Μέρες τώρα στην
πόλη βουϊζει η ίδια ευχή που πηγαινοέρχεται από στόμα σε στόμα, από καρδιά σε
καρδιά. Στους δρόμους, στα εμπορίκά, στα μέσα μαζικής μεταφοράς και στις λαϊκές
κάθε λογής άνθρωποι αποχαιρετιούνται ευχόμενοι ο ένας στον άλλον “Καλή
Ανάσταση”. Σε πείσμα του χρόνου που αρέσκεται να σβήνει τα χνάρια του
παρελθόντος, η Θεσσαλονίκη παραμένει βυζαντινή -ακόμα και εν αγνοία της. Δεν
ορίζουν οι κάτοικοι αυτή την πόλη όσο και να επεμβαίνουν, ό,τι κι αν κάνουν.
Αυτή τους ορίζει. Μυστικά, υπόγεια και αδιόρατα, κάτω απ’ τα τσιμέντα, πίσω απ’
τις αρχέγονες πέτρες, μέσα απ’ τους τρούλους με τα θαμπά τζάμια.
Ξημερώνει το
Μεγάλο Σάββατο. Οι ώρες τρέχουν υπερπηδώντας εμπόδια σωρό που προβάλλονται
αίφνης απ’ το πουθενά για να σκοντάψουν ανυποψίαστες επάνω τους λησμονώντας
προς τα πού πορεύονται για να πεθάνουν και να ξαναγεννηθούν. Ο ήλιος δύει
πνιγμένος στα σύννεφα, η νύχτα κρυώνει μέσα στη δυσπιστία της, οι κατάκοπες
ώρες σέρνονται πλησιάζοντας προς το τέλος τους. Πότε θα χτυπήσουν επιτέλους οι
καμπάνες; Πάμε να τις χτυπήσουμε.
Σχεδόν άδειος ο
ναός, λίγες ψυχές, πολλά καθίσματα, ο ιερέας μόλις μπήκε στο ιερό. Η
καταπράσινη αχνοφωτισμένη αυλή ήσυχη, τα μανουάλια έξω από το κάποτε
ορφανοτροφείο του άη Νικόλα μετακόμισαν προσωρινά από τον νάρθηκα για να μην
καπνιστούν κι άλλο οι τοιχογραφίες. Κάθομαι σε μια καρέκλα πλησίον της Ωραίας
Πύλης. Από κει μπορώ να κρυφοκοιτώ τους προγόνους μου. Αυτοί μου δίνουν θάρρος,
αυτοί με οδηγούν και με προφυλάσσουν. Είναι όλοι εκεί πάνω απ’ την αγία
Τράπεζα. Ψηλοί, αδύνατοι, ελαφρώς γερμένοι προς τον Δεσπότη Χριστό μέσα στα
λευκά τους φελόνια με τους μαύρους σταυρούς. Ξεθωριασμένοι απ’ τους αιώνες κι
όμως ολοζώντανοι οι τρυφεροί Πατέρες μας, ώρες ώρες θαρρώ πως περπατούν, πως
βγαίνουν από το Ιερό κι έρχονται κοντά μου. Τίποτα δε λέμε. Ούτε μου λεν ούτε
και τους λέω. Είναι αρκετό που είμαστε παρέα. Είναι υπέραρκετό.
Δεν παίρνω είδηση
για πότε ο ναός γεμίζει. Με ξυπνά το σβήσιμο των φώτων. Μικρά παιδάκια
πλησιάζουν με τις λαμπάδες υψωμένες μπροστά στην Πύλη. Υψώνω και τη δική μου. Η
βελούδινη κουρτίνα ανοίγει κι ο σωματώδης Ρουμάνος ιερέας με όλη του την ψυχή
και τη βροντερή φωνή του που θαρρείς έρχεται απ’ τα βοσκοτόπια της πατρίδας του
καλεί όλα τα πρόβατα: “Δεύτε λάβετε Φως”. Από λαμπάδα σε λαμπάδα κι από καρδιά
σε καρδιά μέσα σε ελάχιστο χρόνο το ασυγκράτητο Φως μάς φωτίζει όλους, αυξάνει,
πολλαπλασιάζεται, μας συμπεριλαμβάνει ώσπου στο τέλος μας περικλείει.
Ακολουθούμε τον ιερέα και τους ψάλτες προς την έξοδο. Πότε γέμισε η μεγάλη αυλή
τόσο κόσμο; Τόσο Φως πότε άναψε τόσες ψυχές λαμπάδες; Τρέμουμε, αδημονούμε,
αμφιβάλουμε. Μήπως δεν το ζήσουμε. Μήπως φέτος δε γίνει. Μήπως δεν προλάβουμε.
Όσο μεγαλώνω τόσο περισσότερο ανησυχώ. Δεν ξέρεις ποτέ ποια στιγμή θα διαλέξει
η ζωή να γλυστρίσει μέσα απ’ τα δάχτυλά σου. “Χριστός Ανέστη!” ψάλλει ο
ρουμάνος ιερέας και ποιμένας των προβάτων της αυλής του αγίου Νικολάου, και δεν
το χορταίνει. Χριστός Ανέστη, ψάλλουμε κι όλες οι αναμένες λαμπάδες ξανά και
ξανά και δεν το χροταίνουμε. Και όμως αναστήθηκε και πάλι. Και όμως πάλι το
ζήσαμε. Και όμως ήμασταν, είμαστε κι εμείς εδώ. Ζούμε ακόμα. Ξαναζούμε. Άλλο
ένα Πάσχα, άλλη μια Ανάσταση. Κάθε φορά αλλιώτικη και πάντα ίδια. Κάθε φορά
ίδια και καμιά φορά πολύ πιο βαθιά. Τόσο βαθιά που αισθάνομαι τις πλάκες του τάφου
μέσα στα σωθικά μου, και τον σεισμό που τις κάνει κομμάτια, και τον λίθο που με
ελευθερώνει απ’ τα σκοτάδια μου, τα βαριά μου πάθη, κι αφήνει το Φως να με
κλέψει. Αν μπει το Φως δεν μπορείς να του αντισταθείς. Σ’ αρπάζει και εύχεσαι
να μη σ’ αφήσει ποτέ. Ο ιερέας συνεχίζει
τις ευχές και το πλήθος σαλεύει. Μια βουή υψώνεται. Βουή που δονεί την
αυλή και τον ουρανό. Αγκαλιές, ασπασμοί, και το “Χριστός Ανέστη” από στόμα σε
στόμα κι από καρδιά σε καρδιά.
Μπαίνουμε στον ναό
ήσυχα ήσυχα. Πάλλονται τα ντουβάρια, χαμογελούν οι άγιοι και μαζί με τους
Πατέρες ξεκολλούν απ’ τα ντουβάρια και μας αγκαλιάζουν κι εμείς δεν ξέρουμε πώς
να εκδηλώσουμε τη χαρά μας. Πώς να χωρέσουμε τόση αγάπη, πού να την βάλουμε;
Ξεχειλίζει, μας υπερβαίνει, μας παίρνει και μας σηκώνει ψηλά. Παιδιά, δεκάδες
παιδιά που από μικρά έρχονταν εδώ, που σαν ορφανά ο άη Νικόλας χρόνια τα
φρόντιζε ταϊζοντάς τα στοργή και χαρά, είναι όλα εδώ σήμερα, δεκαοχτάχρονα,
εικοσάχρονα, εικοσπεντάχρονα λουλούδια ευωδιαστά που επιστρέφουν στον κήπο που
τ’ ανάθρεψε κι ακόμα τα θρέφει. Κι εμείς επιστρέφουμε και θέλουμε πάντα να
επιστρέφουμε εδώ, μέχρι να μάθουμε να μη φεύγουμε από δω ποτέ. Να ζούμε κάθε
μέρα με όλο μας το έίναι όλον αυτόν τον θάνατο και την τόση ανάσταση, μέχρι την
παντοτινή Ανάσταση που θα έχει αφήσει τον θάνατο απέξω, τιμωρημένο με το ένα
πόδι στη γωνία και μόνο του να τρώγεται με τον εαυτό του τον άχαρο.
Η Λειτουργία
τελειώνει. Βγαίνοντας τσουγκρίζουμε τα αβγά που μοίρασε ο ιερέας. Τα σπάμε και
το ευχαριστιόμαστε. Τα μικρά έχουν και αλατοπίπερο μαζί τους και το μοιράζουν.
Γελάμε, γελάμε με την καρδιά μας. Κι αυτό το γέλιο δεν είναι δικός μας, είναι
του Χριστού μας. Τον ευχαριστούμε και του ζητούμε να μας αξιώσει μια μέρα,
κάποτε, όταν το θελήσει, να γελάσουμε και μαζί με όλους όσους είναι στον ουρανό
και δεν τους χορτάσαμε, έφυγαν νωρίς και μας λείπουν, μας λείπουν πολύ, κι αυτό
το Πάσχα μας έλειψαν ακόμα περισσότερο κι ας τους νιώθαμε να φτερουγίζουν
ανάμεσά μας άγγελοι μωρά που δεν είδαμε το χρώμα των ματιών τους και τη φωνή
τους δεν ακούσαμε, άγγελοι παιδιά που δεν προλάβαμε να τους αγοράσουμε μια
σχολική τσάντα, άγγελοι ενήλικες που μια στιγμή τους εκσφενδόνισε στα πέρατα,
και γέροντες άγγελοι που δεν φροντίσαμε όσο θα θέλαμε. Καλή αντάμωση να έχουμε
όλοι αναστημένοι.
Χριστός Ανέστη!
Αληθώς Ανέστη Βασιλική μας. Ευαίσθητο κείμενο από μια ευαίσθητη ψυχή! Ο Άγιος να μαε έχει από κοντά. Γιατί και μεις "ορφανά" είμαστε στον έρμο τούτο κόσμο!
ReplyDeleteΜπάμπης
Από κοντά ο Άγιος, από κοντά κι εμείς, μέχρι να γίνουμε Ένα!
ReplyDelete