Labels

Wednesday, April 30, 2014

Καλό μήνα με Calliope mosaics / Ψηφιδωτά "Καλλιόπη"


Φωτιστικά τοίχου






Επιτραπέζια φωτιστικά



Πίνακες


Καθρέφτες



Κοσμήματα







Διακοσμητικά





Τα ψηφιδωτά έργα της Καλλιόπης μπορείτε να τα βρείτε στο:

Μπορείτε να τα δείτε όλα στη σελίδα της στο facebook:

Τον Μάιο θα διατίθενται στο ArtRoom KafodeioElliniko, Ιουστιανιανού 1, πίσω από το παλιό δημαρχείο της Βενιζέλου.




Monday, April 28, 2014

Ο γερανός του έρωτα





Έχω αρκετό χρόνο για το ραντεβού μου, ή έτσι τουλάχιστον νομίζω γιατί αν θέλουμε να είμαστε σοβαροί αυτό είναι κάτι που ποτέ δε γνωρίζουμε εκ των προτέρων και συχνά αποδεικνύεται πως δεν είχαμε καθόλου χρόνο και  μετανιώνουμε πικρά που σπαταλήσαμε τις στιγμές μας άδικα. Λέω να κάνω μια βόλτα στο παλιό λιμάνι, εκεί που τώρα είναι το Λιμενικό. Είναι ένα συννεφιασμένο μουντό απόγευμα, λεπτές ψιχάλες με χαϊδεύουν, διασχίζω τα παλιά μοναχικά κτίρια βαδίζοντας σ' ένα τοπίο άγνωστο. Αριστερά μου υψώνονται συρματοπλέγματα, δεν μπορώ να κατέβω μέχρι τη θάλασσα του Θερμαϊκού που λαχταρώ. 

Προχωρώ προσδοκώντας να βρω μια είσοδο, προχωρώ για ώρα που εξαιτίας της προσδοκίας μου μοιάζει αιώνας. Πάνω στα συρματοπλέγματα κάποια άλλα σύρματα τυλίγονται και ταμπέλες προειδοποιούν πως είναι ηλεκτροφόρα, κίνδυνος θάνατος. Όταν θα ήμουν πολύ μικρή και δε θα ήξερα να διαβάζω μπορεί και να τα ακουμπούσα εν αγνοιά μου, αν θα τα έφτανα, που μάλλον δε θα τα έφτανα. Όταν θα είχα μάθει ανάγνωση πάλι θα προσπαθούσα να τα ακουμπήσω γιατί δε θα πίστευα αυτό που γράφουν λόγω έλλειψης εμπειρίας της ηλεκτροπληξίας. Όταν θα ήμουν έφηβη μπορεί και να τους έριχνα κάποιο αντικείμενο ώστε να βεβαιωθώ πως λένε την αλήθεια. Λίγο μεγαλύτερη μάλλον θα μ' άφηναν παντελώς αδιάφορη γιατί ούτε που θα μ' ένοιαζαν τα ηλεκτροφόρα αυτά σύρματα. Τώρα όμως περπατώ ήσυχα, γνωρίζω πως πιθανότατα λένε αλήθεια οι ταμπέλες, χαμογελώ μ' αυτούς που θεώρησαν σκόπιμο να με τρομάζουν ή έστω να με προστατεύουν, τους δικαιολογώ, και συνεχίζω. Κάνω σχεδόν όλο τον κύκλο του λιμανιού μέχρι που βρίσκω μια διάπλατα ανοιχτή είσοδο και μπαίνω μέσα. Διαισθάνομαι πως απαγορεύεται να μπω, αλλά δεν το λέει πουθενά και δεν είναι και κανείς εκεί για να ρωτήσω, πράγμα που έτσι κι αλλιώς δε θα το 'θελα. Ακούω απ' το βάθος φωνές ανθρώπων που δε φαίνονται στον ορίζοντα. Προχωρώ  επιβραδύνοντας το βήμα μου. Ένα μικρό άσπρο αυτοκίνητο έρχεται προς το μέρος μου κι ο οδηγός κατεβάζει το παράθυρο και με ρωτά τι θέλω, αν ψάχνω κάτι. Απροετοίμαστη για ην ερώτηση απαντώ: θέλω μόνο να φωτογραφήσω τους γερανούς, μήπως δεν επιτρέπεται; Δεν ξέρω, μου απαντά, εδώ είναι το Λιμενικό, κανονικά απαγορεύεται, ρώτα κιόλας αν δεις κανέναν. Αυτά λέει και φεύγει. Εγώ συνεχίζω.

Εδώ είναι ένας άλλος κόσμος, ένας άλλος χρόνος, ένα τοπίο που σε κάνει να νιώθεις όμορφα μοναχικός σαν να κοιτάς τον εαυτό σου σε παμπάλαιη ασπρόμαυρη φωτογραφία περικυκλωμένος από ανθρώπους και σπίτια που δε ζούνε πια. Στίβες από παλιοσίδερα σαν χαλασμένα παιχνίδια αχρείαστα, σάπιες βάρκες που κάποτε θα γέμιζαν φρέσκα ψάρια και γέλια, μόχθο και θάνατο, εξαρτήματα σκουριασμένα από φαγάνες με τις οποίες θα έπρεπε να έπαιζαν κάποτε οι γίγαντες στις αμμουδιές πριν μπαζωθεί το λιμάνι. Το γεγονός ότι όλα αυτά δεν είναι στριμωγμένα, αλλά μέσα στον άπλετο χώρο το καθένα έχει τη δική του θέση στη μνήμη του τοπίου, τα κάνει όλα περισσότερο να μοιάζουν με έργα τέχνης μιας περασμένης ζωής, παρά με ευκαταφρόνητα παλιοσίδερα. 
Πλησιάζω τους γερανούς. Αυτά τα τόσο άχαρα, αλλά και τόσο γοητευτικά μηχανήματα που θα μπορούσαν να αναπαριστούν ανθρώπους σε πίνακα μεγάλου ζωγράφου. Αυτοί φαίνονται ζωντανοί, καινούριοι, λειτουργικοί, ακμαίοι. Έτσι φαίνονται, αλλά δε γνωρίζω αν είναι όπως φαίνονται. Οι γερανοί. Τόσο λεπτοί, σχεδόν από  αραχνούφαντο μέταλλο, κι όμως τόσο δυνατοί. Μπορούν να σηκώσουν το πιο βαρύ φορτίο. Να το πάρουν απ' τη γη και αργά, πάντα αργά, και ήσυχα, πάντα ήσυχα, να το σηκώσουν ως τον ουρανό και μετά να το αφήσουν μέσα σ' ένα πλοίο για να ταξιδέψει και σε κάποιο άλλο λιμάνι να το πάρει μετά άλλος γερανός, να το σηκώσει και πάλι, για να το κατεβάσει στον προορισμό του. Σαν τη ζωή και σαν τον έρωτα. Μήπως ζωή και έρωτας δεν είναι ένα και το αυτό; Ακριβώς έτσι, είτε ζωή το πεις, είτε έρωτα. Σε παίρνει απ' τη γη, απ' το χώμα σου, και σου δίνει φτερά, στα ουράνια σε πάει, μέχρι να σ' αφήσει εκεί που είναι η θέση σου, στο συγκεκριμένο πλοίο που πηγαίνει στον συγκεκριμένο προορισμό για να ταξιδέψεις με μπουνάτσες και μελτέμια μέχρι να φτάσεις. Πού να φτάσεις; Θα το μάθεις στο τέλος του ταξιδιού. Ίσως στο τέλος της ζωής σου. Εκεί που θα σε πάρει άλλος γερανός για να σε πάει ακόμα πιο πέρα. Μετά το τέλος της ζωής σου. Εσύ μόνο ένα πράγμα έχεις να κάνεις. Να είσαι παρών την ώρα που ο γερανός θα σε σηκώσει. Να είσαι παρών.

Σκέφτομαι τον απόστολο Θωμά. Στην πρώτη συναντηση των μαθητών με τον Χριστό, έλειπε. Απλώς έλειπε. Απουσίαζε. Δεν ήταν εκεί. Δεν ήταν παρών. Δεν ήταν με τ' αδέρφια του. Για κάποιο λόγο, για κάποιους λόγους, οπωσδήποτε δευτερεύουσας σημασίας, δεν πήγε στη συνάντηση. Ήταν απών. Τι θα πει ήτανε απών; Θα πει πως έδωσε προτεραιότητα σε πράγματα ή ανθρώπους που στην καρδιά του ήταν σε δεύτερη θέση. Κι όταν ήρθε η ώρα να πιστέψει δυσκολεύτηκε. Δυσκολεύτηκε διότι είχε μείνει πίσω. Είχε μείνει μόνος. Ο γερανός είχε ήδη σηκώσει όλους τους άλλους κι αυτός τα έβλεπε όλα από μια απόσταση που θόλωνε το βλέμμα της καρδιάς του. Έχει δίκιο ο κυρ Νίκος ο Πεντζίκης. Αμαρτία είναι η απουσία από το παρόν. Ποιο είναι όμως τέλος πάντων αυτό το παρόν; Ποιο άλλο μπορεί να είναι απ' το κέντρο της καρδιάς μας; Αυτό που απόλυτα μας αφορά με τρόπο αδιαμφισβήτητο, που δίχως αυτό δε ζούμε, που δίχως αυτό πεθαίνουμε κι ύστερα αρχίζουμε ν' αμφιβάλλουμε για την ίδια τη ζωή και για την καρδιά μας την ίδια, για τον έρωτά μας τον μεγάλο, τον παμέγιστο. Παρ' όλα αυτά ο Θωμάς πήγε έστω σ' αυτή τη δεύτερη συνάντηση, δε δίστασε κι ας είχε γεμίσει αμφιβολίες. Δεν απελπίστηκε. Πήγε. Κι αφού δεν ακούμπησε εν τέλει τα σημάδια απ' τα καρφιά στα χέρια του Κυρίου του, γιατί πίστεψε αμέσως; Ήταν το φως. Το φως που έλαμψε μέσα απ' τις τρύπες του σώματος του Χριστού, το φως της Θεότητας που τον αγκάλιασε, τον πλημμύρισε κι ενώθηκε με το δικό του φως, το φως της καλής του προαίρεσης. Όταν ο Θωμάς δεν πήγε στην πρώτη συναντηση είχε κλείσει τα κενά του είναι του με προφάσεις που τον απομάκρυναν από το απόλυτο παρόν του. Πηγαίνοντας στη δεύτερη συνάντηση όμως, είχε ήδη ανοίξει τρύπες στις βεβαιότητές του, στο θωρακισμένο του σώμα, τρύπες στην ίδια του την απουσία, τρύπες στη δυσπιστία του. Γι' αυτό και του προσφέρθηκε γενναιόδωρα η απόδειξη που πλέον δεν του χρειαζόταν. Γι' αυτό και το Φως πέρασε μέσα του και σαν γερανός τον ύψωσε στον ουρανό της πίστης.

Φεύγω απ' το παλιό λιμάνι αφού τραβώ λίγες φωτογραφίες. Καθώς προχωρώ δεν έχω καμιά βεβαιότητα πως έχω χρόνο, μα δε με νοιάζει κιόλας. Τόσο που απουσίασα στο παρελθόν απ' τη ζωή μου, που προσπαθώ να δίνομαι άνευ όρων στο παρόν, μήπως μου συγχωρέσει κάποτε την απιστία μου. Και φτάνω στο ραντεβού μου ακριβώς στην ώρα μου. Αγαλλίαση. 



Παλιό Λιμάνι Porto Salonica from VasilikiNevrokopli on Vimeo.



O Κηπος του νερου - Χάι κου της ομορφιάς- Καλή βδομάδα!



 Ο Κηπος του νερού from VasilikiNevrokopli on Vimeo.



Πήγα έναν περίπατο στην παραλία της πόλης μου και μπαίνοντας στον κήπο του νερού συνάντησα τον εαυτό μου στις αγριάδες και στα νούφαρα, στα ταραγμένα και νηφάλια νερά, στα κυπελλάκια των παιδιών που γέμιζαν κι άδειαζαν αμέριμνα τα όνειρά τους. 
Έβγαλα μερικές φωτογραφίες κι έφτιαξα αυτό το βιντεάκι, ώστε όταν λησμονώ τον εαυτό μου να μπορώ κάπου να τον αναζητώ ανασύροντάς τον απ' την αφάνεια της ακηδείας του.


Χάι κου της ομορφιάς

Όλο τον κόσμο 
σώζει η ομορφιά, εξόν
τη μοναξιά της






Sunday, April 27, 2014

Καινή Κυριακή - Κυριακή του Θωμά - Λόγος αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου (σε περίληψη)



Η σημερινή Κυριακή, εκτός από Κυριακή του Θωμά, ονομάζεται και Καινή Κυριακή. Είναι ένα μεγάλο πανηγύρι, ίσως το μεγαλύτερο. Είναι τα εγκαίνια της Καινής Κυριακής, εκείνου του Σαββάτου όπου μετά τη δημιουργία του κόσμου ο Θεός κατέπαυσε τα έργα Του και όπως λέει ο Μωϋσής "ευλόγησε και αγίασε την εβδόμη μέρα". Γιατί ο Θεός δεν ονόμασε ευλογημένη την πρώτη μέρα της δημιουργίας, τη δεύτερη, την τρίτη ή έστω την έκτη κατά την οποία έπλασε τον άνθρωπο, το υψηλότερο και τελειότερο απ' όλα τα δημιουργήματα και μάλιστα κατ' εικόνα και ομοίωσή Τού; Γιατί ευλόγησε τη "μία", όπως λέει ο Μωϋσής, που είναι ημέρα απραξίας; Την απάντηση τη δίνει ο ίδιος προφήτης στη συνέχεια: "κατ' αυτήν κατέπαυσε ο Θεός απ' όλα τα έργα Του τα οποία άρχισε να εκτελεί". Επομένως υπάρχουν έργα που ο Θεός ούτε άρχισε να εκτελεί, ούτε έπαυσε να εκτελεί, όπως και ο ίδιος ο Κύριος μας αποκάλυψε, "Ο Πατήρ μου εργάζεται έως τώρα και Εγώ εργάζομαι".

Κατασκεύασε λοιπόν σε έξι μέρες τον αισθητό τούτο κόσμο και κατά την εβδόμη επανήλθε στο ύψος Του θεοπρεπρώς, στο ύψος που ποτέ δεν εγκατέλειψε, και υπέδειξε ως ευλογημένη μάλλον την κατ' αυτήν κατάπαυση, διδάσκοντας κι εμάς να ζητούμε να εισέλθουμε κατά δύναμη σ' εκείνη την κατάπαυση που είναι η κατά το νου μας θεωρία και η δι' αυτής ανύψωση προς τον Θεό. Αν απομακρύνεις το νου σου από κάθε λογισμό, ακόμη και αγαθό, και τον στρέψεις όλον προς το Θεό με επίμονη προσοχή και αδειάλειπτη προσευχή εισέρχεσαι κι εσύ στη Θεία κατάπαυση της εβδομης ημέρας. Αυτή είναι η αιτία της ευλογίας της εβδόμης ημέρας και γι' αυτό και ο Μωϋσής παρήγγειλε να τηρείται αργία, αλλά μόνο κατά τα έργα που βοηθούν το σώμα, ενώ γι' αυτά που αφορούν την ψυχή να υπάρχει ενέργεια.


Ο άλλος λόγος της ευλογίας έχει να κάνει με την Ανάσταση του Κυρίου, που τελείται την ογδόη ημέρα, και προετοιμάζεται αδήλλως την εβδόμη. H oγόη μέρα ειναι τα εγκαίνια της έβδομης. Εκτελείται καθαρά με ανάκληση του σώματος από τη φθορά στην αφθαρσία κατά την οδγόη ημέρα της Αναστάσεως του Δεσπότη Χριστού, γι' αυτό και ονομάζεται Κυριακή. Γι' αυτό είναι υπέρευλογημένη η Κυριακή, εξαιτίας της Ανάστασης του Χριστού και της ελπίδας μας προς την κοινή Ανάσταση όλων καθώς και την τέλεια είσοδο των αξίων στη Θεία κατάπαυση και αναστοιχείωση όλου του κόσμου. Η εβδόμη τιμήθηκε διότι οδηγεί στην ογδόη, την πραγματικά τιμία, όπως ο νόμος είναι τίμιος απλώς διότι εισάγει σοτν Χριστό. Η ογδόη ημέρα της Ανάστασης του Κυρίου είναι και η πρώτη της ανάστασης όλων των νεκρών, εφόσον ο Χριστός γίνεται η απαρχή της ανάστασης όλων των κεκοιμημένων και των νεκρών πρωτότοκος.

Γι' αυτό και ο Κύριος διδάσκοντάς μας να την εορτάζωμε εμπράκτως με το πέρασμα κάθε εβδομάδος ημερών, εμφανίσθηκε πρώτα στους μαθητες σε οικία, ενώ απουσίαζε ο Θωμάς, και παρουσίασε τον εαυτό του ζωντανόν, τους πρόσφερε την ειρήνη και με το εμφύσημα εχάρισε τη χάρη του θείου Πνεύματος· ενέβαλε σ' αυτούς θεία δύναμη να
δένουν και να λύουν τις αμαρτίες και τους κατέστησε συμμετόχους της ουράνιας κυριαρχίας, λέγοντάς τους, «λάβετε άγιο Πνεύμα, αν συγχωρήσετε τις αμαρτίες κάποιων, τους συγχωρούνται, αν τις κρατήτε, κρατούνται».


Αυτήν λοιπόν τη δύναμη και χάρη παρέσχε ο Κύριος, εμφανιζόμενος  κατά την ημέρα της αναστάσεώς
Του, που ήταν Κυριακή· έπειτα παραλείποντας τις ενδιάμεσες ημέρες της εβδομάδος, κατά την ογδόη, δηλαδή την Κυριακή που έχομε σήμερα, έρχεται πάλι στην ίδια οικία, για να εγκαινιάσει την πανήγυρί του και να οδηγήσει τον διστακτικό Θωμά προς την πίστη· διότι κατά τον αγαπημένο ευαγγελιστή και μαθητή του Σωτήρος, «έπειτα από οκτώ ημέρες οι μαθηταί ήσαν πάλι μέσα και ανάμεσά τους ο Θωμάς· έρχεται ο Ιησούς, ενώ οι θύρες ήσαν κλειστές
, εστάθηκε στη μέση τους και λέγει σ' αυτούς, ειρήνη σ' εσάς».

Ο Θωμας αν ήταν μαζί με τους άλλους μαθητές την πρώτη Κυριακή δε θα δυσπιςτούσε. Υπάρχουν πραγματικά, όχι μόνο λογισμοί και λόγοι, αλλά και έργα και πράξεις πίστεως (διότι, λέγει, «δείξε μου την πίστι σου από τα έργα σου»), από τα οποία αν εκπέσει κανείς τελείως απομακρυνόμενος από την Εκκλησία του Χριστού και επιδιδόμενος αποκλειστικώς στα μάταια, έχει την πίστη νεκρή, δηλαδή ανύπαρκτη, γινόμενος κι' αυτός νεκρός διά της αμαρτίας.

Ο Θωμάς, όταν ήταν απών, έγινε άπιστος, όταν ομως ήλθε μαζί με τους πιστεύοντες, δεν αστόχησε καθόλου στην πίστη. Γι' αυτό και ο αμαρτωλός άνθρωπος, μόνο αν αποφύγει την συναναστροφή με τους φαύλους και συναναστρέφεται τους δικαίους δεν θα αστοχήςει ποτέ στη δικαιοσύνη και στη σωτηρία της ψυχής του.


Το κείμενο είναι μια κατά το δυνατόν περίληψη του κειμένου του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, όπως το διάβασα εδώ:

Ας τελειώσω όμως με το τέλος αντίστοιχου κειμένου αφιερωμένου στη σημερινή Καινή Κυριακή του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου:



"... τώρα είναι άνοιξη κοσμική, άνοιξη πνευματική, άνοιξη για  τις ψυχές, άνοιξη για τα σώματα, άνοιξη ορατή και άνοιξη αόρατη, στην οποία είθε να γίνουμε μέτοχοι κατά την άλλη ζωήν, αφού θα έχουμε ζήσει καλώς κατά την παρούσα. 
Είθε δε να αποσταλώμεν ανανεωμένοι εις την νέαν ζωήν με την χάριν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, εις τον οποίον ανήκει όλη η δόξα, η τιμή και η εξουσία μαζί με το Άγιον Πνεύμα προς δόξαν του Θεού Πατρός. Αμήν."



Γρηγόριος Θεολόγος Λόγος ΜΔϳ (Εις την Καινήν Κυριακήν)http://paterikakeimena.blogspot.gr/2011/02/blog-post_24.html


Η ευαγγελική περικοπή της ημέρας εδώ: http://aerapatera.wordpress.com/2014/04/27/κυριακή-του-θωμά-3/

Saturday, April 26, 2014

Χάι κου του Απρίλη




1. Μαυροντυμένοι
άγγελοι, των ψυχών μας
ανθρακωρύχοι


2. Μια στάμνα καρδιά
γάργαρο ρέει χάδι
σε σώμα χέρσο


3. Η Μητερούλα,
ανοιξιάτικη βροχή
σε ρόδα γυμνά




25.04.14, Ζωοδόχου Πηγής

Wednesday, April 23, 2014

Πάσχα της Αγάπης - Φίλοι


Η δεύτερη μέρα του Πάσχα είναι αφιερωμένη στους φίλους, -στην ευρύτερη οικογένειά μας, αυτήν που οι δεσμοί της δεν είναι εξ αίματος αλλά εκ πνεύματος. Δεν έρχονται βέβαια όλοι οι φίλοι, που κάποιοι απ' αυτούς ζουν είτε στην Αθήνα, είτε στο εξωτερικό. Είναι όμως καταρχάς οι φίλοι τους οποίους θέλουμε τούτη τη μέρα να ευχαριστήσουμε ιδιαιτέρως, γιατί χωρίς αυτούς ούτε Μεγάλη Εβδομάδα θα ζούσαμε ούτε και Ανάσταση. Ιερωμένοι που δίνουν όλον τους τον εαυτό για να ευχαριστηθούμε εμείς που προσερχόμαστε στους ναούς. Είναι αυτοί που κοπιάζουν αφάνταστα τούτες τις άγιες μέρες. Εκλεκτοί, ευαίσθητοι, ποιητές της Λειτουργικής ζωής της εκκλησίας αλλά και της ζωής γενικότερα. Μαζί μ' αυτούς κι οι αχώριστοι λόγιοι φίλοι μας Αλέξανδρος και Απόστολος. 

Εγώ μαγειρεύω. Μαγειρεύω σχεδόν ασυνείδητα. Θα έπρεπε να τα έχω όλα οργανωμένα στο μυαλό μου, αλλά δεν τα έχω. Κι αν προηγουμένως έχω διαβάσει διάφορες συνταγές, στο τέλος πάντα αυτοσχεδιάζω και τα χέρια μου υπακούουν σε κάτι υποσυνείδητο που τα καθοδηγεί και ευτυχώς συνήθως ξέρει τι κάνει. Όταν με ρωτούν τι μαγειρεύω δεν ξέρω να απαντήσω γιατί στην πορεία αλλάζω το μαγείρευμα, αναλόγως την έμπνευση της στιγμής, μια μυρωδιά που θα με οδηγήσει σε κάτι που δεν είχα προβλέψει, κι έτσι απλώς είμαι πάνω απ' την κουζίνα και την ακολουθώ. Τώρα συνειδητοποιώ πως μαγειρεύω όπως ακριβώς γράφω. Και μαγειρεύω για ένα λόχο γιατί όταν έχω καλεσμένους  νομίζω πως δε θα φτάσουν αυτά που κάνω και στο τέλος απορώ κιόλας που πολλά απ' αυτά περισσεύουν. Δεν πειράζει όμως. Στη δεύτερη μέρα είμαστε. Υπάρχει και η τρίτη και η τέταρτη και όλες οι άλλες που είναι των ξένων. Τίποτα δε θα πεταχτεί. Ακόμα και για τα κόκκαλα έχουμε τα σκυλάκια της νεαρής γειτόνισσας.

Τα τελευταία χρόνια σ' αυτό το τραπέζι κληρικοί και λαϊκοί  ενωνόμαστε, τρώμε, πίνουμε, γελάμε, φέτος διαβάσαμε και ποίηση. Είναι οι φίλοι με τους οποίους θα κάνουμε τις ωραιότερες συζητήσεις, θα μοιραστούμε τους κοινούς καημούς και τα κοινά μας μεράκια. Θα μάθουμε πλήθος άγνωστα πράγματα γιατί καθένας απ' αυτούς είναι άνθρωπος αφοσιωμένος στην τέχνη του και στην επιστήμη του που τη γνωριίζει σε βάθος και τη γνώση της θέλει να την μοιράζει. Άλλος την ψαλτική, άλλος τη θεολογία, άλλος τη μετάφραση, άλλος την ιστορία, μέχρι και την καλλιγραφία.

Είναι αυτοί που μας τιμούν με τη φιλία τους χωρίς να το αξίζουμε. Οι ακριβοί και μονάκριβοι πατέρες κι αδερφοί, οι καλοί φίλοι του Χριστού. Πολλοι άνθρωποι μπορεί να λένε πολλά για τους ιερωμένους. Λένε επειδή δεν ξέρουν. Κι επειδή δεν ξέρουν πέφτουν έξω σε ό,τι λένε. Εγώ όμως τυχαίνει να ξέρω τι θα πει ιερωμένος, αφού είμαι γέννημα θρέμα ιερέα. Ξέρω πόσο λίγο έχω ζήσει τον πατέρα μου, όπως και όλα τα άλλα παπαδοπαίδια. Γιατί οικογένεια του ιερέα είναι όλος ο κόσμος. Αναρίθμητοι άνθρωποι, γνωστοί και άγνωστοι που θα προστρέξουν σ' αυτόν οποιαδήποτε μέρα και ώρα. Ποιος άνθρωπος ακούει τόσα βάσανα όσα οι ιερεείς; Ποιιος σηκώνει τόσο πόνο και δεν αρνείται ποτέ τη βοήθεια; Ποιος απ' όλους όσους βοηθούν τους ανθρώπους στα προβλήματά τους δεν έχει ωράριο ή δεν πληρώνεται αδρά για τη μισή ή τη μία ώρα που θα του ανοίξεις την καρδιά σου; Ένας καλός παππούλης έλεγε κάποτε χαριτολογώντας πως αν οι ιερείς έπερναν χρήματα στην εξομολόγηση θα ήταν πάμπλουτοι. Αλλά δεν παίρνουν. Μέχρι σήμερα θυμάμαι τις εποχές που έμπαινε κατάκοπος ο πατέρας μου το μεσημέρι να φάει μια μπουκιά και να πάρει μια ανάσα για να ξαναφύγει, και να βγάζει τη μουσκεμένη του φανέλα μέσα απ' το μαύρο αντερί. Θυμάμαι τα πρησμένα πόδια του το βράδυ, τη μέση του που πονούσε. Σ' ένα μικρό σημειωματάριο έγραφε όλα τα ονόματα για να μην ξεχάσει αυτόν που ζητούσε ευχχέλαιο, αγιασμό, εξομολόγηση, που γύρευε δουλειά ή στέγη, οτιδήποτε. Στις δύσκολες ώρες, σε θανάτους και αρρώστειες τα τηλέφωνα δεν είχαν ωράριο. Πόσες φορές δεν ξυπνήσαμε μέσα στη νύχτα. Λένε για τους ιερείς, πολλά λένε, αλλά όποιος δεν ξέρει τι ζωή κάνει ο ιερωμένος, τίποτα δεν μπορεί να καταλάβει, ούτε και να φανταστεί. Κι εγώ επειδή το έζησα το ξέρω, κι επειδή το ξέρω δε σέβομαι άνθρωπο περισσότερο από τον ιερωμένο, έγγαμο ή άγαμο. Όποιος και να είναι, ό,τι και να κάνει, ό,τι και ν' ακούσω γι' αυτόν, ακόμα κι αν δεν τον συμπαθώ. Ναι, ακόμα κι αν δεν τον συμπαθώ ή και κάτι κακό ν' ακούσω, δε θα πω τίποτα, απλώς δε θα έχω καμία σχέση μαζί του κι ο Θεός να τον φωτίζει θα πω. Αυτοί οι άνθρωποι μας κράτησαν αιώνες τώρα κι αυτοί ακόμα μας κρατούν. Και πολλές φορές είναι οι πλέον άσημοι, οι πιο απλοί, αυτοί που το όνομά τους δεν το ξέρουμε ούτε και θα το μάθουμε, εκτός κι αν πέσουμε κάποτε κατά λάθος πάνω τους. Γι' αυτό να μη λέμε κακό λόγο για το ράσο, τουλάχιστον αυτό ας το αφήνουμε ήσυχο. Το έλεγε ο Γεώργιος Παπανδρέου αυτό, δεν είναι περίεργο; Είναι κάρβουνο, έλεγε, το ράσο, μην το πιάνετε στο στόμα σας. Αν είναι άξιος αυτός που το φορά και τον κρίνουμε το κάρβουνο θα είναι αναμμένο και θα μας κάψει, κι αν δεν είναι άξιος τότε το λιγότερο που θα πάθουμε θα είναι να μουτζουρωθούμε...
Κι εγώ νομίζω πως όποιον άνθρωπο κι αν κρίνουμε μουτζουρωνόμαστε, εμείς μουτζουρωνόμαστε...

Αποδίδοντας αυτή τη μέρα στους ιερωμένους, την αποδίδω καταρχάς στον πατέρα μου που του χρωστάω τόσα πολλά, αλλά και σ' εκείνους τους ιερείς και μοναχούς που αν δε με στήριζαν στη ζωή μου δεν ξέρω καν αν σήμερα θα ζούσα. Την αποδίδω και σε όλους όσους σιωπηλά κι αθόρυβα μοχθούν και δαπανώνται ακούραστα για όλους μας. Το αισθάνομαι σαν ένα βαθύ χρέος που ό,τι και να κάνω δεν μπορώ να το εξοφλήσω. Είναι πολύ λίγο αυτό που κάνω, αλλά η χαρά που επιστρέφεται είναι απέραντη και τους ευχαριστούμε ειλικρινά που μας καταδέχονται. 
Και του χρόνου να είμαστε γεροί και μαζί κι ο Καλός Θεός να τους χαρίζει έλεος και δύναμη και φώτιση για να μας οδηγούν και να μας ενδυναμώνουν κι εμάς τους ταλαίπωρους.


  




Tuesday, April 22, 2014

Πάσχα της Αγάπης - Οικογένεια


Κυριακή του Πάσχα μαζευόμαστε στο σπίτι να γιορτάσουμε τη χαρά όλη η οικογένεια, δηλαδή όχι ακριβώς όλη, αλλά όσοι απομείναμε στη Θεσσαλονίκη. Δε χορταίνω να μαγειρεύω, δε χορταίνω να χαίρομαι, δε χορταίνω ν' αγαπάω και να είμαι στ' αλήθεια γεμάτη ευγνωμοσύνη που θα έρθουν οι γονείς μου -που δόξα τω Θεώ ακόμα ζουν και τους χαιρόμαστε, ο καλός μου Κυριάκος, η Καλλιόπη κι ο Πρόδρομος, η Φωτεινή κι ο αδελφός μου ο Θανάσης. Μακάρι να ήταν και όλοι οι υπόλοιποι, μα είναι μακριά, οι δυο στα ξένα κι η μικρή μας στη Σύρο, καλά να είναι. Η Φωτεινή, η φωτογράφος μας, στήνει τον τρίποδα, βάζει το χρονόμετρο και κάθεται βιαστικά να φωτογραφηθεί κι αυτή μαζί μας. Είναι παράξενο πράγμα οι φωτογραφίες, νομίζεις ή φοβάσαι καμιά φορά πως θα είναι οι τελευταίες, τόσο που περίσσεψε ο θάνατος. Μα η χαρά δεν τελειώνει, δεν αποτυπώνεται, δεν περιγράφεται. Η χαρά είναι των στιγμών και της αιωνιότητας, όπως κι η αγάπη μας. 
Για μένα αυτή είναι η αρχή του νέου έτους. Μ' αρέσει να σκέφτομαι πως με την Ανάσταση ξεκινά ο νέος χρόνος. Πόσα ζήσαμε τόσα χρόνια, πόσα ακόμα θα ζήσουμε άραγε. Πόσες χαρές μας ομόρφυναν, πόσες θλίψεις μάς έκαναν λίγο περισσότερο ανθρώπους, πόσα μας γονάτισαν και μας ύψωσαν. Στάθηκα τυχερή, πάρα πολύ τυχερή με τους γονείς που με γέννησαν. Κι εγώ, όπως όλα τα παιδιά, στην εφηβεία μου αντέδρασα, πικράθηκα, θύμωσα αφάνταστα πολλές φορές μαζί τους, επαναστάτησα και μόνο όταν έκανα δικά μου παιδιά άρχισα να τους καταλαβαίνω και να συγχωρώ ακόμα και τα λάθη που έκαναν μέσα στην αδιαμφισβήτητη αγάπη τους. 
Κάποτε κατάλαβα κάτι, σαν να αποκρυπτογράφησα ένα μυστικό: όταν τους κατέκρινα έπεφτα στα ίδια λάθη και σε ακόμα μεγαλύτερα. Όταν τους θαύμαζα για τις αρετές και τις θυσίες τους, χωρίς να το συνειδητοποιώ τους μιμούμουν και γινόμουν ακόμα καλύτερη. Διάλεξα λοιπόν το δεύτερο. Είπα μέσα μου: τα λάθη τους λάθη τους κι ο Θεός να τους συγχωρεί, κι οι καλοσύνες τους δικές μου, αυτές θα κρατήσω γιατί τα άλλα είναι ανθρώπινα, ενώ αυτές του Θεού. Και ποιος άνθρωπος δε σφάλλει και ποιος δεν πέφτει; Έχω κάνει στη ζωή μου τόσα χειρότερα και τόσο πιο αδικαιολόγητα και απαράδεκτα, που για ποιον να μιλήσω; Πόσο μάλλον για τους ανθρώπους που μ' έφεραν στη ζωή. Ένας πατέρας ταμένος στην υπηρεσία του στον Θεό και γεμάτος από φιλότιμο για όλους τους αδύναμους. Μια μητέρα που αφιέρωσε όλη της τη ζωή στα παιδά της και στον άντρα της και στον Θεό και που εγώ προσωπικά της χρωστώ κάτι πολύ μεγάλο που μεγαλύτερο δεν υπάρχει στη ζωή και είναι ένα τάμα που έκανε για μένα όταν ακόμα ήμουν στην κοιλιά της. Να μας έχει όλους καλά ο Θεός, ν' αγαπιόμαστε, ν' ανταμώνουμε, ν' αλληλοσυγχωρούμαστε.






Sunday, April 20, 2014

Ανάσταση στον άγιο Νικόλαο Ορφανό


Μέρες τώρα στην πόλη βουϊζει η ίδια ευχή που πηγαινοέρχεται από στόμα σε στόμα, από καρδιά σε καρδιά. Στους δρόμους, στα εμπορίκά, στα μέσα μαζικής μεταφοράς και στις λαϊκές κάθε λογής άνθρωποι αποχαιρετιούνται ευχόμενοι ο ένας στον άλλον “Καλή Ανάσταση”. Σε πείσμα του χρόνου που αρέσκεται να σβήνει τα χνάρια του παρελθόντος, η Θεσσαλονίκη παραμένει βυζαντινή -ακόμα και εν αγνοία της. Δεν ορίζουν οι κάτοικοι αυτή την πόλη όσο και να επεμβαίνουν, ό,τι κι αν κάνουν. Αυτή τους ορίζει. Μυστικά, υπόγεια και αδιόρατα, κάτω απ’ τα τσιμέντα, πίσω απ’ τις αρχέγονες πέτρες, μέσα απ’ τους τρούλους με τα θαμπά τζάμια.

Ξημερώνει το Μεγάλο Σάββατο. Οι ώρες τρέχουν υπερπηδώντας εμπόδια σωρό που προβάλλονται αίφνης απ’ το πουθενά για να σκοντάψουν ανυποψίαστες επάνω τους λησμονώντας προς τα πού πορεύονται για να πεθάνουν και να ξαναγεννηθούν. Ο ήλιος δύει πνιγμένος στα σύννεφα, η νύχτα κρυώνει μέσα στη δυσπιστία της, οι κατάκοπες ώρες σέρνονται πλησιάζοντας προς το τέλος τους. Πότε θα χτυπήσουν επιτέλους οι καμπάνες; Πάμε να τις χτυπήσουμε.

Σχεδόν άδειος ο ναός, λίγες ψυχές, πολλά καθίσματα, ο ιερέας μόλις μπήκε στο ιερό. Η καταπράσινη αχνοφωτισμένη αυλή ήσυχη, τα μανουάλια έξω από το κάποτε ορφανοτροφείο του άη Νικόλα μετακόμισαν προσωρινά από τον νάρθηκα για να μην καπνιστούν κι άλλο οι τοιχογραφίες. Κάθομαι σε μια καρέκλα πλησίον της Ωραίας Πύλης. Από κει μπορώ να κρυφοκοιτώ τους προγόνους μου. Αυτοί μου δίνουν θάρρος, αυτοί με οδηγούν και με προφυλάσσουν. Είναι όλοι εκεί πάνω απ’ την αγία Τράπεζα. Ψηλοί, αδύνατοι, ελαφρώς γερμένοι προς τον Δεσπότη Χριστό μέσα στα λευκά τους φελόνια με τους μαύρους σταυρούς. Ξεθωριασμένοι απ’ τους αιώνες κι όμως ολοζώντανοι οι τρυφεροί Πατέρες μας, ώρες ώρες θαρρώ πως περπατούν, πως βγαίνουν από το Ιερό κι έρχονται κοντά μου. Τίποτα δε λέμε. Ούτε μου λεν ούτε και τους λέω. Είναι αρκετό που είμαστε παρέα. Είναι υπέραρκετό.

Δεν παίρνω είδηση για πότε ο ναός γεμίζει. Με ξυπνά το σβήσιμο των φώτων. Μικρά παιδάκια πλησιάζουν με τις λαμπάδες υψωμένες μπροστά στην Πύλη. Υψώνω και τη δική μου. Η βελούδινη κουρτίνα ανοίγει κι ο σωματώδης Ρουμάνος ιερέας με όλη του την ψυχή και τη βροντερή φωνή του που θαρρείς έρχεται απ’ τα βοσκοτόπια της πατρίδας του καλεί όλα τα πρόβατα: “Δεύτε λάβετε Φως”. Από λαμπάδα σε λαμπάδα κι από καρδιά σε καρδιά μέσα σε ελάχιστο χρόνο το ασυγκράτητο Φως μάς φωτίζει όλους, αυξάνει, πολλαπλασιάζεται, μας συμπεριλαμβάνει ώσπου στο τέλος μας περικλείει. Ακολουθούμε τον ιερέα και τους ψάλτες προς την έξοδο. Πότε γέμισε η μεγάλη αυλή τόσο κόσμο; Τόσο Φως πότε άναψε τόσες ψυχές λαμπάδες; Τρέμουμε, αδημονούμε, αμφιβάλουμε. Μήπως δεν το ζήσουμε. Μήπως φέτος δε γίνει. Μήπως δεν προλάβουμε. Όσο μεγαλώνω τόσο περισσότερο ανησυχώ. Δεν ξέρεις ποτέ ποια στιγμή θα διαλέξει η ζωή να γλυστρίσει μέσα απ’ τα δάχτυλά σου. “Χριστός Ανέστη!” ψάλλει ο ρουμάνος ιερέας και ποιμένας των προβάτων της αυλής του αγίου Νικολάου, και δεν το χορταίνει. Χριστός Ανέστη, ψάλλουμε κι όλες οι αναμένες λαμπάδες ξανά και ξανά και δεν το χροταίνουμε. Και όμως αναστήθηκε και πάλι. Και όμως πάλι το ζήσαμε. Και όμως ήμασταν, είμαστε κι εμείς εδώ. Ζούμε ακόμα. Ξαναζούμε. Άλλο ένα Πάσχα, άλλη μια Ανάσταση. Κάθε φορά αλλιώτικη και πάντα ίδια. Κάθε φορά ίδια και καμιά φορά πολύ πιο βαθιά. Τόσο βαθιά που αισθάνομαι τις πλάκες του τάφου μέσα στα σωθικά μου, και τον σεισμό που τις κάνει κομμάτια, και τον λίθο που με ελευθερώνει απ’ τα σκοτάδια μου, τα βαριά μου πάθη, κι αφήνει το Φως να με κλέψει. Αν μπει το Φως δεν μπορείς να του αντισταθείς. Σ’ αρπάζει και εύχεσαι να μη σ’ αφήσει ποτέ. Ο ιερέας συνεχίζει  τις ευχές και το πλήθος σαλεύει. Μια βουή υψώνεται. Βουή που δονεί την αυλή και τον ουρανό. Αγκαλιές, ασπασμοί, και το “Χριστός Ανέστη” από στόμα σε στόμα κι από καρδιά σε καρδιά.

Μπαίνουμε στον ναό ήσυχα ήσυχα. Πάλλονται τα ντουβάρια, χαμογελούν οι άγιοι και μαζί με τους Πατέρες ξεκολλούν απ’ τα ντουβάρια και μας αγκαλιάζουν κι εμείς δεν ξέρουμε πώς να εκδηλώσουμε τη χαρά μας. Πώς να χωρέσουμε τόση αγάπη, πού να την βάλουμε; Ξεχειλίζει, μας υπερβαίνει, μας παίρνει και μας σηκώνει ψηλά. Παιδιά, δεκάδες παιδιά που από μικρά έρχονταν εδώ, που σαν ορφανά ο άη Νικόλας χρόνια τα φρόντιζε ταϊζοντάς τα στοργή και χαρά, είναι όλα εδώ σήμερα, δεκαοχτάχρονα, εικοσάχρονα, εικοσπεντάχρονα λουλούδια ευωδιαστά που επιστρέφουν στον κήπο που τ’ ανάθρεψε κι ακόμα τα θρέφει. Κι εμείς επιστρέφουμε και θέλουμε πάντα να επιστρέφουμε εδώ, μέχρι να μάθουμε να μη φεύγουμε από δω ποτέ. Να ζούμε κάθε μέρα με όλο μας το έίναι όλον αυτόν τον θάνατο και την τόση ανάσταση, μέχρι την παντοτινή Ανάσταση που θα έχει αφήσει τον θάνατο απέξω, τιμωρημένο με το ένα πόδι στη γωνία και μόνο του να τρώγεται με τον εαυτό του τον άχαρο.

Η Λειτουργία τελειώνει. Βγαίνοντας τσουγκρίζουμε τα αβγά που μοίρασε ο ιερέας. Τα σπάμε και το ευχαριστιόμαστε. Τα μικρά έχουν και αλατοπίπερο μαζί τους και το μοιράζουν. Γελάμε, γελάμε με την καρδιά μας. Κι αυτό το γέλιο δεν είναι δικός μας, είναι του Χριστού μας. Τον ευχαριστούμε και του ζητούμε να μας αξιώσει μια μέρα, κάποτε, όταν το θελήσει, να γελάσουμε και μαζί με όλους όσους είναι στον ουρανό και δεν τους χορτάσαμε, έφυγαν νωρίς και μας λείπουν, μας λείπουν πολύ, κι αυτό το Πάσχα μας έλειψαν ακόμα περισσότερο κι ας τους νιώθαμε να φτερουγίζουν ανάμεσά μας άγγελοι μωρά που δεν είδαμε το χρώμα των ματιών τους και τη φωνή τους δεν ακούσαμε, άγγελοι παιδιά που δεν προλάβαμε να τους αγοράσουμε μια σχολική τσάντα, άγγελοι ενήλικες που μια στιγμή τους εκσφενδόνισε στα πέρατα, και γέροντες άγγελοι που δεν φροντίσαμε όσο θα θέλαμε. Καλή αντάμωση να έχουμε όλοι αναστημένοι.

Χριστός Ανέστη!
 


ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ - μακαριστός Χριστόδουλος - Κατηχητικός λόγος αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου









Εἴ τις εὐσεβὴς καὶ φιλόθεος,
ἀπολαυέτω τῆς καλῆς ταύτης καὶ λαμπρᾶς πανηγύρεως·
Εἴ τις δοῦλος εὐγνώμων, εἰσελθέτω χαίρων εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου αὐτοῦ.
Εἴ τις ἔκαμε νηστεύων, ἀπολαβέτω νῦν τὸ δηνάριον.
Εἴ τις ἀπὸ πρώτης ὥρας εἰργάσατο, δεχέσθω σήμερον τὸ δίκαιον ὄφλημα·.
Εἴ τις μετὰ τὴν τρίτην ἦλθεν, εὐχαρίστως ἑορτασάτω.
Εἴ τις μετὰ τὴν ἕκτην ἔφθασε, μηδὲν ἀμφιβαλλέτω· καὶ γὰρ οὐδὲν ζημιοῦται.
Εἴ τις ὑστέρησεν εἰς τὴν ἐνάτην, προσελθέτω μηδὲν ἐνδοιάζων.
Εἴ τις εἰς μόνην ἔφθασε τὴν ἑνδεκάτην, μὴ φοβηθῇ τὴν βραδυτῆτα·φιλότιμος γὰρ ὢν ὁ Δεσπότης, δέχεται τὸν ἔσχατον, καθάπερ καὶ τὸν πρῶτον· ἀναπαύει τὸν τῆς ἑνδεκάτης, ὡς τὸν ἐργασάμενον ἀπὸ τῆς πρώτης· καὶ τὸν ὕστερον ἐλεεῖ, καὶ τὸν πρῶτον θεραπεύει· κἀκείνῳ δίδωσι, καὶ τούτῳ χαρίζεται. καὶ τὰ ἔργα δέχεται, καὶ τὴν γνώμην ἀσπάζεται. καὶ τὴν πρᾶξιν τιμᾷ, καὶ τὴν πρόθεσιν ἐπαινεῖ.
Oὐκοῦν εἰσέλθητε πάντες εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου ἡμῶν· καὶ πρῶτοι καὶ δεύτεροι τὸν μισθὸν ἀπολάβετε.
Πλούσιοι καὶ πένητες μετ᾽ ἀλλήλων χορεύσατε, ἐγκρατεῖς καὶ ῥᾴθυμοι τὴν ἡμέραν τιμήσατε, νηστεύσαντες καὶ μὴ νηστεύσαντες εὐφράνθητε σήμερον.
Η τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες· ὁ μόσχος πολύς, μηδεὶς ἐξέλθοι πεινῶν.
Πάντες ἀπολαύσατε του συμποσίου της πίστεως· τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος.
Μηδεὶς θρηνείτω πενίαν· ἐφάνη γὰρ ἡ κοινὴ Βασιλεία.
Μηδεὶς ὀδυρέσθω πταίσματα· συγγνώμη γὰρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε.
Μηδεὶς φοβείσθω τὸν θάνατον· ἠλευθέρωσε γὰρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος. Έσβεσεν αὐτόν, ὑπ᾽ αὐτοῦ κατεχόμενος· ἐκόλασε τὸν ᾅδην κατελθὼν εἰς τὸν ᾅδην. ἐπίκρανεν αὐτὸν γευσάμενον τῆς σαρκὸς αὐτοῦ.
Καὶ τοῦτο προλαβὼν Ἡσαΐας ἐβόησεν·
ὁ ᾅδης, φησίν, ἐπικράνθη. συναντήσας σοι κάτω
Ἐπικράνθη˙ καί γάρ κατηργήθη.
Ἐπικράνθη˙ καί γάρ ἐνεπαίχθη.
Ἐπικράνθη˙ καί γάρ ἐνεκρώθη.
Ἐπικράνθη˙ καί γάρ καθῃρέθη.
Ἐπικράνθη˙ καί γάρ ἐδεσμεύθη.
Ἔλαβε σῶμα, καὶ Θεῷ περιέτυχεν· ἔλαβε γῆν, καὶ συνήντησεν οὐρανῷ·
Ἔλαβεν ὅπερ ἔβλεπε,  καὶ πέπτωκεν ὅθεν οὐκ ἔβλεπε.
Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νῖκος;
Ἀνέστη Χριστός καί σύ καταβέβλησαι.
Ἀνέστη Χριστός καί πεπτώκασι δαίμονες.
Ἀνέστη Χριστός καί χαίρουσιν ἄγγελοι.
Ἀνέστη Χριστός, καί ζωή πολιτεύεται.
Ἀνέστη Χριστός καί νεκρός οὐδείς ἐν τῷ μνήματι.
Χριστὸς γὰρ ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο.
Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.



Χριστός Ανέστη!!!



Friday, April 18, 2014

Μεγάλη Παρασκευή στον άγιο Νικόλατο Ορφανό



Νύχτα Μεγάλης Παρασκευής. Αυτή είναι η πιο βαθιά νύχτα του χρόνου. Η πιο σκοτεινή, η πιο μοναχική, η πλέον δραματική. Η νύχτα που κηδεύουμε τον Υιό του Ανθρώπου. Ο Πατέρας ψηλά στους ουρανούς, το Άγιο Πνεύμα ακόμα δεν προσήλθε, και ο Υιός του Θεού, ο Θεάνθρωπος Χριστός στον Άδη μετά την επικατάρατο Σταύρωση, τους εμπτυσμούς, τας μάστιγας, τους χλευασμούς και τις ειρωνείες, την απογύμνωση. Όλα όσα υπέμεινε από έναν λαό στον οποίο μόνο ευεργεσίες πρόσφερε. Τους λεπρούς του καθάρισε, στους τυφλούς του χάρισε το φως, τους παράλητικούς ανασήκωσε, τους νεκρούς του ανέστησε. "Λαός μου, τι εποίησα σοι και τι μοι ανταπέδωκας..."


Πλήθη ανθρώπων, πιστών και απίστων, προσέρχονται ν' ακολουθήσουν τους όπου γης Επιταφίους. Να κλάψουν, να υμνήσουν, να σιγομουρμουρίσουν τα ιερά εγκώμια. Πλήθη ανθρώπων κάθε ηλικίας. Ποιος δεν πονά που κηδεύεται ο Χριστός; Ποιος δεν έχει να βάλει στη θέση Του έναν δικό του άνθρωπο; Ποιος δεν έχει σφραγισμένα δάκρυα, πόνο απύθμενο, κι αναζητά μιαν αφορμή για να τα βγάλει και να ξαλαφρώσει; Και ποιος δεν ανακουφίζεται εναποθέτοντάς τα στο μνήμα του Θεού που του υπόσχεται πως λίγο ακόμα θα περιμένει. Μιαν υπομονή. Λίγες ώρες που μοιάζουν αιώνες. Λίγοι αιώνες που σαν ώρες περνούν. Και η Ανάσταση που μοιάζει τώρα τρεμάμενη κι αβέβαιη φλογίτσα κεριού μέσα στη νύχτα σε λίγο θ' αστράψει φως μέγα, γιατί ο Θεός μας είναι Θεός ζώντων και όχι νεκρών. Γιατί νεκροί δεν υπάρχουν. Γιατί μόνο αν θέλεις να είσαι πεθαμένος, είσαι. Κι αν αγαπάς ποτέ δε θα πεθάνεις. Κι αν όλα δείχνουν πως πέθανες, μην τα πιστεύεις. Κοιμάσαι, ύπνος είναι, τα φαινόμενα απατούν.


Νύχτα Μεγάλης Παρασκευής. Η πιο βαθιά νύχτα του χρόνου. Η πιο σκοτεινή, η πιο μοναχική, η πλέον δραματική. Για μας που ακόμα περπατούμε χώμα πάνω στο χώμα. Ανασαίνουμε τη μυροβόλο άνοιξη και μέσα στο άρωμά της πονάμε πιο πολύ για τα αρώματα που έφυγαν μακριά μας κι ας είναι τώρα πιο κοντά μας από ποτέ. Κι όμως τούτη τη νύχτα, τούτες τις τρεις νύχτες που ο Κύριος είναι στον Άδη κι είναι για μας δυσβάσταχτες, κι είναι για τους αγγέλους φρικτές κι είναι για την Παναγιά μας ασήκωτες, είναι για τους νεκρούς μας, για τους δικούς μας και τους άλλους, τους γνωστούς και τους άγνωστους χαρά μεγάλη.


Τούτες τις νύχτες που μας γονατίζουν, εγείρουν νεκρούς. Τούτες τις άφεγγες νύχτες μας, ο θεοσκότεινος Άδης λούζεται στο φως του Ήλιου. Τόσοι νεκροί, αναρίθμητοι νεκροί που δεν πρόλαβαν, που διψούσαν και δεν ξεδίψασαν, που ήλπιζαν χωρίς ποτέ να βεβαιωθούν, που αναρωτιόνταν χωρίς ποτέ να πάρουν απάντηση, που κοιτούσαν τον ουρανό και περίμεναν να μάθουν ποιανού κατοικία είναι και κανείς δεν τους το μαρτύρησε, που πενθούσαν τους δικούς τους νεκρούς όταν ζούσαν χωρίς να γνωρίζουν αν θα τους ξαναδούν, σήμερα όλοι αυτοί δέχονται το κήρυγμα του Χριστού. Φωτίζονται. Το πικραμένο χείλι τους γελά, η φαρμακωμένη καρδιά τους γλυκαίνεται. Η καλοπροαίρετη ψυχή τους θάλλει γνωρίζοντας πως ναι, υπάρχει Θεός που δεν τους ξέχασε. Υπάρχει Θεός και γι' αυτούς και θα δοθούν απαντήσεις σε όλα, και ελπίδα υπάρχει, και αγάπη ατέλειωτη, και φιλανθρωπία, και το κυριότερο: 
υπάρχει Ανάσταση!


Χαλάλι τους. Χαλάλι τους που μένουμε μόνοι τούτες τις τρεις νύχτες, τούτη την πιο σκοτεινή απ' όλες του χρόνου. Χαλάλι και πάλι χαλάλι...

Η προσδοκία στα βουρκωμένα μάτια των ανθρώπων τα κάνει να φέγγουν περισσότερο κι απ' τα κεριά που βαστούν.
Η ελπίδα σπινθιρίζει. Η υπομονή δεν κρατιέται. 
Ιερείς, ψάλτες, μυροφόρες, χορωδίες, μπάντες, λαός, όλοι υμνούμε την ταφή του Κυρίου με πόνο άφατο και χαρά ανείπωτη. Ευγνωμοσύνη απερίγραπτη. Το ξερουμε πια. Χωρίς την τόση συγκατάβαση του Κυρίου μας, θα 'ταν ακόμα κλειστός ο Παράδεισος και τα κλειδιά του χαμένα στα Τάρταρα. 


Λίγες ώρες ακόμα. Ώρες που σαν αιώνες κυλούν. 
Μα η Ανάσταση πλησιάζει. Οι πύλες του Άδη ήδη τρίζουν. Οι προσεισμικές δονήσεις ξεκίνησαν. Θα πικραθεί πολύ ο Άδης. Ο διάβολος εξαπατήθηκε από τα ίδια του τα τεχνάσματα. Έκανε τα πάντα για να σκοτώσει τον Θεό. Χάρηκε τα μέγιστα που τον έκλεισε στην αγκαλιά του θανάτου, στου χάρου τα δόντια τα αιχμηρά και σάπια και φαρμακερά. Κι εκεί νικήθηκε. Γιατί δεν μπορούσε ποτέ να διανοηθεί πως η Άκρα Ταπείνωση και η Θεϊκή Αγάπη, όχι μόνο τον θάνατο θα συντρίψουν, αλλά και θα πάρουν μαζί και όλους τους φυλακισμένους του. 


Αναστήσου Χριστέ μας. 
Θα σε περιμένουμε. Εκεί θα είμαστε. Κοντά Σου. Όπως είδαμε την πόρτα του τάφου να κλείνει, θέλουμε να τη δούμε και ν' ανοίγει διάπλατα. Να σε δούμε πάλι ανάμεσά μας, μέσα μας, έξω μας, παντού γλυκύ μας Έαρ. 
Αναστήσου Κύριε κι άρπαξέ μας κι εμάς απ' τους μυριάδες θανάτους που μας πέθαναν. Όλους μας ανάστησέ μας κι αξίωσέ μας όλους, τους εδώ και τους εκεί, τους τώρα και πρώτα και πάντα να γίνουμε ένα μια μέρα στους ουρανούς της φιλανθρωπίας Σου. 



Καλή Ανάσταση!



Fairuz - Holy Friday Lamentations - يا يسوع الحياة - فيروز







Ρώτησε ο δημοσιογράφος τη Feiruz:

Στη Μέση Ανατολή της μεγάλης θρησκευτικής πολυπλοκότητας, ο δικός σας Θεός σε ποια γλώσσα μιλάει;

Κι εκείνη απάντησε:

Ο δικός μου Θεός δεν μιλάει... ακούει...




Εγκώμια Αγίας και Μεγάλης Παρασκευής







http://aerapatera.wordpress.com/2014/04/18/εγκώμια-επιταφίου-θρήνου-2/

ΕΥΛΟΓΗΤΑΡΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΑ Νικόδημος Βαλινδράς









http://aerapatera.wordpress.com/

Thursday, April 17, 2014

Η νύχτα της Γεθσημανής Ματθαίος 26, 36-46 Αλέξανδρου Κοσματόπουλου



«Τότε έρχεται μετ’ αυτών ο Ιησούς εις χωρίον λεγόμενον Γεθσημανή, και λέγει τοις μαθηταίς· καθίσατε αυτού έως ου απελθών προσεύξομαι εκεί. Και παραλαβών τον Πέτρον και τους υιούς Ζεβεδαίου ήρξατο λυπείσθαι και αδημονείν. Τότε λέγει αυτοίς ο Ιησούς· περίλυπός εστιν η ψυχή μου έως θανάτου· μείνατε ώδε και γρηγορείτε μετ’ εμού. Και προελθών μικρόν έπεσεν επί πρόσωπον αυτού προσευχόμενος και λέγων· πάτερ μου, ει δυνατόν εστι, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο· πλην ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως συ. Και έρχεται προς τους μαθητάς και ευρίσκει αυτούς καθεύδοντας, και λέγει τω Πέτρω· ούτως ουκ ισχύσατε μίαν ώραν γρηγορήσαι μετ’  εμού; Γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν. Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής. Πάλιν εκ δευτέρου απελθών προσηύξατο λέγων· πάτερ μου, ει ου δύναται τούτο το ποτήριον παρελθείν απ’ εμού εάν μη αυτό πίω, γενηθήτω το θέλημά σου. Και ελθών ευρίσκει αυτούς πάλιν καθεύδοντας· ήσαν γαρ αυτών οι οφθαλμοί βεβαρημένοι. Και αφείς αυτούς απελθών πάλιν προσηύξατο εκ τρίτου τον αυτόν λόγον ειπών. Τότε έρχεται προς τους μαθητάς αυτού και λέγει αυτοίς· καθεύδετε το λοιπόν και αναπαύεσθε· ιδού ήγγικεν η ώρα και ο Υιός του ανθρώπου παραδίδοται εις χείρας αμαρτωλών. Εγείρεσθε άγωμεν· ιδού ήγγικεν ο παραδιδούς με».
Μετά το μυστικό δείπνο ο Ιησούς και οι μαθητές του διαβαίνουν το χείμαρρο των Κέδρων με τα κόκκινα νερά απ’ τις θυσίες των ζώων, και έρχονται όπως συνήθιζαν στον τόπο με τις αρχαίες ελιές που λεγόταν Γεθσημανή, και στα εβραϊκά σημαίνει ελαιοτριβείο. Πλησίαζε πλέον η ώρα της εξουσίας του σκότους (Λουκ. 22, 53). 
Ο Ιησούς παραλαμβάνει τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη και απομακρύνεται απ’ τους υπόλοιπους σε απόσταση βολής λίθου. 
Αρχίζει να ταράζεται και να αδημονεί. «Περίλυπός εστιν η ψυχή μου έως θανάτου· μείνατε ώδε και γρηγορείτε μετ’ εμού», λέγει τους τρεις μαθητές. «Και προελθών μικρόν έπεσεν επί πρόσωπον αυτού προσευχόμενος». Την ώρα της δοκιμασίας εκείνο που εκφράζει την ψυχική του κατάσταση είναι μια φράση από τους ψαλμούς του Δαυίδ. Με την φράση αυτή είναι σαν να συνδέεται με τον αρχέγονο πόνο του ανθρώπου. Η βαθιά αυτή αίσθηση εκφράζεται καθαρότερα με κάτι που έχει ήδη ειπωθεί στις γραφές και ο Ιησούς επαναλαμβάνει, ακριβώς για να δώσει το βάθος της αίσθησης της οδύνης που τον διακατέχει. Δεν είναι μια δική του σκέψη που έρχεται εκείνη τη στιγμή στα χείλη, ένας στεναγμός  μόνο για την δοκιμασία που υφίσταται, αλλά μια απόκριση από τα βάθη των αιώνων, ζυμωμένη με την συνείδηση ενός ολόκληρου λαού: «΄Ινα τι περίλυπος ει, ψυχή, και ίνα τι συνταράσσεις με;» (Ψαλμ. 41,6). 
 Μέσα στην ατέλειωτη νύχτα στη Γεθσημανή ο Υιός του ανθρώπου καλείται να επωμισθεί μόνος εκείνος τις ανομίες ολόκληρης της ανθρωπότητας, και να φανερώσει την αγάπη του Θεού και Πατρός. «Πάτερ μου, ει δυνατόν εστι, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο· πλην ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως συ». Ρήση που απηχεί τον ψαλμό του Δαυίδ (39,7-9), «Θυσίαν και προσφοράν ουκ ηθέλησας, σώμα δε κατηρτίσω μοι· ολοκαυτώματα και περί αμαρτίας ουκ ευδόκησας· τότε είπον· ιδού ήκω, εν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται περί εμού, του ποιήσαι ο Θεός το θέλημά σου». Είναι η ώρα που σιγά πάσα σαρξ βροτεία. 

Τι άλλο μπορεί να είναι το θέλημα του Θεού παρά η γένεση της αγάπης στον κόσμο; Το «γενηθήτω το θέλημα σου» παραπέμπει σε μια γένεση, και όχι σε μια αναγκαστική υπακοή δούλου προς αφέντη. Και η γένεση αυτή δεν μπορεί παρά να είναι η γένεση της αγάπης. Αν λογαριάσουμε τη στάση του Ιησού ως συμπεριφορά ενός υπάκουου υιού ή ενός πάσχοντος δούλου, φοβάμαι πως πολύ απέχουμε από την οδύνη και την αγωνία της Γεθσημανής. Πώς μπορεί ο Θεός, ο οποίος αγάπη εστί, να επιθυμεί τον θάνατο του Υιού του ως απόρροια κάποιας νοσηρής έξης προς τον θάνατο; Ο Ιησούς δέχεται να πεθάνει. Όχι όμως από κάποια σκοτεινή βούληση του Πατρός, αλλά για να αλλάξει ο ρους της ζωής των ανθρώπων, για να γνωρίσει ο άνθρωπος την αλήθεια και να ζήσει. Αν υπάκουε τυφλά σε κάποια θεία εντολή, ο θάνατός του θα προερχόταν όχι από τους ανθρώπους, αλλά από τον Θεό. ΄Ομως ο λόγος του Ησαΐα (53,4) δίνει την απάντηση: «Ούτος τας  αμαρτίας ημών φέρει και περί ημών οδυνάται, και ημείς δε ελογισάμεθα αυτόν είναι εν πόνω και εν πληγή υπό Θεού και εν κακώσει». (Εκείνος φορτώθηκε τις αμαρτίες μας και για μας πονά, ενώ εμείς νομίσαμε ότι ήταν πληγές και κακοπάθειες που τον βρήκαν απ’ τον Θεό). 
Ο Ησαϊας αποκαλύπτει ότι ο θάνατος του Ιησού είναι από αγάπη και πόνο για τον άνθρωπο. Ο Χριστός υπακούοντας στο θέλημα του Πατρός ουσιαστικά υπακούει στο θέλημα της αγάπης, για να θριαμβεύσει η αληθινή ζωή. «Ημείς οίδαμεν ότι μεταβεβήκαμεν εκ του θανάτου εις την ζωήν, ότι αγαπώμεν τους αδελφούς∙ ο μη αγαπών μένει εν τω θανάτω. Πας ο μισών τον αδελφόν αυτού ανθρωποκτόνος εστίν, και οίδατε ότι πας ανθρωποκτόνος ουκ έχει ζωήν αιώνιον εν αυτώ μένουσαν» (Α΄ Ιωαν. 3, 14-15). Και για να συμβεί τούτο σε όλο το πλήρωμα του απερινόητου βάθους του, που καμιά ανθρώπινη λαλιά, καμιά γλώσσα δεν μπορεί να περιγράψει, ο Υιός αγαπάει άχρι θανάτου, ως τέλειος Θεός, όπως ο Πατέρας. 
Το να μην αγαπά κανείς τον αδελφό του δεν διαφέρει από να τον φονεύει. Η άρνηση του άλλου τείνει προς την αποπομπή και τον φόνο. Ο Ιησούς δίνει τη ζωή του για να εξέλθει ο άνθρωπος από την κατάσταση της άρνησης και απόρριψης του πλησίον, και να βγει από το φαύλο κύκλο που δεν οδηγεί παρά στο φόνο και στο θάνατο. Στον κήπο της Γεθσημανής ολοκληρώνεται η δωρεά της αγάπης που υπερέχει πάσης γνώσεως. Η αγάπη ως δωρεά του Πατρός δια του Ιησού Χριστού. 
Μετά από τους πειρασμούς στην έρημο ο σατανάς επανεμφανίζεται στο όρος των ελαιών ως λογισμός λιποψυχίας. Ο Ιησούς καλείται να αντιμετωπίσει τον πειρασμό και μάλιστα μπροστά στο ποτήριο του μαρτυρίου. Είναι η σύγκρουση με τις αρχές και τις εξουσίες, με τις δυνάμεις του σκότους εν τοις επουρανίοις, που διαφεντεύουν τούτο τον κόσμο. Αλλά δεν είναι μια σύγκρουση όπως θα την φανταζόμασταν, μια πάλη για το ποιος θα υπερισχύσει. Είναι η απόλυτη αδυναμία απέναντι στην απόλυτη δύναμη της εξουσίας. Και οι αρχές και οι εξουσίες ηττώνται, εκεί που ήταν βέβαιες ότι με την Σταύρωση του Δικαίου θριάμβευαν και απαλλάσσονταν απ’ αυτόν. Η κοσμική ισχύς ηττάται απ’ εκείνον που παραιτείται κάθε επίγειας ισχύος και εξουσίας. 
Τρεις φορές ο Ιησούς επιστρέφει στο σημείο που περίμεναν οι τρεις μαθητές του, και τρεις φορές τους βρίσκει να κοιμούνται. Και λέγει στον Πέτρο: «Ούτως ουκ ισχύσατε μίαν ώραν γρηγορήσαι μετ’ εμού;». Δεν είναι μόνο οι μαθητές που κοιμούνται, ολόκληρη η ανθρωπότητα είναι βυθισμένη στον ύπνο, και δεν υπάρχει κανένας Προφήτης για να την αφυπνίσει. Γι’ αυτό και ο Χριστός αγωνιά μέσα στον καθένα μας. Κανένας άνθρωπος δεν θα μπορούσε να αντέξει το μέγεθος της αγωνίας και της μοναξιάς του.  «Γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν. Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής». ΄Εξω από την προσευχή και την εγρήγορση το κάθε βήμα είναι αβέβαιο, η κάθε στιγμή ανασφαλής. Η προσευχή, πέρα απ’ όλα τα φωνήματα, πέραν των φθόγγων, είναι στις πτυχές μιας σιγής που δεν γνωρίζουν μεταξύ τους οι άνθρωποι. Είναι η βαθιά εκείνη αναπνοή όπου περιέχεται η έσχατη επιθυμία του ανθρώπου να ενωθεί με τον Θεό Λόγο. Είναι το «γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ. 1, 38). 
«Και γενόμενος εν αγωνία εκτενέστερον προσηύχετο. Εγένετο δε ο ιδρώς αυτού ωσεί θρόμβοι αίματος καταβαίνοντες επί την γην» (Λουκ. 22,44). Από πού ξεκινά η ανείπωτη αγωνία του; Είναι ωσάν όλο το κακό που κυβερνά τον κόσμο να  ξεσπά επάνω του. Οι κολαφισμοί, τα ραπίσματα, οι εμπτυσμοί, το αγκάθινο στεφάνι και το φραγγέλιο, η σταύρωση, το όξος και η χολή στα χείλη, ο πνιγμός της αναπνοής, το τάνυσμα του σώματος, η αφόρητη δίψα, το άλγος όλων των μελών. Είναι ο Χριστός στην πιο ανθρώπινη στιγμή του, όπου το μέγεθος της ανθρωπότητάς του το μετρά η ίδια η αγωνία του. Ο Ιησούς εκείνη την ώρα δεν αντιπροσωπεύει την ανθρωπότητα, αλλά είναι η ανθρωπότητα. Η γεύση της οδύνης του Χριστού στη Γεθσημανή, που περιλαμβάνει την οδύνη όλης της ανθρωπότητας, διαρρηγνύει τα όρια της ατομικότητας. 
Η νύχτα της Γεθσημανής σηματοδοτεί την οριστική νίκη επί της ειδωλολατρίας, της ροπής των ανθρώπων να λατρεύουν είδωλα, να θυσιάζουν και να  θυσιάζονται γι’ αυτά. Εδώ τον λόγο έχει η αγάπη. «Μείζονα ταύτης αγάπη ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού» (Ιωαν. 15,13). Ο Ιησούς πεθαίνει για να ζήσει ο άνθρωπος. Στάση που στρέφεται ολοκληρωτικά προς τη ζωή και τον πλησίον. Ο θρίαμβος της ζωής που δεν έχει καμιά σχέση με το θάνατο. 
«΄Οτε ήμην μετ’ αυτών εν τω κόσμω, εγώ ετήρουν αυτούς εν τω ονόματί σου∙ ούς δέδωκάς μοι εφύλαξα, και ουδείς εξ αυτών απώλετο ει μη ο υιός της απωλείας, ίνα η γραφή πληρωθή. Νυν δε προς σε έρχομαι, και ταύτα λαλώ εν τω κόσμω ίνα έχωσι την χαράν την εμήν πεπληρωμένην εν αυτοίς» ( ΄Όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, τους φύλαξα με τη δύναμη του ονόματός σου, και κανείς τους δεν χάθηκε παρά μόνο ο υιός της απωλείας, για να εκπληρωθούν οι γραφές. Τώρα έρχομαι προς εσένα, και λέγω αυτά ενώ είμαι ακόμη στον κόσμο για να έχουν τη δική μου χαρά μέσα τους σε όλη την πληρότητά της), λέγει στην τελευταία, πριν από την παράδοση στους γραμματείς και Φαρισαίους,  προσευχή του (Ιωαν. 17, 13). Η πληρότητα της χαράς του Ιησού, την οποία μαρτυρεί μέσα στον κόσμο και στην ιστορία, είναι η διάβαση προς τον Πατέρα, που μέσω του δικού του μαρτυρίου είναι πλέον δυνατή. 
Πρώτη έντυπη δημοσίευση περιοδικό Φρέαρ, τχ 6 (Απρίλιος-Μάρτιος) 2014, σελ. 241-243