Labels

Saturday, August 31, 2013

Καλό μήνα και καλή χρονιά!




"Και πάμε, τώρα, στο νέο εκκλησιαστικό έτος, 1η Σεπτεμβρίου, αρχή της Ινδίκτου. Η Βυζαντινή Εκκλησία επήρε την αρχή του πολιτικού έτους της Ρώμης, που ελέγετο Ίνδικτος. Και Ίνδικτος σημαίνει ορισμός. Ίνδικτος είναι δεκαπέντε χρόνια που όριζαν τη φορολογητέα ύλη οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες. Γιατί δεκαπέντε; Γιατί δεκαπέντε ήταν και η θητεία των στρατιωτών. Δεκαπέντε χρόνια. Και έγινε, μπήκε αρχικά 23, για το γενέθλιον του Καίσαρος και μετά πήγε 1η του μηνός Σεπτεμβρίου για να υπάρχει μια ισορροπία, και για λόγους πρακτικούς, δηλαδή. Και έτσι, η Εκκλησία η Ανατολική έχει την πρωτοχρονιά της, που είναι η 1η Σεπτεμβρίου. Γι' αυτό έχει και Ύμνους και αναγνώσματα και όλα τα υπόλοιπα ωραία. Κι ο Πατριάρχης μας καθιέρωσε την ημέρα αυτή ως ημέρα του περιβάλλοντος και πολύ καλά, κάτι γίνεται με το περιβάλλον, που 'ναι δώρον του Χριστού και οφείλομε να το προσέχομε και να μην κάνομε καταχρήσεις. Γιατί ο Κύριος έδωσε στους Πρωτόπλαστους τον Παράδεισο, τον επίγειο Παράδεισο και τους διέταξε να εργάζονται και να τον φυλάσσουν. Έτσι. Η εργασία είναι προπτωτικός νόμος. Μεγάλη υπόθεση και μεγάλη χαρά και προσφέρει και θεραπεία σ' εμάς τους δυσκολεμένους.

Και η 1η του μηνός Σεπτεμβρίου έχει και μια άλλη ιστορία. Κι έναν άλλο ορισμό. Κατ' αυτήν την 1η Σεπτεμβρίου ο Κύριος πήγε στη συναγωγή των Ιουδαίων και πήρε το βιβλίο του Ησαϊα και διάβασε το σημείο όπου αναφερόταν στον Μεσσία. "Πνεύμα Κυρίου επ' εμέ ου είνεκεν έχρισέ με, ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με" κλπ. Το διάβασε, λοιπόν, έδωσε στον υπηρέτη το βιβλίο, το 'βαλε στη θέση του, κι ο Χριστός έκαμε την εξήγηση. Έκαμε τη φοβερή δήλωση και είπε: Όλα αυτά που γράφει αυτό, τώρα συντελούνται μπροστά στα μάτια σας. Δηλαδή, εγώ είμαι ο ταπεινός και πράος Ιησούς, ο Μεσσίας. Και τους είπε κι άλλα παργηορητικά και οι Ιουδαίοι τον κόιταζαν. Και θαύμαζαν και για την εξήγηση που έδωσε αλλά και για τα λόγια της Χάριτος που εκπορευόντουσαν απ' το αγιασμένο στόμα Του. Και πολλοί λέγανε απορώντας: "Δεν είναι αυτός ο γιος του Ιωσήφ;" Κι εκεί σταματά το συναξάρι. Η απάντηση είναι ότι αυτός ήταν ο Θεάνθρωπος, ο Μεσσίας. Ο Ιωσήφ ήταν προστάτης και φύλακάς Του άχρι καιρού, η δε Παναγία, η μητέρα Του, κατά το ανθρώπινο, που Τον εγέννησε εκ Πνεύματος Αγίου.

Την ημέρα αυτή, την 1η Σεπτεμβρίου, είναι και η Σύναξη της Παναγίας των Μιασσηνών. Γιορτάζει την πρώτη μέρα, δηλαδή, ο αφέντης ο Χριστός, η Κυρά η Παναγία, και οι άγιοι στη συνέχεια. ( Άγιος Συμεών ο Στυλίτης, Ιησούς του Ναυή, Διάκονος Αμμούν και οι Σαράντα Παρθένες ) Τι όμορφο που είναι αυτό..."

Φθινοπωρινό Συναξάρι, τόμος Α΄, Αρχιμανδρίτης Ανανίας Κουστένης, εκδ. Ακτή, Λευκωσία 2008




Στη φωτογραφία είναι ένα από τα σκίτσα που σχεδίασα πριν καμιά δεκαετία με μελάνι.

Wednesday, August 28, 2013

Ο παπα Αριστείδης Μιχελουδάκης (1943 - 2005)- Ο βίος ενός καλού παπά από την Κρήτη



Ο π.Αριστείδης γεννήθηκε στα Ζερβιανά Κισάμου της Κρήτης. Ήταν το τελευταίο από τα πέντε παιδιά του Αντώνη και της Ζαμπίας. Από μικρός του άρεσε να χτυπά την καμπάνα, να πηγαίνει εκκλησία και να ντύνεται παπαδάκι, ν’ ακούει τα γράμματα.  Από πολύ νωρίς του γεννήθηκε η επιθυμία να γίνει ιερέας. Σταμάτησε όμως το σχολείο νωρίς γιατί δεν ήταν δυνατόν να το συνεχίσει, υπήρχε μεγάλη ανέχεια, ξυπόλητος πήγαινε στο σχολείο.Έτσι κατάφερε να τελειώσει μόνο το Δημοτικό. Έμαθε την τέχνη του μαραγκού, ξυπόλητος πήγαινε και στο μαραγκούδικο στο Καστέλλι, κι έλεγε πως έγινε μαραγκός γιατί την ίδια τέχνη είχε κι ο Χριστός.




Υπηρέτησε το στρατιωτικό του στην Κύπρο μέσα σε πολύ δύσκολες συνθήκες, κι από κει έστελνε ό, τι χρήματα έπαιρνε στην οικογένειά του. Τελειώνοντας το στρατιωτικό παντρεύεται τη Νίκη Παπαδερού από το Λειβαδά της επαρχίας Σελίνου και μαζί της αποκτά δύο παιδιά, τον Αντώνη και την Άννα.

Όταν ζήτησε από το Δεσπότη να τον χειροτονήσει ιερέα στην Κρήτη, εκείνος του αρνήθηκε γιατί υπήρχε ένας νόμος που ιερείς που δεν είχαν τελειώσει το Γυμνάσιο ήταν  τέταρτης κατηγορίας και μπορούσαν να τοποθετηθούν μόνο  παραμεθόωριες περιοχές. Στην Κρήτη τέτοιες περιοχές δεν υπήρχαν.




Μεταβαίνει στην Αθήνα για να βοηθήσει τον ιερέα νονό του παιδιού του να μετακομίσει στο Κιλκίς, που θα πήγαινε ως ιερέας στη μητρόπολη Πολυανής και Κιλκισίου. Φτάνοντας στο Κιλκίς γνωρίζει τον μητροπολίτη Χαρίτωνα και του εξομολογείται το διακαή πόθο του. Εκείνος τον ρωτά: 
“Το "Πιστεύω" το ξέρεις;”, “Το ξέρω”, “Το "Πάτερ ημών" το ξέρεις;”, “Το ξέρω”, “Πήγαινε, τότε, να ετοιμαστείς κι αύριο το πρωί έλα να σε χειροτονήσω.” 
Πηγαίνει ο Αριστείδης, ψάχνει και βρίσκει ένα τηλέφωνο, -δεν ήταν εύκολα τα τηλέφωνα εκείνον τον καιρό-, και το λέει στη γυναίκα του. Χειροτονείται ιερέας, κι επιστρέφει στην Αθήνα ως διάκονος να πάρει την οικογένειά του για να μετακομίσουν όλοι μαζί στον παραμεθώριο νομό του Κιλκίς.

Ο μητροπολίτης Χαρίτων τον μετακινούσε διαρκως από χωριό σε χωριό. Πολλές οι ανάγκες, λίγοι οι ιερείς, συνθήκες δύσκολες στις μετακινήσεις, στις επικοινωνίες, κρύο πολύ στη Μακεδονία και δεν υπήρχαν τα καλοριφέρ και οι σημερινές ανέσεις, κάτι σόμπες μόνο, κι η οικογένεια να περιμένει κάθε φορά το νοικοκύρη της. Μα του παπά η οικογένεια είναι ο κόσμος όλος, αυτή είναι η αλήθεια. Παρακαλούσε ο παπα Αριστείδης τον Δεσπότη να του δώσει μια ενορία, να σταθεί σ' έναν τόπο, μα εκείνος αρνούνταν. Μετά από εφτά χρόνια πηγαίνει και συναντά τον  Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιο, και του εξομολογείται τα προβλήματά του. Εκείνος τον ακούει με συμπάθεια, τον ενδυναμώνει, κι όταν φεύγει του δίνει έναν κλειστό φάκελο,  παρακαλώντας τον να τον ανοίξει μόνο όταν θα μπει μέσα στο λεωφορείο. Όταν τον ανοίγει ο π.Αριστείδης βλέπει πως του έχει βάλει μέσα τα χρήματα που χρειάστηκε για το λεωφορείο. Αρρωσταίνει βαριά ο Χαρίτων, μα μέχρι τα τελευταία του ο καλός παπάς του, παρόλη την ταλαιπωρία που είχε υποστεί, πηγαίνει και τον επισκέπτεται τακτικά. "Ο Δεσπότης αυτός με χειροτόνησε, του χρωστώ μεγάλη ευγνωμοσύνη", λέει. Μετά από λίγο, μητροπολίτης Κιλκισίου χειροτονείται ο Αμβρόσιος. Βελτιώνονται τα πράγματα για τον παπα Αριστείδη και τοποθετείται κάποια στιγμή στο Καμπάνι του Κιλκίς. Εκεί αποκτά καλούς φίλος που τον στηρίζουν. Ένας απ’ αυτούς, που θα μείνει φίλος του για όλη την υπόλοιπη ζωή του, είναι ο Ζαχαρίας, παππούς του Δρόσου Κουτσοκώστα.

                         


Έρχεται όμως η ώρα που ο ιερέας θέλει πια να επιστρέψει στην πατρίδα του. Πηγαίνει και ζητά απολυτήριο από τον Αμβρόσιο προκειμένου να τον δεχθεί ο μητροπολίτης Ρεθύμνου. Εκείνος στην αρχή του το αρνείται κατηγορηματικά. Παριανός ήτανε, "Κι εγώ ξενιτεμένος είμαι", του λέει, "κάτσε κι εσύ εδώ να υπομείνουμε μαζί την ξενιτιά". Μετά του ζητά να γνωρίσει τα παιδιά του. Με δάκρυα στα μάτια ο παπα Αριστείδης του τα φέρνει που περίμεναν απέξω. Βλέποντάς τα ο φιλότιμος Δεσπότης συγκινείται. "Μόνο για χάρη των παιδιών σου σε αφήνω να φύγεις", του λέει.

Γύρω στο 1978 επιστρέφει στην πατρίδα του, στο Μάλεμε ως εφημέριος στην μητρόπολη Κυδωνίας και Αποκορώνου. Εκεί θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του.



Πριν επιστρέψει οριστικά στην Κρήτη κάνει ένα ταξίδι από τη Μακεδονία στον τόπο του να δει την αδερφή του. Πριν φτάσει στο σπίτι της περνάει απ’ το σπίτι του παπά που δεν ήταν ντόπιος. Τον ρωτά πώς τα πάει με τους χωριανούς κι  εκείνος θυμωμένος του απαντά: “βρωμάνε παπά μου, όλοι βρωμάνε”. “Ε”, του λέει ο παπα Αριστείδης, “κι εμείς βρωμάμε λίγο, παπά μου...”

Η ζωή του ήταν ασκητική κι ας ήταν παντρεμένος με παιδιά. Προσπαθούσε να απομονωθεί όσο μπορούσε, κλεινόταν κι έκανε εκατοντάδες μετάνοιες. Δεν ήθελε να τον βλέπουνε.





Το 1985 χτίζει στη γενέτειρά του και στην αυλή του σπιτιού του, την πρώτη εκκλησία του αγίου Αριστείδη στον κόσμο. Όταν εγκαινιάστηκε απ’ τον Κισάμου και Σελίνου Ειρηναίο, το 1994 υπήρχαν ήδη κι άλλες. Συνδέθηκε πολύ με τον άγιό  του, και τ’ όνειρό του ήταν να κάνει κάθε χρόνο στη γιορτή του αγίου του πανηγύρι. Όνειρο που πραγματοποιήθηκε και γίνεται μέχρι σήμερα στις 12 Σεπτεμβρίου. Εκατοντάδες ή και χιλιάδες κάποιες φορές άνθρωποι που προσέρχονται, κι η παπαδιά με τη βοήθεια συγγενών και φίλων τους ταϊζει όλους.

Το πνευματικό έργο του στο Μάλεμε ήταν αθόρυβο. Κάθε Κυριακή, όπως και ανήμερα Χριστούγεννα και Πάσχα δεν τον θυμούνται τα παιδιά του στο τραπέζι. Όλο τον περίμεναν κι όλο αργούσε. Εκείνος, μετά τη λειτουργία, γυρνούσε από σπίτι σε σπίτι και μοίραζε αντίδωρα στους γέροντες που ήξερε πως ήθελαν να εκκλησιαστούν μα δεν μπορούσαν.

Έδειχνε μεγάλη αδυναμία στους γέροντες και στα μικρά παιδιά. Πολλά πνευματικά παιδιά του έγιναν ιερείς. Αγαπούσε πολύ το διάβασμα, “όταν ο άνθρωπος κλείνει το βιβλίο κλείνει το μυαλό του”, έλεγε. Κατάφερε να τελειώσει  το Εκκλησιαστικό Γυμνάσιο στα Χανιά γύρω στα πενήντα πέντε του χρόνια. Εκεί πρόσφερε  με την πνευματική εμπειρία που είχε αποκτήσει μεγάλη βοήθεια σε πολλά παιδιά. Έκανε όλες τις ακολουθίες της Εκκλησίας γιατί  αγαπούσε πολύ τη Λειτουργική ζωή.





Μιλούσε  πάντα με παραοβολές και λάτρευε τη φύση και την πεζοπορία. Διατηρούσε στενές σχέσεις με την Ιερά Μονή Γουβερνέα, γιατί χειροτονήθηκε ιερέας την μέρα της γιορτής του αγίου Ιωάννη του ερημίτη, ενός από τους ενενήντα εννέα Θεοφόρους Πατέρες εν Κρήτη, και συνδέθηκε πολύ με τον χαρισματικό  π. Ευμένιο Λαμπάκη.

Δεν ήθελε ποτέ να απομακρύνεται από την ενορία του, κι αν τυχόν έπρεπε να ταξιδέψει κάπου, βιαζόταν πολύ να γυρίσει μη και τον χρειαστούν οι ενορίτες του. Ποτέ δε ζητούσε χρήματα για τα Μυστήρια, έπαιρνε ό, τι του έδιναν κι αν δεν του έδιναν δεν έλεγε τίποτα, ούτε στους ενορίτες ούτε στην οικογένειά του. Απ’ τις κηδείες όμως δεν έπαιρνε ποτέ λεφτά. Το θεωρούσε αμαρτία.

Ο Δρόσος και ο Κυριάκος τον γνώρισαν. Λειτουργήθηκαν πολλές φορές μαζί του. Τον θυμούνται με πολλή αγάπη, ως πράο και μειλίχιο, με πολύ χιούμορ, ως ευσυνείδητο και καλό ιερέα που νοιζόταν με όλη του την καρδιά για το ποίμνιό του.

Το 2004  χτυπήθηκε από την επάρατη νόσο που υπέμεινε με καρτερία, κι έφυγε απ' αυτή τη ζωή το 2005, σε ηλικία 62 ετών την 11η Αυγούστου.






Εγώ δεν τον γνώρισα, αλλά τον ευγνωμονώ βαθιά. 
Αν τα έγραψα όλα τούτα, όπως μου τα ιστόρησε ο γιος του Αντώνης και φίλος από τα φοιτητικά μας χρόνια, από ευγνωμοσύνη το έκανα.  Γιατί φιλοξενήθηκα τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου στο σπίτι του στα Ζερβιανά, και στην αυλή του την πανέμορφη αγαλλίασε η ψυχή μου. 
Μα περισσότερο απ’ όλα τον ευγνωμονώ για το εκκλησάκι που έχτισε, το εκκλησάκι του αγίου του που η χάρη του είναι διάχυτη εκεί ψηλά και τα θαύματά του περίσσεια. Το έζησα το εκκλησάκι αυτό, και γνώρισα εξαιτίας του και τον άγιο Αριστείδη που ήταν μαθητής του αποστόλου Παύλου. Του οφείλω το δεύτερο παραμύθι της σειράς που ξεκινήσαμε με την Βιβλική Εταιρεία: "Ο Καλλίστρατος και τα χαρίσματα των δούλων". Ένα παραμύθι πάνω στην παραβολή των ταλάντων. Τώρα μένει να κάνω τις διορθώσεις, μα σχεδόν όλο γράφτηκε τις τελευταίες δυο μέρες που πέρασα εκεί, ξυπνώντας κάθε μέρα στις 6.30 το πρωί.

Την ευχή του αγίου Αριστείδη να έχουμε, μαζί με την ευχή του παπα Αριστείδη.



Tuesday, August 27, 2013

΄ Αγιος Φανούριος ο νεοφανής - 27 Αυγούστου




Ήταν μια μέρα σαν τη σημερινή, 27 του Αυγούστου. Σκλαβωμένοι στους Τούρκους ήμασταν, και στη Ρόδο οι κατακτητές μας επισκεύαζαν τα τείχη της πόλεως. Μέσα στα χαλάσματα βρήκαν μια εκκλησίιά και κάποιες φθαρμένες απ’ τα χρόνια και τις καταστροφές εικόνες. Aνάμεσά τους μία σχεδόν άθικτη. Ήταν λίγο μετά το 1355. Θα πρέπει οι εργάτες να ήταν φιλότιμοι άνθρωποι, γιατί ειδοποίησαν τους χριστιανούς κι έτσι έφτασαν το έμαθε ο μητροπολίτης του νησιού, Νείλος (1355 – 1369). Πήγε ο ίδιος εκεί και είδε την ωραία εικόνα μ’ ένα όνομα άγνωστο ως τότε, έναν άγιο που κανείς δεν τον ήξερε. Το όνομα το διάβασε καθαρά. Ήταν ο άγιος Φανούριος. Αμέσως αποφάσισε να τον τιμήσει, όπως ήξερε. Ζήτησε άδεια στέλνοντας αντιπροσωπεία στον ηγεμόνα του νησιού ν’ αναστηλώσει τον κατεστραμμένο ναό. Ο ηγεμόνας αρνήθηκε, και τότε ο μητροπολίτης κατόρθωσε να εξασφαλίσει την άδεια από τον Σουλτάνο.  Ανακαίνισε το ναό και του έδωσε το όνομα του νεοφανούς αγίου. Μιας και δε γνώριζε την ημέρα του μαρτυρίου του, καθιέρωσε ως γιορτή του αγίου, την ημέρα ευρέσεως της εικόνας του. Και αφού η Ρόδος έγινε τα πρώτα χρόνια ο κύριος τόπος τιμής του αγίου, ήταν τόσα τα θαύματα που άρχισε αυτός να κάνει, που γρήυγορα η φήμη του εξαπλώθηκε σε όλα τα Δωδεκάνησα, την Κύπρο, την Κρήτη, τη Λέσβο, τη Χίο και σε όλο τον ελλαδικό χώρο.

Από κει και πέρα, έπαιξε κι η γλώσσα τον δικό της ρόλο, γιατί τα ονόματα έχουν σημασία και συχνά φανερώνουν τα χαρίσματα. "Αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις", που λέει το αρχαίο ρητό. Φανούριος, από το φαίνω, φανερώνω, αποκαλύπτω. Ό, τι χάθηκε, ό, τι αποζητώ, ό, τι κρύβεται. Αυτό το χάρισμα του αγίου συνετέλεσε στη μεγάλη του δημοφιλία. Ποιος δε χάνει, ποιος δεν αναζητά το κρυμμένο;

Οι βοσκοί στην Κρήτη επικαλούνταν τον άγιο να τους βρει τα χαμένα πρόβατα και τις κατσίκες, να τους φανερώσει τους ζωοκλέφτες κι αφού ο άγιος τους έκανε τη χάρη, τον έκαναν κι αυτοί προστάτη των ποιμνίων τους. Οι νέοι τον παρακαλούσαν να τους φανερώσει την τύχη τους, τον άντρα ή τη γυναίκα που τους μέλλεται. Αλλού γιάτρευε τους πονοκεφάλους, έβρισκαν την υγειά τους οι άνθρωποι. 





Κι αν ο κάθε άγιος θέλει και το τάμα του, -εδώ μοιάζει πολύ με το παιδί ο άγιος-, σιγά σιγά τα ποικίλλα τάματα κατέληξαν σε ένα και μοναδικό, τη γνωστή φανουρόπιτα. Αλεύρι, νερό, ζάχαρη, κανέλλα, γαρύφαλλα, ξύσμα πορτοκαλιού, χυμό πορτοκαλιού, αλάτι, σταφίδες και καρύδια.

 Στην εικόνα του αγίου που βρέθηκε στη Ρόδο από τους τούρκους εργάτες, γύρω από τον άγιο σε μικρότερα εικονίδια περιγράφονται τα μαρτύριά του.

1η σκηνή
Ο άγιος απολογείται όρθιος μπροστά στον Ρωμαίο ανακριτή.
2η σκηνή
Οι στρατιώτες τον λιθοβολούν στο κεφάλι και στο στόμα.
3η σκηνή
Εξαγριωμένοι οι στρατιωτες προφανώς από τη σταθερότητα της ομολογίας του αγίου τον ρίχνουν κάτω και τον χτυπούν με ξύλα και ρόπαλα
4η σκηνή
Κλεισμένος στη φυλακή, γδέρνουν οι στρατιώτες το γυμνό του σώμα με αιχμηρά σιδερένια εργαλεία.
5η σκηνή
Ο άγιος στη φυλακή προσεύχεται.
6η σκηνή
Ο άγιος πάλι μπροστά στον ανακριτή απολογείται.
7η σκηνή
Οι δήμιοι καίνε με αναμμένες λαμπάδες το γυμνό σώμα του.
8η σκηνή
Ο άγιος είναι δεμένος πάνω σε μάγκανο που περιστρέφεται και συντρίβονται τα κόκκαλά του, ενώ το πρόσωπό του είναι ιλαρό.
9η σκηνή
Τον ρίχνουν μέσα σε λάκκο να τον φάνε τα θηρία και από πάνω οι δήμιοι παρακολουθούν το θέαμα. Μα τα θηρία τον περιτρυγιρίζουν ήσυχα σαν αρνάκια.
10η σκηνή
Οι δήμιοι τον βγάζουν απ’ το λάκο και πετούν επάνω του μια τεράστια πέτρα, μα φαίνεται να μην παθαίνει τίποτα ο άγιος.
11η σκηνή
Τον βάζουν να θυσιάσει στα είδωλα μπροστά σ’ έναν βωμό βάζοντας στα χέρια του αναμμένα κάρβουνα. Ένας διάβολος στην άκρη κλαίει έχοντας αποτύχει και πάλι να κάμψει την πίστη του αγίου.
12η σκηνή
Όρθιος πάνω σ’ ένα σκαμνί μέσα σ’ ένα καμίνι με φωτιά, προσεύχεται ο άγιος στο Θεό.

Από την εικόνα του αγίου συμπεραίνουμε πως ο άγιος έζησε και μαρτύρησε γύρω στον 2ο – 30 αι. Πως ήταν μορφωμένος για να είναι στρατιωτικός. Πως οι γονείς του ήταν ευσεβείς για να του δώσουν ένα τέτοιο χριστιανικό όνομα. Πως ήταν Μεγαλομάρτυς, από τα φοβερά βασανιστήρια που υπέστη. Και πως ήδη τον τιμούσαν οι πρωτοι χριστιανοί ως άγιο αφού του είχαν χτίσει ναό στη Ρόδο.
Την ευχούλα του αγίου να έχουμε και να μας φανερώνει το καλό.

Απολυτίκιο
Ουράνιον εφύμνιον εν γη τελείται λαμπρώς, επίγειον πανήγυριν νυν εορτάζει φαιδρώς Αγγέλων πολίτευμα, άνωθεν υμνωδίαις, ευφημούσι τους άθλους, κάτωθεν Εκκλησίαν την ουράνιαν δόξαν, ην εύρες πόνοις και άθλοις, Φανούριε ένδοξε.
  

Σημείωση
Τις παραπάνω πληροφορίες τις πήρα από τα ακόλουθα site, συμπτίσοντάς τες και αποδίδοντάς τες με τον τρόπο μου.
 Οι φωτογραφίες είναι τραβηγμένες από το ναό του αγίου Φανουρίου Θεσσαλονίκης.

Monday, August 26, 2013

Καλή βδομάδα! Φορτσάτο ξεκίνημα...


Nα πηγαίνεις ν' ανάψεις ένα κερί, να έχεις ανάγκη να μείνεις λίγο σ' ένα ναό που τον άγιό του ευλαβείσαι ξεχωριστά, και ο άνθρωπος που φροντίζει την καθαριότητα του ναού να μην επιτρέπει την είσοδό σου σ' αυτόν, παρά να σε κρατά με το στανιό στο νάρθηκα, είναι για μένα πράγμα ανήκουστο. Το πρώτο πρόσχημα ήταν πως έρχονται πολλοί ναρκομανείς. Το δεύτερο πως μπαίνουν πολλοί και κλέβουν. Το τρίτο, "εγώ θέλω να διαφυλάξω τη θέση μου". Εσύ ούτε ναρκομανείς είσαι, ούτε κλέφτης, και βέβαια κανενός τη θέση δε θέλεις να πάρεις, ούτε κανένας να χάσει τη θέση του... Του το ομολογείς. Και όμως τίποτα δεν πείθει τον άνθρωπο να βγάλει το απαγορευτικό σχοινί για να σου επιτρέψει την είσοδο. Στο τέλος σου λέει με θράσος, "να πας σε άλλη εκκλησία"! 

"Ο ναός δεν είναι σπίτι κανενός να τον κλείνει όποτε θέλει, τουλάχιστοντις τις ώρες που είναι ανοιχτός. Είναι ολονών μας ο κάθε ναός, όπως και η Εκκλησία. Είναι εντολή Δεσπότη ή ιερέα αυτό;" ρώτησα. "Όχι, δεν είναι κανενός. Δική μου εντολή είναι". "Βοήθειά σας", φώναξα με νεύρο, "αλλά αν δεν το ξέρουν, θα το μάθουν!" κι έφυγα. "Δε με νοιάζει τίποτα!" απάντησε θυμωμένα.

Σπάνια θυμώνω στ' αλήθεια. Συνήθως θυμώνω στα ψέμματα και μόνο για παιδαγωγικούς λόγους. Μα σήμερα θύμωσα στ' αλήθεια. Πόνεσα στο πιο βαθύ σημείο μου, το πιο ευαίσθητο. Στο δευτερόλεπτο που έμεινα στον νάρθηκα μόνη με τον άγιο, τον χάιδεψα και του είπα: Τι τραβάς κι εσύ...

Και μετά πήγα κατευθείαν στη μητρόπολη, στα γραφεία. Για κανέναν δεν θα το έκανα. Ούτε για τον εαυτό μου, ούτε για την οικογένειά μου, ούτε την περιουσία μου θα υπεράσπιζα έτσι, ούτε τίποτα. Για τον άγιο όμως και για τον ναό του, για τον κόσμο το απλό που πονάει, που γυρεύει κάπου ν' ακουμπήσει, το έκανα. Βρήκα τον προϊστάμενο και του εξέθεσα το ζήτημα με πόνο ψυχής. Δεν είχε ιδέα ούτε ο ίδιος, ούτε ο Δεσπότης, ούτε ο εφημέριος του ναού. "Και ναρκωμανείς υπάρχουν και κλέφτες υπάρχουν, αλλά για χάρη τους δε θα εμποδίζουμε τον κάθε πιστό να μπαίνει μέσα στις εκκλησίες", μου απάντησε. Έτσι είναι.

Φεύγοντας ζήτησα και συγνώμη για τη στεναχώρια, αλλά πρόσθεσα πως του τα είπα για να τα ξέρει, γιατί πολά δε φτάνουν στ' αφτιά τους, και τα είπα όπως θα τα έλεγα στον μπαμπά μου.

Πολλά πράγματα μπορώ ν' αφήσω έτσι, σε πολλά μπορώ να κάνω τα στραβά μάτια, αλλά όχι σ' αυτά. Είμαι κομμάτι του πληρώματος της εκκλησίας, μπορεί να είμαι το χειρότερο, το πιο αμαρτωλό και αχρείο, αλλά ακόμα και με το αίμα μου θα υπερασπιστώ το δικαίωμα του κάθε ανθρώπου να μπορεί να μπαίνει μέσα σε μια εκκλησιά, και να κάθεται εκεί που αναπαύεται η ψυχούλα του κι έχει ανάγκη. Κανένας διάολος δε μπορεί να με πείσει πως ο ναός χρειάζεται φρουρούς και φύλακες. Πως δικαιούται ο κάθε νεωκόρος να απαγορεύει την είσοδο. Να φυλάσονται τα Άγια, να κλειδώνονται οι λειψανοθήκες, να έχουν το νου τους όσοι προσέχουν τους ναούς. Μέχρι εδώ καλά. Μα αυτοί που πρώτα απ' όλα  φυλούν τους ναούς είναι οι άγιοί τους κι ο Θεός. "Ο Θεός επιτρέπει να Τον κλέβουν, εσείς προστατεύετε το Θεό διώχνοντας το λαό Του;" είπα. Αλλοίμονο... "Εγώ θέλω μόνο να διασφαλίσω τη θέση μου..." Αλλοίμονο... Θεός φυλάξοι, είπα, και λέω ακόμα μέσα μου... Θεός φυλάξοι από κάτι τέτοιους  φύλακες του Θεού...
Την ευχή του αγίου Παντελεήμονα να έχουμε και τη συγχώρεσή του... κι αν έπραξα κι εγώ λάθος, ας με συγχωρέσει...



Friday, August 23, 2013

Οι ενενήντα εννέα Θεοφόροι Πατέρες εν Κρήτη - Μια ιστορία κραταιάς αγάπης


Ακούστε τώρα μια ιστορία αγάπης κραταιάς σαν τον θάνατο και ασυνήθιστα "πολυπληθούς". Δεν τη βρήκα γραμμένη πουθενά, παρά μου τη διηγήθηκε στην Κρήτη ο καλός φίλος Αντώνης Μιχελουδάκης, όπως τη διασώζει η προφορική παράδοση του τόπο του. 

Ήταν, λέει κάποτε, -κανείς δε γνωρίζει πότε ακριβώς-, ενενήντα εννέα άνδρες που αποφασισμένοι να ασκητέψουν και να γίνουν ερημίτες, ξεκίνησαν από κάποια χώρα της Αφρικής με πρώτο ανάμεσά τους τον Ιωάννη, και ψάχνοντας κατάλληλο τόπο για να εγκαταβιώσουν κατέληξαν μετά από πολλές περιπλανήσεις στον Αζωγυρά, του νομού Χανίων, στην επαρχία Κισάμου και Σελίνου. Εκεί είναι η αρχαία Πολυρρήνια, δλδ. ο τόπος  των πολλών προβάτων, ρήνεα είναι τα πρόβατα.

Μέσα στην καρδιά του βουνού βρήκαν μια πολύ μεγάλη σπηλιά κι εκεί ζούσαν όλοι μαζί με προσευχή και νηστεία, άσκηση μεγάλη. Ο Ιωάννης όμως άρχισε ν' αποζητά μεγαλύτερη ησυχία και περισσότερη άσκηση, κι έτσι είπε μια μέρα στους άλλους: "αδέρφια μου, εγώ θα φύγω". Τότε αποφάσισαν όλοι μαζί κι έκαναν όρκο πως αν πεθάνει έστω κι ένας, να πεθάνουν κι οι υπόλοιποι. Κι έφυγε ο Ιωάννης.




Με τα πολλά έφτασε σ' ένα φαράγγι απόκρημνο στο ακρωτήρι των Χανίων κι εκεί βρήκε μια σπηλιά που είχε βάθος σχεδόν χίλια μέτρα. Η παράδοση λέει, πως όσο ζούσε ο όσιος Ιωάννης η σπληιά φωτίζονταν κι αυτό το φως το έβλεπαν από μακριά όλοι.

Ήταν τόση η άσκηση και οι νηστείες του, που έφτασε από την πολλή αδυναμία να μην μπορεί να σταθεί στα πόδια του, κι έτσι περπατούσε στα τέσσερα όπως περπατούν τα ζώα. Μια μέρα που βγήκε έξω από τη σπηλιά τον είδε από μακριά ένας κυνηγός και νομίζοντας πως πρόκειται για ζώο σήκωσε το τόξο και στόχευσε με το βέλος του τον ερημίτη.


 http://www.saint.gr/2698/saint.aspx

Με χίλιους κόπους σύρθηκε ο Ιωάννης στη σπηλιά του κι ο κυνηγός άρχισε να ψάχνει το "θήραμά" του. Ακολουθώντας τα ίχνη του αίματος, έφτασε στη φωτισμένη σπηλιά και μπήκε μέσα. Εκεί βρήκε τον ερημίτη ξαπλωμένο πάνω στο πέτρινο κρεββάτι του αιμόφυρτο. Τότε κατάλαβε τι είχε κάνει. Έπεσε στα πόδια του και του ζήτησε να τον συγχωρέσει. Ο όσιος του απάντησε: "Δεν πειράζει, παιδί μου. Εγώ τώρα πάω εκεί που είναι ορισμένο να πάω, εσύ όμως βγες από τη σπηλιά όσο ζω, γιατί αν πεθάνω θα σβήσει το φως και δε θα μπορείς να φύγεις."

Σηκώθηκε περίλυπος ο κυνηγός να φύγει και φτάνοντας πια στην έξοδο της σπηλιάς έσβησε το φως και τότε κατάλαβε πως ό όσιος είχε πεθάνει.

Την ίδια εκείνη ώρα, τα ενενήντα οχτώ αδέρφια του έκαναν καθένα τις δουλειές του. Άλλος έπλενε, άλλος έσκαβε, άλλος μαγείρευε, άλλος προσευχόταν γονατιστός. Πέθαναν όλοι μαζί μαζί ταυτόχρονα με τον Ιωάννη. Όταν μετά από χρόνια βρέθηκκαν τα οστά τους, επιβεβαιώθηκε πως πέθαναν την ίδια ώρα και ανάλογα με τη στάση που είχε το κάθε σώμα, επιβεβαιώνονται και τα παραπάνω.



Αφορμή γι' αυτή τη διήγηση στάθηκε η επίσκεψή μας στο εκκλησάκι του Άη Γιώργη, πάνω απ' το Καστέλλι. Μπαίνοντας είδα την εικόνα των αγίων Πατέρων δίπλα στον άγιο Παντελεήμονα και απόρησα θαυμάζοντας τόσους συγκεντρωμένους ερημίτες σε μια εικόνα. Ένα ταπεινό εκκλησάκι είναι ο Άη Γιώργης, ευλογημένο από τους αγιούς και χαριτωμένο από τις προσευχές των πιστών. Πλήθος τα τάματα κάτω από τις εικόνες. 

Στην Πολυρρήνια υπάρχει πετρόκτιστος ναός, σε βασιλικό ρυθμό, που χτίστηκε το 189,4 αφιερωμένος στη μνήμη των αγίων Πατέρων, στο ομώνυμο ημιορεινό χωριό. Η μνήμη τους εορτάζεται στις 7 του Οκτώβρη. Ο ναός τους είναι χτισμένος δίπλα στα ερείπια αρχαίου ναού της θεάς Αρτέμιδος και πολλές από τις πέτρες του, που αρχικά ήταν του αρχαίου ναού, φέρουν επάνω τους χαραγμένα "τάματα" των κατοίκων από την εποχή της ειδωλολατρείας. Τα εγκαίνια έγιναν από τον μακαριστό επίσκοπο Κισάμου και Σελίνου Ευδόκιμο. Τα τεμάχια των λειψάνων των αγίων Πατέρων που βρίσκονται στον ναό τα έφερε εκεί ο ιερομόναχος Γαβριήλ, παλαιότερος εφημέριος της ενορίας.

Την ευχούλα των αγίων Πατέρων να έχουμε, τις πρεσβείες τους, και την μεταξύ τους αγάπη, μεταξύ μας κι εμείς.





Monday, August 19, 2013

Καλή βδομάδα - η διαμάχη






Έξω από τη θωπευτική αγκαλιά του Ρεθυμνιώτικου λιμανιού, και κάτω από το κάστρο της Φορτέντζα, η θάλασσα παλεύει ακατάπαυστα σαν καλλιτέχνης λεύτερος. Με τον αέρα, με τον εαυτό της, με τους βράχους. Με πάθος ασυγκράτητο χτυπά πάνω στα ασυγκίνητα βράχια δίχως να τραυματιστεί ποσώς από΄τις φονικές αιχμές τους. Σκοντάφτοντας στο αγέρωχό τους πρόσωπο σαλτάρει στους αιθέρες με τη δύναμη αθλητή σκληρά προπονηένου. Κανένας βράχος δε στάθηκε ικανός ποτέ να καταπιεί μια θάλασσα. Πάντα τού ξεγλιστρά η ρευστή κάνοντας άλματα. Ίσαμε τον ουρανό υψώνεται, κι αφού τελέσει το χρέος της όσο ψηλότερα μπορεί, πέφτει ταπεινωμένη και διασπασμένη σε δροσοσταλίδες άπειρες, κι ούτε που νοιάζεται να ησυχάσει. Το νέο κύμα που σπρώχνει βίαια ο ασίγαστος αέρας θ' ακολουθήσει το παράδειγμα του προηγούμενου και πάλι απ' την αρχή. 
Δύσκολο να το πεις ποιος βγαίνει νικητής σ' αυτή την ατελεύτητη διαμάχη. Ο βράχος γιά η θάλασσα. Όση δύναμη έχει η υδάτινη αγωνίστρια, άλλη τόση διατηρεί κι ο ακατάβλητος γίγαντας στη σταθερότητά του. Με τον καιρό όμως θαρρώ πως ο βράχος αλλοιώνεται κι υποχωρεί ανεπαίσθητα. Με το καιρό, τα χρόνια, τους αιώνες...  

Αύγουστος είναι και περνώ τις μέρες και τις νύχτες μου σε τούτον τον ευλογημένο τόπο διδασκόμενη απ' τα στοιχειά της φύσης και τον ποιητή τους...

Wednesday, August 14, 2013

Κοιμήσεως της Θεοτόκου - Χρόνια πολλά!







Όπως είναι γνωστό, επάνω από το Σταυρό ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, έδωσε εντολή και την Παναγία μητέρα του παρέλαβε ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής στο σπίτι του, όπου διέμενε μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο και τη μητέρα του Σαλώμη, συγγενή της Θεοτόκου. Όταν δε ήλθε η στιγμή να τελειώσει την επίγεια ζωή της, άγγελος Κυρίου (η παράδοση λέει ότι ήταν ο Aρχάγγελος Γαβριήλ) της το έκανε γνωστό τρεις μέρες πριν.

Η χαρά της Θεοτόκου υπήρξε μεγάλη, διότι θα συναντούσε το μονογενή της Υιό και Θεό όλων των ανθρώπων. Πήγε, λοιπόν, και προσευχήθηκε στο όρος των Ελαίων, όπου συνήθιζε να προσεύχεται και ο Κύριος Ιησούς. Έπειτα, γύρισε στο σπίτι του Ιωάννη, όπου έκανε γνωστή την επικείμενη κοίμηση της.Η παράδοση αναφέρει ότι την τρίτη ήμερα από την εμφάνιση του αγγέλου, λίγο πριν κοιμηθεί η Θεοτόκος, οι Απόστολοι δεν ήταν όλοι στα Ιεροσόλυμα, αλλά σε μακρινούς τόπους όπου κήρυτταν το Ευαγγέλιο. Τότε, ξαφνικά νεφέλη τους άρπαξε και τους έφερε όλους μπροστά στο κρεβάτι, όπου ήταν ξαπλωμένη η Θεοτόκος και περίμενε την κοίμηση της. Mαζί δε με τους Aποστόλους ήλθε και ο Aρεοπαγίτης Διονύσιος, ο Άγιος Iερόθεος ο διδάσκαλος του Διονυσίου, ο Aπόστολος Tιμόθεος, και οι λοιποί θεόσοφοι Iεράρχες.Όταν εκοιμήθη, με ψαλμούς και ύμνους την τοποθέτησαν στο μνήμα της Γεσθημανή. Eπειδή, κατά θείαν οικονομίαν, ένας από τους Aποστόλους (ο Θωμάς όπως λέει η παράδοση) δεν ήταν παρών στην κηδεία της Θεομήτορος, ζήτησε να ανοιχτεί ο τάφος ώστε να προσκυνήσει και αυτός το Σώμα της Θεοτόκου.Έτσι, μετά από τρεις ήμερες, άνοιξαν τον τάφο και έκπληκτοι διαπίστωσαν ότι η Παναγία αναστήθηκε σωματικά και ανελήφθη στους ουρανούς. Και βέβαια, όλη η ανθρωπότητα, με ευγνωμοσύνη για τις πρεσβείες της στο Σωτήρα Χριστό, αναφωνεί: «Χαίρε, ώ Μήτερ τής ζωής».


Monday, August 12, 2013

Παναγιά μου, Νόνα μου!


"Τη Θεοτόκω εκτενώς νυν προσδράμωμεν", και εκτενώς δε μας φτάνει, θέλουμε κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο, τόσο που στέγνωσε η ψυχή μας βασιλικός απότιστος...
"Τις ημάς ερύσατο εκ τοσούτων κινδύνων"... κανείς δε μας λυπάται, κανένας δε θα μας λυπηθεί...




"Παθών με ταράττουσι προσβολαί, πολλής αθυμίας εμπιπλώσαί μου την ψυχήν" και πέφτω και τσακίζομαι και χτυπώ το γόνα μου και φωνάζω "νόνα" μου, κι είσαι εσύ η νόνα μου, Παναγιά μου, εσύ, Νόνα μου, Νόνα μου...
"Επίβλεψον εν ευμενεία", εν ευμενεία, γλυκά, μαλακά, με επιείκεια, μητέρα των μητέρων και των πατέρων όλου του κόσμου, των υιών και των θυγατέρων, όλων μας... μη μας συνοριστείς που 'μαστε κακομαθημένα, ράθυμα, κακότροπα, κουρασμένα και δειλά τ' ανάπηρα κι ανήμπορα... χτυπημένα απ' τα πάθη μας, αυτοτραυματισμένα τα ανόητα και ανώριμα από τις λύπες μας, τις λύπες που γεννούμε μόνοι μας, τις λύπες του κόσμου που δε νιώθει το λεπτό μας δέρμα και μας χτυπά αλύπητα...





"Πρεσβεία θερμή, και τείχος απροσμάχητον, ελέους πηγή, του κόσμου καταφύγιον" η αγκαλιά σου η απέραντη που όμοιά της δεν πλάστηκε σ' αυτόν τον ψεύτη κόσμο τον ανάλγητο, κι αφού χώρεσε τον Αχώρητο, δε μπορεί, θα χωρά κι εμάς, όλους μας χωρά, όλους μάς τυλίγει, μέσα στο τείχος της αγκαλιάς σου όλοι χωράμε και προστατευόμαστε από τους εχρθούς, τους εαυτούς μας και τους άλλους...
"Έμπλησον Αγνή, ευφροσύνης την καρδιάν μου, την σην ακήρατον διδούσα χαράν, της ευφροσύνης, η γεννήσασα τον αίτιον", ναι, λούσε μας, πλημμύρισέ μας στη θάλασσα της χαράς σου Παναγιά μου Νόνα μου, μόνο χαρά να έχουμε, όχι μια ξένη, μια κίβδηλη, μια πρόσκαιρη χαρά, μια κούφια, αλλά τη δική σου την ατέλειωτη, την αληθινή, την αιώνια, τη χαρά της αγάπης σου στον Θεό και στον Άνθρωπο... τη χαρά του Χρισού που όχι μόνον μας αγαπά, μα που είναι η Αγάπη...



Τίποτα να μη φοβόμαστε πλέον, κανένας φόβος να μη μας σκιάζει, τίποτα, τίποτα μαύρο, σκοτεινό, θλιβερό, άσχημο, θανατηφόρο... μέσα στο Φως να πλέουμε, στο Φως το ανέσπερο που εσύ γέννησες, η ταπείνωσή σου...




Τελείωσε η Παράκληση που ποτέ δεν τελειώνει... 
Βγαίνω από τη μονή Βλατάδων και προχωρώ προς τον Πύργο του Τριγωνίου, σύρριζα των τειχών που προστάτευαν τη Θεσσαλονίκη -λίγο για να περαπατήσω, λίγο να δω την πόλη μου από ψηλά, πιο κοντά στους αγγέλους, πλησιέστερα στη Νόνα...
Το φως του ήλιου γονατίζει... Βάζει βαθιά μεάνοια στην Παναγία κι ύστερα βυθίζεται στην ποδιά της ν' αποκοιμηθεί αποκαμωμένο...
Κι εκείνη η φιλόστοργη, η τρισχαριτωμένη, του χαϊδεύει τα χρυσά μαλλιά τόσο τρυφερά που τα χάδια της αστέρια γίνονται και παρηγορούν τη μαύρη μας τη νύχτα... Αξίωσέ μας Παναγιά μου, αξίωσέ μας να προφτάσουμε την αγια σου Κοιμηση...


Sunday, August 11, 2013

Το Λεπροκομείο της Χίου, το παπαδάκι του, η Παναγία Βοήθεια και το κιλίμι


Το λεπροκομείο της Χίου 

Τα πράγματα έχουν ως εξής: Πριν φύγουμε για Χίο "κατεβάσαμε" το σπίτι -βιβλία, δίσκους ψηφιακούς, κάδρα, κεραμικά, και ό,τι άλλο υπήρχε στους τοίχους και τα ράφια τους, προκειμένου να βαφεί όσο θα λείπαμε. Με την επάνοδό μας, είχαμε να "ανεβάσουμε" πάλι το σπίτι στη θέση του. Αποδείχθηκε πως πολύ πιο εύκολα κατεβαίνει κάτι, παρά ανεβαίνει. Όταν μάλιστα το ανέβασμα προϋποθέτει το ξεσκόνισμα και ξεσκαρτάρισμα εκατοντάδων βιβλίων και cd, στην αρχή εύχεσαι να είχες μια μπουλντόζα που θα τα πάρει όλα και θα τα πετάξει απ' το μπαλκόνι με μια μόνο κίνηση, και στο τέλος, -μιας και κομματάκι δύσκολο ν' ανέβει μπουλντόζα στον τέταρτο όροφο-, και αφού πια έχουν επιστρέψει όλα λαμπικαρισμένα στη θέση τους, νιώθεις περήφανος όσο μάλλον θα ένιωθε και ο Ηρακλής μετά από κάθε άθλο του.


Μέσα σ' αυτή τη διαδικασία συμβαίνει ν' ανακαλύπτεις πράγματα που δε τα θυμάσαι ή τα είχες χαμένα. Έτσι κι εγώ μέσα στα τελευταία βιβλία που ξεσκόνιζα σκόνταψα πάνω σ' ένα που δεν το θυμόμουν καθόλου, με τίτλο: "Το πρώτο μου συναξάρι". Ήταν το μόνο που έβαλα στην άκρη για να το κοιτάξω, χωρίς να ξέρω ακριβώς για ποιο λόγο το κάνω.

Θα πρέπει εδώ να προσθέσω πως το "Ημερολόγιο Κάμπου" που δημοσίευα εδώ, το σταμάτησα τρεις μέρες πριν φύγω από τη Χίο. Έτσι, δεν έγραψα για δύο σημαντικές στιγμές εκείνων των τελευταίων ημερών που η πρώτη αφορούσε στο Λεπροκομείο της Χίου και η δεύτερη το μοναστήρι της Παναγίας Βοήθειας -έτσι το τονίζουν οι Χιώτες και κρατώ τον τονισμό τους- που επισκεφτήκαμε αμέσως μετά, και στο οποίο πήγα γιατί μια Χιώτισσα μου είπε πως εκεί ίσως έβρισκα χειροποίητα κιλίμια που αναζητούσα. Δεν ήξερα όμως τι να γράψω γι' αυτές τις επισκέψεις, παρόλο που εντυπωσιάστηκα και μάλιστα για το πρώτο τράβηξα κι ένα μεγάλο βίντεο που προτίθεμαι ν' ανεβάσω. Δεν είχα όμως καμιά πληροφορία σχετική, ούτε υπήρχε και καμιά σύνδεση μεταξύ τους, οπότε τα άφησα στην άκρη περιμένοντας να έρθει η ώρα τους. Η ώρα έρχεται. Σχεδόν πάντα έρχεται. Και ήρθε απροσδόκητα ανοίγοντας το βιβλίο αυτό που άφησα στην άκρη και άρχισα προχθές το βράδυ να διαβάζω για να μείνω στο τέλος έκπληκτη μπροστά στην αποκάλυψη που μου έγινε. 

Ξεκινώ "Το πρώτο μου συναξάρι", που στην πρώτη του σελίδα διαβάζω πως πριν δέκα χρόνια το είχα κάνει δώρο στην μεγάλη θυγατέρα μου. Δεν το θυμόμουν. Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ι.Μ.Χρυσοπηγής, και ο πρώτος βίος είναι του αγίου Ανθίμου. Ποιος είναι τώρα αυτός ο άγιος, και δεν τον ξέρω καθόλου, αναρωτιέμαι. Θα γράψω με δικά μου λόγια τον βίο του, μόνο χάριν συντομίας γιατί είναι πολύ καλογραμμένος, αλλά για μπλογκ μακροσκελής.


Η αυλή του μοναστηριού της Παναγίας Βοήθειας. 


"1η Ιουλίου του 1869, γεννήθηκε στη Χίο ο άγιος, ανήμερα αγίων Αναργύρων και τον ονόμασαν Αργύριο. Μικρός κοντά στον πατέρα του μάθαινε την τέχνη του υποδηματοποιού. Παρόλο που είχε το χάρισμα της μνήμης και της κριτικής σκέψης και ήταν επιμελής, γράμματα πολλά δεν έμαθε. Στα είκοσί του πήρε στα χέρια του την θαυματουργική εικόνα της Παναγίας Βοήθειας από τη μητέρα του. Ήταν κειμήλιο της οικογενείας της και πήγαινε από γενιά σε γενιά. 
Τον Αύγουστο του 1889 ανεβάζει την εικόνα στη Σκητη των Αγίων Πατέρων για να την επιδιορθώσουν κι εκεί ανάβει στην ψυχή του η φλόγα της μοναστικής ζωής. Επέστρεψε με την εικόνα στο καλυβάκι του και άρχισε να την τιμά με απέραντη πίστη. Λίγο μετά γίνεται υποτακτικός του ξακουστού γέροντα Παχωμίου, ενώ την άσκησή του ως δόκιμος την έκανε στο σπίτι του. Πρόκοψε τόσο στην αρετή, ώστε ο γέροντας Παχώμιος τον κάλεσε στη Σκήτη των Αγίων Πατέρων στο Προβάτιον Όρος της Χίου και τον έκανε μόναχό με το όνομα Άνθιμος. Λίγο καιρό αργότερα αρρώστησε σοβαρά και αναγκάστηκε να επιστρέψει στο σπίτι του. Έκτισε ένα κελί στα κτήματα που είχε και εξασκόντας την τέχνη του υποδηματοποιού έθρεφε τους γέρους γονείς του και όσους είχαν ανάγκη. Ήτανε τόσο φιλόπτωχος που συχνά έδινε και το φαγητό του στους φτωχούς μένοντας νηστικός.
Το 1910 περνά στη Μ.Ασία και πάει το Αδραμύττι να μάθει περισσότερα γράμματα και να χειροτονηθεί. 
Τον Νοέμβριο του 1911 χειροτονείται. Μετά από ένα προσκύνημα στο ΄Αγιον Όρος επιστρέφει και πάλι στο νησί του. Εκεί του αναθέτουν καθήκοντα στο Λεπροκομείο της Χίου. Φροντίζει τους ασθενείς σαν γιατρός και νοσοκόμος, αλλά και σαν ιερέας και πατέρας τους. Όλοι θέλουν να βρίσκονται συνέχεια κοντά του.

Η φήμη του εξαπλώνεται σ' όλο το νησί και πολλοί προστρέχουν στο "παπαδάκι του Λοβωκομείου", όπως τον αποκαλούν. Γίνονται καθημερινά θαύματα με τις προσευχές του και την ευλογία της Παναγίας. Όσο περνά ο καιρός ο Γέροντας, -όπως πλέον φωνάζουν το "παπαδάκι"-, σκέφτεται την ίδρυση ενός μοναστηριού και παρακαλεί την Παναγία να τον αξιώσει γι' αυτό.


ο Άγιος Άνθιμος

Πράγματι τον Φεβρουάριο του 1928 αρχίζει η ανοικοδόμηση και δυο χρόνια μετά τελειώνει το μοναστήρι με πολλή προσωπική εργασία του αγίου, αλλά και των καλογριών που θα διέμεναν εκεί.
Τον Μάρτιο του 1930, ο άγιος με κάθε επισημότητα μεταφέρει από τα πτατρικά του κτήματα στο μοναστήρι τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Βοήθειας και την τοποθετεί στον ναό της μονής. Δεν μπορεί να κρύψει την απερίγραπτη χαρά του. 
Το πνευματικό και φιλανθρωπικό του έργο συνεχίζεται μέχρι την Πρωτοχρονιά του 1959, όπου λειτουργεί για τελευταία φορά και κατόπιν παραμένει στο κελλάκι του απ' το οποίο περνά καθημερινά πλήθος κόσμου προστρέχοντας για βοήθεια.
Στις 27 Ιανουραίου, ήδη πολύ άρρωστος, σηκώθηκε με δυσκολία και πήγε για τελευταία φορά στον ναό, όπου με δάκρυα προσκύνησε την αγαπηένη του εικόνα της Παναγίας και την ευχαρίστησε. Βγαίνοντας ύψωσε τα χέρια και ευλόγησε το μοναστηράκι του.
Όλη η Χίος αναστατώθηκε, όταν την 1η του Φλεβάρη έμαθε πως η κατάσταση της υγείας του χειροτέρεψε. Εκείνος προσευχόταν συνέχεια και κοινωνούσε καθημερινά τα Άχραντα Μυστήρια. 
Παρέδωσε την ψυχή του την Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 1960, βυθίζοντας ολόκληρο το νησί σε βαρύ πένθος, αλλά την ίδια στιγμή, χαρίζοντας στη Χίο τον Άγιο προστάτη της."

Η εικόνα της Παναγίας Βοήθειας

Οι φωτογραφίες στον ναό απαγορεύονταν. Παρέβην την απαγόρευση γιατί καιγόταν η καρδιά μου να αποθανατίσω το πανέμορφο πρόσωπο του αγίου για τον οποίο τίποτα δεν γνώριζα. Βγαίνοντας σκόνταψα σ' έναν κύριο. Μιλήσαμε λίγο και μου λέει: "απαγορέψαμε τις φωτογραφίες γιατί τις ανέβαζαν στο ίντερνετ". "Και ήταν κακό αυτό, τον ρωτώ. Το θέμα είναι η χρήση του ίντερνετ, δεν είναι κακό από μόνο του τίποτα, ούτε το ίντερνετ". "Ε, πού να ξέρεις... Εσύ όμως μπορείς να βγάλεις ό, τι θέλεις..." Ξαφνιάστηκα που μου έδωσε έτσι απλόχερα την άδεια κι έτσι έβγαλα και τον πανέμορφο κήπο φωτογραφία. "Κιλίμια φτιάχνουνε ακόμα οι καλόγριες, όπως μου είπαν;" τον ρωτώ. "Τώρα κιλίμια; Αυτά ήταν παλιά... Τώρα είναι λίγες, όλες υπέργηρες και μόνο μία που είναι λίγο νεότερη τις φροντίζει και απαντά και στα τηλέφωνα..."


Και όμως τα κιλίμια ακόμα τα φτιάχνουν οι μοναχές με τη βοήθεια του πρώτου τους Γέροντα και αγίου Ανθίμου. Ένα τέτοιο, και μάλιστα αχειροποίητο κιλίμι, δεν ήταν το δώρο που έκαναν και σ' εμένα και περιέγραψα όσο πιο πιστά μπορούσα;
Πώς υφάνθηκαν όλα και πώς ταίριαξαν τόσο όμορφα όλα αυτά τα μικρά κουρελάκια των βημάτων μου, το ξέρει μόνον η Παναγία η Βοήθεια και ο άγιος Άνθιμος. Τι άλλο μπορώ να πω παρά την ευχούλα του αγίου να έχουμε και καλη Παναγιά!

Thursday, August 8, 2013

Η χαρά της ματαίωσης των σχεδίων



"Εμείς γι' αλλού κινήσαμε, γι' αλλού, κι αλλού η ζωή μας πάει..." Τα τραγούδια λένε αλήθειες, σαν τα παραμύθια. Αν θες αμέτι μοχαμπέτι να κάνεις αυτό που έβαλες στο μυαλό σου, θα ζοριστείς κι εσύ, θα ζορίσεις κι άλλους. Κι αν είναι καλό να ζορίζουμε πότε πότε τον εαυτό μας, νομίζω πως δεν είναι καλό να ζορίζουμε τους άλλους. Και συνήθως είναι ωραίο να παραχωρείς τον εαυτό σου και τις επιθυμίες σου στη ζωή, δηλαδή στους άλλους, και ν' αφήνεις εκείνο που έβαλες στο νου σου στην άκρη. Δεν είναι βέβαια πάντα έτσι. Με τον καιρό κάπως μαθαίνεις το "πότε" και το "αν" πρέπει να το κάνεις.

Γιατί αυτός ο πρόλογος; Είναι που είπα πως θα γράψω για το βιβλίο του π.Ανανία Κουστένη "Γεροντικές και άλλες ιστορίες" και ενώ το προσπαθώ εδώ και μέρες ούτε τώρα μπορώ να το κάνω. Και είναι στ' αλήθεια ωραίο που δεν το μπορώ και θα το εξηγήσω, που είναι η χαρά μου μεγάλη που δεν το μπορώ.

Δώρο αγαπημένου ήταν, κι άρχισα να το διαβάζω στη Χίο και το συνέχιζα εδώ, στη Θεσσαλονίκη, έτσι σαν νυχτερινό αντίδωρο της κάθε μέρας που ζούσα. Έφτανα στο τέλος πια όταν προχθές το πήρα μαζί μου πηγαίνοντας σε μια γιατρό μου και γνωρίζοντας πως θα πρέπει να υπομείνω μεγάλη αναμονή, πράγμα που δεν υποφέρω, ως ανυπόμονος άνθρωπος που είμαι. Καθόμουν στο ιατρείο και διάβαζα, λοιπόν. Μπήκε βγήκε η γιατρός, όταν ήρθε η σειρά μου μπήκα κι εγώ, και η πρώτη της κουβέντα ήταν: "είμαι κομμάτια, κατάκοπη, τι βιβλίο διάβαζες, δώστο μου να το δω". Της το έδωσα με χαρά και της μίλησα λίγο γι' αυτό. Ήταν σκασμένη, κουρασμένη, στεναχωρημένη, θυμωμένη, όλα. Ξέχασα γιατί πήγα, ξέχασε κι αυτή να μ' εξετάσει. Ενώ μιλούσαμε και μου έλεγε τα βάσανά της, ξεφύλλιζε το βιβλίο. Χτυπούσαν τα τηλέφωνα, απαντούσε, και το μάτι της κολημένο εκεί στις σελιδες. Αφού πέρασε αρκετή ώρα και αισθάνθηκα πως πρέπει να φύγω γιατί υπήρχε πολύς κόσμος που περίμενε απέξω, της είπα βιαστικά τι πρόβλημα είχα και μου έγραψε ένα φάρμακο. Έβλεπα πως δεν έσπρωχνε το βιβλίο στη μεριά μου. Το ανοίγει και διαβάζει ένα απόσπασμα που πήγε κάποιος σ' έναν γέροντα, νομίζω στον Παϊσιο ήτανε, και του λέει πως στην Ουρανούπολη είδε γυμνίστριες. Κι εκείνος του είπε πως κι αυτές εικόνα της Παναγίας είναι. Χαμογέλασε η γιατρός. Γλυκάθηκε η ψυχούλα της. "Κοίτα τι ωραία που τα λέει", μου λέει εμένα. Κατάλαβα πως έπρεπε να της το αφήσω και της το άφησα. Το δέχτηκε με ενθουσιασμό.

Εγώ φεύγοντας είχα ένα άγχος μη και δεν το ξαναβρώ, γιατί είναι στις εκδόσεις "Ακτή" από τη Λευκωσία. Άφησα τις σκέψεις μου όμως στην άκρη και είπα πως θα βρω έναν τρόπο να το ξαναβρώ, ακόμα κι αν χρειαστεί να περιμένω να μου το στείλουν από την Κύπρο. Αυτή είναι μία απ' τις ελάχιστες περιπτώσεις που μπορώ να κάνω πολλή υπομονή.

Σήμερα το πρωί κατέβηκα στο κέντρο της πόλης να το αναζητήσω. Είχα στο νου μου ένα θρησκευτικό βιβλιοπωλείο και προς τα εκεί πορευόμουν . Πριν φτάσω και περνώντας έξω από τον Αρμό, πέφτω πάνω στην κοπέλα που δουλεύει εκεί κι έχει βγει έξω να καπνίσει ένα τσιγάρο. Ανάβω κι εγώ και καθόμαστε να τα πούμε λίγο σαν άνθρωποι. Κουβέντα στην κουβέντα, λέω, ας τη ρωτήσω μήπως έχει ιδέα που θα βρω το βιβλίο. Γελάει. Μου λέει πως τα έχουν όλα τα βιβλία του π.Ανανία. Μόνο που δεν πήδηξα απ' την χαρά μου. Μαύρα μεσάνυχτα είχα. Δηλαδή, έχει κι άλλα βιβλία, τη ρωτώ. Μπαίνουμε μέσα και μου δείχνει μια ολόκληρη βιβλιοθήκη κι ένα τελευταίο αντίτυπο αυτού που έψαχνα. Τζάμπα στεναχωριόμουν τι θα διαβάσω όταν θα τελειωνα αυτό που τόσο με χαροποίησε. Μετραω τα λεφτά μου και παίρνω τέσσερα βιβλία, αυτό που γύρευα κι άλλα τρία. Τα δίνω όλα και φεύγω πανευτυχής. "Είδες τι σου κάνει ένα τσιγάρο, μου λέει γλεώντας. Κι ύστερα σου λένε πως είναι κακό πράγμα το τσιγάρο. Αν δεν έβγαινα να καπνίσω, δε θα βρισκόμασταν, δε θα τα λέγαμε και δε θα έβρισκες το βιβλίο". Ψέμματα;

Το απόγευμα πίνοντας το κακάο μου το τελείωσα, και τόσο συγκινήθηκα που σχεδόν με πήραν τα κλάματα, μα δεν μπορούσα να το κρατήσω πια για μένα. Τόσο το χάρηκα που ήθελα να το χαρίσω. Είχα ήδη στο νου μου ένα νεαρό ζευγάρι αγαπημένων μου παιδιών και λίγη ώρα μετά τους συνάντησα και τους το έδωσα. Κι έτσι να που έμεινα πάλι χωρίς αυτό το βιβλίο που λάτρεψα. Δεν μπορώ να το παρουσιάσω, αλλά δε με πειράζει γιατί η χαρά αυξήθηκε και χώρεσαν κι άλλλοι άνθρωποι μέσα της. Εξάλλου, τώρα έχω άλλα τρία. Δεν μπορεί, λέω, για κάποιο απ' όλα θα καταφέρω ελπίζω να σας μιλήσω πιο αναλυτικά, ή ν' αντιγράψω ένα απόσπασμα. Το καλό γεννά καλό, κι αυτό μου φτάνει. Ελπίζω πως φτάνει και σ' εσάς... και πως δεν έχετε τη δική μου ανυπομονησία να με περιμένετε....

Επιστρέφοντας από την Εγνατία πέρασα από τον άγιο Αθανάσιο. Σαν σπιτάκι ταπεινό είναι αυτός ο ναός της Τουρκοκρατίας. Τον έβγαλα φωτογραφία μέσα στη νύχτα και συνέχισα να περπατώ το δρόμο της ζωής που μας πάει αλλού, δηλαδή απ' το καλό στο καλύτερο...