Labels

Wednesday, April 2, 2014

Οι ανθισμένοι άγγελοι και η Μαρία



Ξύπνησα τρεις φορές μέσα στη νύχτα. Ο νους μου και τις τρεις στη Μαρία έτρεξε. Ξανακοιμήθηκα, κουρασμένη όπως ήμουν. Ανοίγοντας κατά τις εφτά και μισή τα βλέφαρα ένιωσα το υπαινικτικό χάδι του απριλιάτικου ήλιου στο πρόσωπο να μπαίνει σαν κλέφτης μέσα απ' τις τρύλιες για ν' αρπάξει το πρώτο ξύπνημα του δέρματος. Χαμογέλασα ευχαριστημένη που για μια ακόμη μέρα ξύπνησα. Χαιρέτησα τους φίλους μου. Τη σταθερή συντροφιά μου. Αυτούς που είτε κοιμάμαι είτε ξυπνώ είναι πάντα εκεί. Με προσέχουν, με νοιάζονται, μου δίνουν την ευχή τους, με συγχωρούν ό,τι κι αν κάνω. 
Άνοιξα το παντζούρι. Πότε άνθισε αυτό το πλάσμα που δεν ξέρω ούτε τ' όνομά του; Μπορεί να το λένε Κοράλλι. Ναι, Κοράλλι το λένε. Όλο το χειμώνα είχε κρατήσει ένα του άνθος. Μόνο ένα. Σαν υπόσχεση στην υπομονή στο κρύο πως μια μέρα της άνοιξης θ' ανθίσουν κι άλλα, θ' ανθίσουν πολλά. Σαν την ολάνθιστη Μαρία. 
Σκέφτηκα χθες, ναι, νομίζω χθες, επιστρέφοντας από το Βόλο που σε Γυμνάσιο της Νέας Ιωνίας παρουσίασα τον Καλλίστρατο και τις περιπέτειες των χαρισμάτων, πως είναι πολλών λογιών οι άγγελοι. Χρυσοί, ασημένιοι, μεταξωτοί, ανθισμένοι. Μόλις σκέφτηκα τους ανθισμένους πλημμύρισα ευτυχία στην ιδέα αναρίθμητων φτερών γεμάτων από πολύχρωμα άνθη. Για φαντάσου ν' αλλάζουν τα φτερά τους οι άγγελοι ανάλογα με τις εποχές. Αν είναι έτσι, τότε τώρα που είναι άνοιξη θα είναι όλοι ανθισμένοι. Ο δικός μου πάντως σίγουρα είναι. 
Άνοιξα το skype. Είχα "ραντεβού" με παιδιά Δημοτικού σχολείου της Αστυπάλαιας, μικρά παιδιά, γλυκά παιδιά, γλυφυτζουράκια της ζωής, αγγελάκια. Ήθελαν να γνωρίσουν τη συγγραφέα του Κόκκινου κορδονιού που διάβασαν κι έκαναν μ' αυτό ένα σωρό πράγματα. Ρωτούσαν, ρωτούσαν, ρωτούσαν κι έλαμπαν. Προσπαθούσα ν' απαντήσω. Κι η Μαρία από κοντά. Εδώ. Στο πλάι μου. Τελειώσαμε τη τηλεδιάσκεψη. Μακάρι να μπορέσω να βρεθώ μια μέρα κοντά τους. Θέλουν και μουσική, συναυλία θέλουν. Πέρσυ διάβσαν Το παραμύθι της μουσικής, άκουσαν και το δίσκο. Θέλουν και τον Κυριάκο. "Να έρθουμε χειμώνα ή καλοκαίρι", τα ρώτησα. Καλοκαίρι είπαν όλα μ' ένα στόμα. Τι θα πουν τα παιδιά και μάλιστα της Αστυπάλαιας; Καλοκαίρι θα πουν, καλοκαίρι θα πάμε. Χαμογελά η Μαρία που όλα τα βλέπει κι όλα τ' ακούει. Που είναι κι εδώ, είναι κι εκεί, μαζί μου και μαζί τους. 
Τώρα έβαλα το ψωμί να γίνεται. Να βάλω και τις πατάτες να βράσουν. Δυο βήματα είναι πια το Πάσχα. Άρχισε να κοκκινίζει το βάθος του δρόμου που στοιχημένες περιμένουν οι μέρες τη σειρά τους. 
Ήμουν μικρή. Σαν τα παιδάκια της Αστυπάλαιας κι εγώ όταν πρωτοσυνάντησα τη Μαρία. Δε θυμάμαι πού ακριβώς. Σε κάποιο τοίχο, αλλά σε ποιον δεν ξέρω. Έμεινα να την κοιτώ σαν μαγεμένη. Ήταν αδύνατη σαν τα παιδιά της Αφρικής. Όλα της τα κόκκαλα φαίνονταν. Κι όμως ήταν τόσο συμπαθητική, τόσο ελκυστική και γοητευτική σαν τη λευτεριά που είναι απ' τα κόκκαλα βγαλμένη. 
Έφηβη την ξανασυνάντησα. Αυτό το θυμάμαι καλά. Πάλι σε τοίχο. Είναι κάτι άνθρωποι που κατοικούνε μόνιμα σε τοίχους. Τοίχους που μοσχοβολούν σαν τα πιο ευωδιαστά λουλούδια. Αιώνες μένουν όρθιοι και καθόλου δεν τους πειράζει. Εμείς εκεί τους βλέπουμε, αλλά η αλήθεια είναι πως αυτοί πολύ εύκολα ξεκολλούν και πηγαίνουν όπου θέλουν. Κυρίως όπου τους αγαπούν κι όπου ζητήσουν τη βοήθειά τους. Έτσι κι η Μαρία. Στα Μετέωρα ήταν, νομίζω στην εκκλησία του γυναικείου μοναστηριού, τον άγιο Στέφανο ή μήπως στο Μεγάλο Μετέωρο; Και νόμιζα πως τάχα θυμάμαι καλά... Πάλι τα μπερδεύω. Όμως όλα κι όλα. Αυτό που δεν μπερδεύω είναι αυτό που έζησα όταν την είδα ξανά. Κάτι είναι κι αυτό. Δράμι δεν είχε βάλει απ' την προηγούμενη φορά. Κι όμως πάλι έμεινα ώρα πολλή να την κοιτώ. Θαρρείς και με κρατούσε εκεί να κάνουμε παρέα.  Αρκετά αγότερα διάβασα τη ζωή της. Τότε κατάλαβα γιατί ήταν τόσο αδύνατη. Τίποτα δεν έτρωγε στην έρημο. Τότε κατάλαβα και γιατί με μαγνήτισε κατ' αυτόν τον τρόπο. Είναι που έτρωγε μόνο Θεό κι όποιος τρώει μόνο Θεό είναι σαν τους αγγέλους. Τους ανθισμένους. Άμα τους δεις δεν μπορείς να τους αποχωριστείς. Αφού αγαπάς την άνοιξη και θέλεις συνέχεια άνοιξη να είναι, πώς να τους αποχωριστείς; Γίνεται; Δε γίνεται.

Την ξαναείδα μετά από πολλά χρόνια. Ήταν ομορφότερη από ποτέ κι ας μην είχε παχύνει καθόλου. Αυτή τη φορά όμως δεν ήταν κολλημένη σε τοίχο. Σ' ένα μικρό καδράκι όσο η ανοιχτή παλάμη μου ήταν. Και είχε μπλε μαλλιά. Πολύ της πήγαιναν τα μπλε μαλλιά. Μήπως όμως ήταν πράσινα; Όχι, δε νομίζω, αλλά μπορεί. Πάντως ήταν πανέμορφη και είχε βγει απ' τα χρυσά χέρια του Ανδρέα του Φωκά. Ψέμματα, όχι χρυσά. Απ' τα σνθισμένα χέρια του Αντδρέα βγήκε. Γιατί μόνο το λουλούδι μπορεί να γεννά λουλούδια κι ό,τι ζωγραφίζει ο Ανδρέας λουλούδι είναι. Άνθος αμάραντο. Κόλλησα γι' άλλη μια φορά. Πάλι μ' άρπαξε και δε μ' άφηνε η Μαρία. Μου φάνηκε εύκολο τότε να την πάρω μαζί μου, να την έχω για πάντα. Σίγουρα θα ήταν πιο εύκολο απ' το να την κουβαλήσω μαζί με ολόκληρο τον τοίχο της. Δεν ήταν όμως τόσο εύκολο ούτε κι αυτό. Δεν τα κατάφερα. Μα ό,τι είναι δύσκολο για μένα είναι πολύ εύκολο για κείνη. Να που τώρα είναι εδώ, είναι μαζί μου από χθες που γιόρταζε και δε λέει να φύγει. Και θα έρθει μαζί μου και στην Καβάλα τώρα που θα πάω σ' ένα σχολείο για Το παραμύθι της μουσικής. Τι χαρά!

Πάω να δω το ψωμάκι. Να βάλω και τις πατάτες. 
Ο Μάρκο, το φιλότιμο καναρινάκι μου, τραγουδά. Είτε το ταϊζω είτε δεν το ταϊζω, τραγουδά. Είτε του βάζω νερό είτε όχι, αυτό τραγουδά ακατάπαυστα. Έτσι όμως είναι τα φτερωτά. Τα φτερωτά τ' ανθισμένα. Τα πλάσματα του ουρανού που για κάποιον λόγο μας αγαπούν τόσο πολύ εμάς που έχουμε ακόμη πόδια και χέρια για να προστρέχουμε στην πουπουλένια αγκαλιά τους και να σφιχταγκαλιαζόμαστε μαζί τους. Πάω, πάω κι ο νους μου καρφωμένος ακόμα στη Μαρία είναι. Στην πολυαγαπημένη Μαρία, την Οσία Μαρία, την Αιγυπτία.




1 comment:

Σχόλια