«Τότε έρχεται μετ’ αυτών ο Ιησούς εις χωρίον λεγόμενον Γεθσημανή, και λέγει τοις μαθηταίς· καθίσατε αυτού έως ου απελθών προσεύξομαι εκεί. Και παραλαβών τον Πέτρον και τους υιούς Ζεβεδαίου ήρξατο λυπείσθαι και αδημονείν. Τότε λέγει αυτοίς ο Ιησούς· περίλυπός εστιν η ψυχή μου έως θανάτου· μείνατε ώδε και γρηγορείτε μετ’ εμού. Και προελθών μικρόν έπεσεν επί πρόσωπον αυτού προσευχόμενος και λέγων· πάτερ μου, ει δυνατόν εστι, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο· πλην ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως συ. Και έρχεται προς τους μαθητάς και ευρίσκει αυτούς καθεύδοντας, και λέγει τω Πέτρω· ούτως ουκ ισχύσατε μίαν ώραν γρηγορήσαι μετ’ εμού; Γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν. Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής. Πάλιν εκ δευτέρου απελθών προσηύξατο λέγων· πάτερ μου, ει ου δύναται τούτο το ποτήριον παρελθείν απ’ εμού εάν μη αυτό πίω, γενηθήτω το θέλημά σου. Και ελθών ευρίσκει αυτούς πάλιν καθεύδοντας· ήσαν γαρ αυτών οι οφθαλμοί βεβαρημένοι. Και αφείς αυτούς απελθών πάλιν προσηύξατο εκ τρίτου τον αυτόν λόγον ειπών. Τότε έρχεται προς τους μαθητάς αυτού και λέγει αυτοίς· καθεύδετε το λοιπόν και αναπαύεσθε· ιδού ήγγικεν η ώρα και ο Υιός του ανθρώπου παραδίδοται εις χείρας αμαρτωλών. Εγείρεσθε άγωμεν· ιδού ήγγικεν ο παραδιδούς με».
Μετά το μυστικό δείπνο ο Ιησούς και οι μαθητές του διαβαίνουν το χείμαρρο των Κέδρων με τα κόκκινα νερά απ’ τις θυσίες των ζώων, και έρχονται όπως συνήθιζαν στον τόπο με τις αρχαίες ελιές που λεγόταν Γεθσημανή, και στα εβραϊκά σημαίνει ελαιοτριβείο. Πλησίαζε πλέον η ώρα της εξουσίας του σκότους (Λουκ. 22, 53).
Ο Ιησούς παραλαμβάνει τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη και απομακρύνεται απ’ τους υπόλοιπους σε απόσταση βολής λίθου.
Αρχίζει να ταράζεται και να αδημονεί. «Περίλυπός εστιν η ψυχή μου έως θανάτου· μείνατε ώδε και γρηγορείτε μετ’ εμού», λέγει τους τρεις μαθητές. «Και προελθών μικρόν έπεσεν επί πρόσωπον αυτού προσευχόμενος». Την ώρα της δοκιμασίας εκείνο που εκφράζει την ψυχική του κατάσταση είναι μια φράση από τους ψαλμούς του Δαυίδ. Με την φράση αυτή είναι σαν να συνδέεται με τον αρχέγονο πόνο του ανθρώπου. Η βαθιά αυτή αίσθηση εκφράζεται καθαρότερα με κάτι που έχει ήδη ειπωθεί στις γραφές και ο Ιησούς επαναλαμβάνει, ακριβώς για να δώσει το βάθος της αίσθησης της οδύνης που τον διακατέχει. Δεν είναι μια δική του σκέψη που έρχεται εκείνη τη στιγμή στα χείλη, ένας στεναγμός μόνο για την δοκιμασία που υφίσταται, αλλά μια απόκριση από τα βάθη των αιώνων, ζυμωμένη με την συνείδηση ενός ολόκληρου λαού: «΄Ινα τι περίλυπος ει, ψυχή, και ίνα τι συνταράσσεις με;» (Ψαλμ. 41,6).
Μέσα στην ατέλειωτη νύχτα στη Γεθσημανή ο Υιός του ανθρώπου καλείται να επωμισθεί μόνος εκείνος τις ανομίες ολόκληρης της ανθρωπότητας, και να φανερώσει την αγάπη του Θεού και Πατρός. «Πάτερ μου, ει δυνατόν εστι, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο· πλην ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως συ». Ρήση που απηχεί τον ψαλμό του Δαυίδ (39,7-9), «Θυσίαν και προσφοράν ουκ ηθέλησας, σώμα δε κατηρτίσω μοι· ολοκαυτώματα και περί αμαρτίας ουκ ευδόκησας· τότε είπον· ιδού ήκω, εν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται περί εμού, του ποιήσαι ο Θεός το θέλημά σου». Είναι η ώρα που σιγά πάσα σαρξ βροτεία.
Τι άλλο μπορεί να είναι το θέλημα του Θεού παρά η γένεση της αγάπης στον κόσμο; Το «γενηθήτω το θέλημα σου» παραπέμπει σε μια γένεση, και όχι σε μια αναγκαστική υπακοή δούλου προς αφέντη. Και η γένεση αυτή δεν μπορεί παρά να είναι η γένεση της αγάπης. Αν λογαριάσουμε τη στάση του Ιησού ως συμπεριφορά ενός υπάκουου υιού ή ενός πάσχοντος δούλου, φοβάμαι πως πολύ απέχουμε από την οδύνη και την αγωνία της Γεθσημανής. Πώς μπορεί ο Θεός, ο οποίος αγάπη εστί, να επιθυμεί τον θάνατο του Υιού του ως απόρροια κάποιας νοσηρής έξης προς τον θάνατο; Ο Ιησούς δέχεται να πεθάνει. Όχι όμως από κάποια σκοτεινή βούληση του Πατρός, αλλά για να αλλάξει ο ρους της ζωής των ανθρώπων, για να γνωρίσει ο άνθρωπος την αλήθεια και να ζήσει. Αν υπάκουε τυφλά σε κάποια θεία εντολή, ο θάνατός του θα προερχόταν όχι από τους ανθρώπους, αλλά από τον Θεό. ΄Ομως ο λόγος του Ησαΐα (53,4) δίνει την απάντηση: «Ούτος τας αμαρτίας ημών φέρει και περί ημών οδυνάται, και ημείς δε ελογισάμεθα αυτόν είναι εν πόνω και εν πληγή υπό Θεού και εν κακώσει». (Εκείνος φορτώθηκε τις αμαρτίες μας και για μας πονά, ενώ εμείς νομίσαμε ότι ήταν πληγές και κακοπάθειες που τον βρήκαν απ’ τον Θεό).
Ο Ησαϊας αποκαλύπτει ότι ο θάνατος του Ιησού είναι από αγάπη και πόνο για τον άνθρωπο. Ο Χριστός υπακούοντας στο θέλημα του Πατρός ουσιαστικά υπακούει στο θέλημα της αγάπης, για να θριαμβεύσει η αληθινή ζωή. «Ημείς οίδαμεν ότι μεταβεβήκαμεν εκ του θανάτου εις την ζωήν, ότι αγαπώμεν τους αδελφούς∙ ο μη αγαπών μένει εν τω θανάτω. Πας ο μισών τον αδελφόν αυτού ανθρωποκτόνος εστίν, και οίδατε ότι πας ανθρωποκτόνος ουκ έχει ζωήν αιώνιον εν αυτώ μένουσαν» (Α΄ Ιωαν. 3, 14-15). Και για να συμβεί τούτο σε όλο το πλήρωμα του απερινόητου βάθους του, που καμιά ανθρώπινη λαλιά, καμιά γλώσσα δεν μπορεί να περιγράψει, ο Υιός αγαπάει άχρι θανάτου, ως τέλειος Θεός, όπως ο Πατέρας.
Το να μην αγαπά κανείς τον αδελφό του δεν διαφέρει από να τον φονεύει. Η άρνηση του άλλου τείνει προς την αποπομπή και τον φόνο. Ο Ιησούς δίνει τη ζωή του για να εξέλθει ο άνθρωπος από την κατάσταση της άρνησης και απόρριψης του πλησίον, και να βγει από το φαύλο κύκλο που δεν οδηγεί παρά στο φόνο και στο θάνατο. Στον κήπο της Γεθσημανής ολοκληρώνεται η δωρεά της αγάπης που υπερέχει πάσης γνώσεως. Η αγάπη ως δωρεά του Πατρός δια του Ιησού Χριστού.
Μετά από τους πειρασμούς στην έρημο ο σατανάς επανεμφανίζεται στο όρος των ελαιών ως λογισμός λιποψυχίας. Ο Ιησούς καλείται να αντιμετωπίσει τον πειρασμό και μάλιστα μπροστά στο ποτήριο του μαρτυρίου. Είναι η σύγκρουση με τις αρχές και τις εξουσίες, με τις δυνάμεις του σκότους εν τοις επουρανίοις, που διαφεντεύουν τούτο τον κόσμο. Αλλά δεν είναι μια σύγκρουση όπως θα την φανταζόμασταν, μια πάλη για το ποιος θα υπερισχύσει. Είναι η απόλυτη αδυναμία απέναντι στην απόλυτη δύναμη της εξουσίας. Και οι αρχές και οι εξουσίες ηττώνται, εκεί που ήταν βέβαιες ότι με την Σταύρωση του Δικαίου θριάμβευαν και απαλλάσσονταν απ’ αυτόν. Η κοσμική ισχύς ηττάται απ’ εκείνον που παραιτείται κάθε επίγειας ισχύος και εξουσίας.
Τρεις φορές ο Ιησούς επιστρέφει στο σημείο που περίμεναν οι τρεις μαθητές του, και τρεις φορές τους βρίσκει να κοιμούνται. Και λέγει στον Πέτρο: «Ούτως ουκ ισχύσατε μίαν ώραν γρηγορήσαι μετ’ εμού;». Δεν είναι μόνο οι μαθητές που κοιμούνται, ολόκληρη η ανθρωπότητα είναι βυθισμένη στον ύπνο, και δεν υπάρχει κανένας Προφήτης για να την αφυπνίσει. Γι’ αυτό και ο Χριστός αγωνιά μέσα στον καθένα μας. Κανένας άνθρωπος δεν θα μπορούσε να αντέξει το μέγεθος της αγωνίας και της μοναξιάς του. «Γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν. Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής». ΄Εξω από την προσευχή και την εγρήγορση το κάθε βήμα είναι αβέβαιο, η κάθε στιγμή ανασφαλής. Η προσευχή, πέρα απ’ όλα τα φωνήματα, πέραν των φθόγγων, είναι στις πτυχές μιας σιγής που δεν γνωρίζουν μεταξύ τους οι άνθρωποι. Είναι η βαθιά εκείνη αναπνοή όπου περιέχεται η έσχατη επιθυμία του ανθρώπου να ενωθεί με τον Θεό Λόγο. Είναι το «γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ. 1, 38).
«Και γενόμενος εν αγωνία εκτενέστερον προσηύχετο. Εγένετο δε ο ιδρώς αυτού ωσεί θρόμβοι αίματος καταβαίνοντες επί την γην» (Λουκ. 22,44). Από πού ξεκινά η ανείπωτη αγωνία του; Είναι ωσάν όλο το κακό που κυβερνά τον κόσμο να ξεσπά επάνω του. Οι κολαφισμοί, τα ραπίσματα, οι εμπτυσμοί, το αγκάθινο στεφάνι και το φραγγέλιο, η σταύρωση, το όξος και η χολή στα χείλη, ο πνιγμός της αναπνοής, το τάνυσμα του σώματος, η αφόρητη δίψα, το άλγος όλων των μελών. Είναι ο Χριστός στην πιο ανθρώπινη στιγμή του, όπου το μέγεθος της ανθρωπότητάς του το μετρά η ίδια η αγωνία του. Ο Ιησούς εκείνη την ώρα δεν αντιπροσωπεύει την ανθρωπότητα, αλλά είναι η ανθρωπότητα. Η γεύση της οδύνης του Χριστού στη Γεθσημανή, που περιλαμβάνει την οδύνη όλης της ανθρωπότητας, διαρρηγνύει τα όρια της ατομικότητας.
Η νύχτα της Γεθσημανής σηματοδοτεί την οριστική νίκη επί της ειδωλολατρίας, της ροπής των ανθρώπων να λατρεύουν είδωλα, να θυσιάζουν και να θυσιάζονται γι’ αυτά. Εδώ τον λόγο έχει η αγάπη. «Μείζονα ταύτης αγάπη ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού» (Ιωαν. 15,13). Ο Ιησούς πεθαίνει για να ζήσει ο άνθρωπος. Στάση που στρέφεται ολοκληρωτικά προς τη ζωή και τον πλησίον. Ο θρίαμβος της ζωής που δεν έχει καμιά σχέση με το θάνατο.
«΄Οτε ήμην μετ’ αυτών εν τω κόσμω, εγώ ετήρουν αυτούς εν τω ονόματί σου∙ ούς δέδωκάς μοι εφύλαξα, και ουδείς εξ αυτών απώλετο ει μη ο υιός της απωλείας, ίνα η γραφή πληρωθή. Νυν δε προς σε έρχομαι, και ταύτα λαλώ εν τω κόσμω ίνα έχωσι την χαράν την εμήν πεπληρωμένην εν αυτοίς» ( ΄Όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, τους φύλαξα με τη δύναμη του ονόματός σου, και κανείς τους δεν χάθηκε παρά μόνο ο υιός της απωλείας, για να εκπληρωθούν οι γραφές. Τώρα έρχομαι προς εσένα, και λέγω αυτά ενώ είμαι ακόμη στον κόσμο για να έχουν τη δική μου χαρά μέσα τους σε όλη την πληρότητά της), λέγει στην τελευταία, πριν από την παράδοση στους γραμματείς και Φαρισαίους, προσευχή του (Ιωαν. 17, 13). Η πληρότητα της χαράς του Ιησού, την οποία μαρτυρεί μέσα στον κόσμο και στην ιστορία, είναι η διάβαση προς τον Πατέρα, που μέσω του δικού του μαρτυρίου είναι πλέον δυνατή.
Πρώτη έντυπη δημοσίευση περιοδικό Φρέαρ, τχ 6 (Απρίλιος-Μάρτιος) 2014, σελ. 241-243