Όταν βλέπω την
Άνοιξη να προβάλλει στο χειμωνιάτικο ορίζοντα αρχίζω να τ’ ανοίγω όλα.
Ανοίγω τις πόρτες,
ανοίγω τις ντουλάπες, τα σεντούκια, τα παράθυρα. Ανοίγω τρύπες στο χώμα, στα
σύννεφα, στη νύχτα. Βρύσες, φώτα, συρτάρια. Βιβλία, γράμματα, κιτάπια παλιά.
Ανοίγω το παρελθόν μου, το παρόν και το μέλλον μου. Τα μάτια, τ’ αφτιά, το
στόμα και κυρίως τη μύτη. Ανοίγω τα χέρια διάπλατα. Την καρδιά μου ανοίγω. Το
μυαλό μου. Κι αρχίζω τη δουλειά.
Αερίζω το σπίτι,
τα ντουλάπια, τα σεντούκια. Φυτεύω λουλούδια στο χώμα, στα σύννεφα όνειρα, στη
νύχτα το φως. Ξεπλένω στα τρεχούμενα νερά όλες τις βρωμιές του χειμώνα, βγάζω
έξω τα ρούχα απ’ τα συρτάρια, ν’ ανασάνουν. Τινάζω τις σελίδες των βιβλίων να
ξεμουδιάσουν, ξεσκονίζω τα λησμονημένα γράμματα, ισιώνω τα τσακισμένα κιτάπια.
Τα βλέφαρά μου τεντώνονται, στήνω αφτί ν’ ακούσω την ανάλαφρη περπατησια τής
πιο ερωτικής εποχής του χρόνου, χάσκω μ’ ανοιχτό το στόμα στη θέα της,
ασφρίζομαι την ανάσα της. Υψώνω τα χέρια στο σπλαχνικό ουρανό να τον
ευχαριστήσω που γι’ ακόμη ένα χρόνο ζω τον ερχομό της. Η καρδιά μου ανοίγει
διάπλατα να γεμίσει απ’ το οξυγόνο της ομορφιάς της. Το μυαλό μου ξυπνά καθώς
αμέτρητες πεταλούδες, καρδερίνες κι αηδόνια τρυπώνουν στη φωλιά του και την
κεντούν χρώματα και κελαηδίσματα.
Όταν έρχεται η
Άνοιξη ανοίγω όλο το είναι μου. Να περάσει μέσα μου ακέραιη. Να μη σκοντάψει
πουθενά. Να με τρυγήσει, να με φιλήσει, να με χαϊδέψει, να με πατήσει. Χαλί
γίνομαι για το χατίρι της. Πάνω μου να κοιμηθεί. Να ονειρευτεί. Ποτέ να μη ξυπνήσει.
Μέχρι το Πάσχα. Τότε που θα τρίξουν οι πλάκες του θανάτου κι η έμορφη
ομορφότερη από ποτέ θα σηκωθεί και θ’ αρχίσει το χορό κρατώντας με από το χέρι
σφιχτά, σφιχτά, σφιχτά...
Δημοσιεύτηκε στο:
No comments:
Post a Comment
Σχόλια