"Τη Θεοτόκω εκτενώς νυν προσδράμωμεν", και εκτενώς δε μας φτάνει, θέλουμε κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο, τόσο που στέγνωσε η ψυχή μας βασιλικός απότιστος...
"Τις ημάς ερύσατο εκ τοσούτων κινδύνων"... κανείς δε μας λυπάται, κανένας δε θα μας λυπηθεί...
"Παθών με ταράττουσι προσβολαί, πολλής αθυμίας εμπιπλώσαί μου την ψυχήν" και πέφτω και τσακίζομαι και χτυπώ το γόνα μου και φωνάζω "νόνα" μου, κι είσαι εσύ η νόνα μου, Παναγιά μου, εσύ, Νόνα μου, Νόνα μου...
"Επίβλεψον εν ευμενεία", εν ευμενεία, γλυκά, μαλακά, με επιείκεια, μητέρα των μητέρων και των πατέρων όλου του κόσμου, των υιών και των θυγατέρων, όλων μας... μη μας συνοριστείς που 'μαστε κακομαθημένα, ράθυμα, κακότροπα, κουρασμένα και δειλά τ' ανάπηρα κι ανήμπορα... χτυπημένα απ' τα πάθη μας, αυτοτραυματισμένα τα ανόητα και ανώριμα από τις λύπες μας, τις λύπες που γεννούμε μόνοι μας, τις λύπες του κόσμου που δε νιώθει το λεπτό μας δέρμα και μας χτυπά αλύπητα...
"Πρεσβεία θερμή, και τείχος απροσμάχητον, ελέους πηγή, του κόσμου καταφύγιον" η αγκαλιά σου η απέραντη που όμοιά της δεν πλάστηκε σ' αυτόν τον ψεύτη κόσμο τον ανάλγητο, κι αφού χώρεσε τον Αχώρητο, δε μπορεί, θα χωρά κι εμάς, όλους μας χωρά, όλους μάς τυλίγει, μέσα στο τείχος της αγκαλιάς σου όλοι χωράμε και προστατευόμαστε από τους εχρθούς, τους εαυτούς μας και τους άλλους...
"Έμπλησον Αγνή, ευφροσύνης την καρδιάν μου, την σην ακήρατον διδούσα χαράν, της ευφροσύνης, η γεννήσασα τον αίτιον", ναι, λούσε μας, πλημμύρισέ μας στη θάλασσα της χαράς σου Παναγιά μου Νόνα μου, μόνο χαρά να έχουμε, όχι μια ξένη, μια κίβδηλη, μια πρόσκαιρη χαρά, μια κούφια, αλλά τη δική σου την ατέλειωτη, την αληθινή, την αιώνια, τη χαρά της αγάπης σου στον Θεό και στον Άνθρωπο... τη χαρά του Χρισού που όχι μόνον μας αγαπά, μα που είναι η Αγάπη...
Τίποτα να μη φοβόμαστε πλέον, κανένας φόβος να μη μας σκιάζει, τίποτα, τίποτα μαύρο, σκοτεινό, θλιβερό, άσχημο, θανατηφόρο... μέσα στο Φως να πλέουμε, στο Φως το ανέσπερο που εσύ γέννησες, η ταπείνωσή σου...
Τελείωσε η Παράκληση που ποτέ δεν τελειώνει...
Βγαίνω από τη μονή Βλατάδων και προχωρώ προς τον Πύργο του Τριγωνίου, σύρριζα των τειχών που προστάτευαν τη Θεσσαλονίκη -λίγο για να περαπατήσω, λίγο να δω την πόλη μου από ψηλά, πιο κοντά στους αγγέλους, πλησιέστερα στη Νόνα...
Το φως του ήλιου γονατίζει... Βάζει βαθιά μεάνοια στην Παναγία κι ύστερα βυθίζεται στην ποδιά της ν' αποκοιμηθεί αποκαμωμένο...
Κι εκείνη η φιλόστοργη, η τρισχαριτωμένη, του χαϊδεύει τα χρυσά μαλλιά τόσο τρυφερά που τα χάδια της αστέρια γίνονται και παρηγορούν τη μαύρη μας τη νύχτα... Αξίωσέ μας Παναγιά μου, αξίωσέ μας να προφτάσουμε την αγια σου Κοιμηση...
No comments:
Post a Comment
Σχόλια