλα αυτά δεν είναι στριμωγμένα, αλλά μέσα στον άπλετο χώρο το καθένα έχει τη δική του θέση στη μνήμη του τοπίου, τα κάνει όλα περισσότερο να μοιάζουν με έργα τέχνης μιας περασμένης ζωής, παρά με ευκαταφρόνητα παλιοσίδερα.
Πλησιάζω τους γερανούς. Αυτά τα τόσο άχαρα, αλλά και τόσο γοητευτικά μηχανήματα που θα μπορούσαν να αναπαριστούν ανθρώπους σε πίνακα μεγάλου ζωγράφου. Αυτοί φαίνονται ζωντανοί, καινούριοι, λειτουργικοί, ακμαίοι. Έτσι φαίνονται, αλλά δε γνωρίζω αν είναι όπως φαίνονται. Οι γερανοί. Τόσο λεπτοί, σχεδόν από αραχνούφαντο μέταλλο, κι όμως τόσο δυνατοί. Μπορούν να σηκώσουν το πιο βαρύ φορτίο. Να το πάρουν απ' τη γη και αργά, πάντα αργά, και ήσυχα, πάντα ήσυχα, να το σηκώσουν ως τον ουρανό και μετά να το αφήσουν μέσα σ' ένα πλοίο για να ταξιδέψει και σε κάποιο άλλο λιμάνι να το πάρει μετά άλλος γερανός, να το σηκώσει και πάλι, για να το κατεβάσει στον προορισμό του. Σαν τη ζωή και σαν τον έρωτα. Μήπως ζωή και έρωτας δεν είναι ένα και το αυτό; Ακριβώς έτσι, είτε ζωή το πεις, είτε έρωτα. Σε παίρνει απ' τη γη, απ' το χώμα σου, και σου δίνει φτερά, στα ουράνια σε πάει, μέχρι να σ' αφήσει εκεί που είναι η θέση σου, στο συγκεκριμένο πλοίο που πηγαίνει στον συγκεκριμένο προορισμό για να ταξιδέψεις με μπουνάτσες και μελτέμια μέχρι να φτάσεις. Πού να φτάσεις; Θα το μάθεις στο τέλος του ταξιδιού. Ίσως στο τέλος της ζωής σου. Εκεί που θα σε πάρει άλλος γερανός για να σε πάει ακόμα πιο πέρα. Μετά το τέλος της ζωής σου. Εσύ μόνο ένα πράγμα έχεις να κάνεις. Να είσαι παρών την ώρα που ο γερανός θα σε σηκώσει. Να είσαι παρών.
Σκέφτομαι τον απόστολο Θωμά. Στην πρώτη συναντηση των μαθητών με τον Χριστό, έλειπε. Απλώς έλειπε. Απουσίαζε. Δεν ήταν εκεί. Δεν ήταν παρών. Δεν ήταν με τ' αδέρφια του. Για κάποιο λόγο, για κάποιους λόγους, οπωσδήποτε δευτερεύουσας σημασίας, δεν πήγε στη συνάντηση. Ήταν απών. Τι θα πει ήτανε απών; Θα πει πως έδωσε προτεραιότητα σε πράγματα ή ανθρώπους που στην καρδιά του ήταν σε δεύτερη θέση. Κι όταν ήρθε η ώρα να πιστέψει δυσκολεύτηκε. Δυσκολεύτηκε διότι είχε μείνει πίσω. Είχε μείνει μόνος. Ο γερανός είχε ήδη σηκώσει όλους τους άλλους κι αυτός τα έβλεπε όλα από μια απόσταση που θόλωνε το βλέμμα της καρδιάς του. Έχει δίκιο ο κυρ Νίκος ο Πεντζίκης. Αμαρτία είναι η απουσία από το παρόν. Ποιο είναι όμως τέλος πάντων αυτό το παρόν; Ποιο άλλο μπορεί να είναι απ' το κέντρο της καρδιάς μας; Αυτό που απόλυτα μας αφορά με τρόπο αδιαμφισβήτητο, που δίχως αυτό δε ζούμε, που δίχως αυτό πεθαίνουμε κι ύστερα αρχίζουμε ν' αμφιβάλλουμε για την ίδια τη ζωή και για την καρδιά μας την ίδια, για τον έρωτά μας τον μεγάλο, τον παμέγιστο. Παρ' όλα αυτά ο Θωμάς πήγε έστω σ' αυτή τη δεύτερη συνάντηση, δε δίστασε κι ας είχε γεμίσει αμφιβολίες. Δεν απελπίστηκε. Πήγε. Κι αφού δεν ακούμπησε εν τέλει τα σημάδια απ' τα καρφιά στα χέρια του Κυρίου του, γιατί πίστεψε αμέσως; Ήταν το φως. Το φως που έλαμψε μέσα απ' τις τρύπες του σώματος του Χριστού, το φως της Θεότητας που τον αγκάλιασε, τον πλημμύρισε κι ενώθηκε με το δικό του φως, το φως της καλής του προαίρεσης. Όταν ο Θωμάς δεν πήγε στην πρώτη συναντηση είχε κλείσει τα κενά του είναι του με προφάσεις που τον απομάκρυναν από το απόλυτο παρόν του. Πηγαίνοντας στη δεύτερη συνάντηση όμως, είχε ήδη ανοίξει τρύπες στις βεβαιότητές του, στο θωρακισμένο του σώμα, τρύπες στην ίδια του την απουσία, τρύπες στη δυσπιστία του. Γι' αυτό και του προσφέρθηκε γενναιόδωρα η απόδειξη που πλέον δεν του χρειαζόταν. Γι' αυτό και το Φως πέρασε μέσα του και σαν γερανός τον ύψωσε στον ουρανό της πίστης.
Φεύγω απ' το παλιό λιμάνι αφού τραβώ λίγες φωτογραφίες. Καθώς προχωρώ δεν έχω καμιά βεβαιότητα πως έχω χρόνο, μα δε με νοιάζει κιόλας. Τόσο που απουσίασα στο παρελθόν απ' τη ζωή μου, που προσπαθώ να δίνομαι άνευ όρων στο παρόν, μήπως μου συγχωρέσει κάποτε την απιστία μου. Και φτάνω στο ραντεβού μου ακριβώς στην ώρα μου. Αγαλλίαση.
No comments:
Post a Comment
Σχόλια