Ο π.Αριστείδης γεννήθηκε
στα Ζερβιανά Κισάμου της Κρήτης. Ήταν το τελευταίο από τα πέντε παιδιά του Αντώνη και της Ζαμπίας. Από μικρός του άρεσε να χτυπά την καμπάνα, να πηγαίνει
εκκλησία και να ντύνεται παπαδάκι, ν’ ακούει τα γράμματα. Από πολύ νωρίς του γεννήθηκε η επιθυμία
να γίνει ιερέας. Σταμάτησε όμως το σχολείο νωρίς γιατί δεν ήταν δυνατόν να το συνεχίσει, υπήρχε μεγάλη ανέχεια, ξυπόλητος πήγαινε στο σχολείο.Έτσι κατάφερε να τελειώσει μόνο το Δημοτικό. Έμαθε την τέχνη του μαραγκού, ξυπόλητος πήγαινε και στο μαραγκούδικο στο Καστέλλι, κι έλεγε πως έγινε μαραγκός γιατί
την ίδια τέχνη είχε κι ο Χριστός.
Υπηρέτησε
το στρατιωτικό του στην Κύπρο μέσα σε πολύ δύσκολες συνθήκες, κι από κει έστελνε
ό, τι χρήματα έπαιρνε στην οικογένειά του. Τελειώνοντας το στρατιωτικό παντρεύεται τη Νίκη Παπαδερού από το
Λειβαδά της επαρχίας Σελίνου και μαζί της αποκτά δύο παιδιά, τον Αντώνη και την Άννα.
Όταν
ζήτησε από το Δεσπότη να τον χειροτονήσει ιερέα στην Κρήτη, εκείνος του
αρνήθηκε γιατί υπήρχε ένας νόμος που ιερείς που δεν είχαν τελειώσει το Γυμνάσιο ήταν τέταρτης κατηγορίας και μπορούσαν να τοποθετηθούν μόνο
παραμεθόωριες περιοχές. Στην Κρήτη τέτοιες περιοχές δεν υπήρχαν.
Μεταβαίνει
στην Αθήνα για να βοηθήσει τον ιερέα νονό του παιδιού του να μετακομίσει στο Κιλκίς, που
θα πήγαινε ως ιερέας στη μητρόπολη Πολυανής και Κιλκισίου. Φτάνοντας στο Κιλκίς
γνωρίζει τον μητροπολίτη Χαρίτωνα και του εξομολογείται το διακαή πόθο του. Εκείνος
τον ρωτά:
“Το "Πιστεύω" το ξέρεις;”, “Το ξέρω”, “Το "Πάτερ ημών" το ξέρεις;”, “Το
ξέρω”, “Πήγαινε, τότε, να ετοιμαστείς κι αύριο το πρωί έλα να σε χειροτονήσω.”
Πηγαίνει ο Αριστείδης, ψάχνει και βρίσκει ένα τηλέφωνο, -δεν ήταν εύκολα τα
τηλέφωνα εκείνον τον καιρό-, και το λέει στη γυναίκα του. Χειροτονείται ιερέας, κι
επιστρέφει στην Αθήνα ως διάκονος να πάρει την οικογένειά του για να
μετακομίσουν όλοι μαζί στον παραμεθώριο νομό του Κιλκίς.
Ο μητροπολίτης Χαρίτων τον μετακινούσε
διαρκως από χωριό σε χωριό. Πολλές οι ανάγκες, λίγοι οι ιερείς, συνθήκες
δύσκολες στις μετακινήσεις, στις επικοινωνίες, κρύο πολύ στη Μακεδονία και δεν
υπήρχαν τα καλοριφέρ και οι σημερινές ανέσεις, κάτι σόμπες μόνο, κι η οικογένεια να
περιμένει κάθε φορά το νοικοκύρη της. Μα του παπά η οικογένεια είναι ο κόσμος όλος, αυτή είναι η αλήθεια.
Παρακαλούσε ο παπα Αριστείδης τον Δεσπότη να του δώσει μια ενορία, να σταθεί σ' έναν τόπο, μα εκείνος αρνούνταν. Μετά από
εφτά χρόνια πηγαίνει και συναντά τον
Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιο, και του εξομολογείται τα προβλήματά του. Εκείνος τον
ακούει με συμπάθεια, τον ενδυναμώνει, κι όταν φεύγει του δίνει έναν κλειστό φάκελο, παρακαλώντας τον να τον ανοίξει μόνο όταν θα μπει μέσα στο λεωφορείο. Όταν τον ανοίγει ο π.Αριστείδης βλέπει πως του έχει βάλει μέσα τα χρήματα που χρειάστηκε για το λεωφορείο. Αρρωσταίνει βαριά ο Χαρίτων, μα μέχρι τα τελευταία του ο καλός παπάς του, παρόλη την ταλαιπωρία που είχε υποστεί, πηγαίνει και τον επισκέπτεται τακτικά. "Ο Δεσπότης αυτός με χειροτόνησε, του χρωστώ μεγάλη ευγνωμοσύνη", λέει. Μετά από λίγο, μητροπολίτης Κιλκισίου χειροτονείται ο Αμβρόσιος. Βελτιώνονται τα πράγματα για τον παπα Αριστείδη και τοποθετείται κάποια στιγμή στο Καμπάνι του
Κιλκίς. Εκεί αποκτά καλούς φίλος που τον στηρίζουν. Ένας απ’ αυτούς, που θα μείνει φίλος του για όλη την υπόλοιπη ζωή του, είναι ο
Ζαχαρίας, παππούς του Δρόσου Κουτσοκώστα.
Έρχεται
όμως η ώρα που ο ιερέας θέλει πια να επιστρέψει στην πατρίδα του.
Πηγαίνει και ζητά απολυτήριο από τον Αμβρόσιο προκειμένου να τον δεχθεί ο
μητροπολίτης Ρεθύμνου. Εκείνος στην αρχή του το αρνείται κατηγορηματικά.
Παριανός ήτανε, "Κι εγώ ξενιτεμένος είμαι", του λέει, "κάτσε κι εσύ εδώ να υπομείνουμε μαζί την ξενιτιά". Μετά του ζητά να γνωρίσει τα παιδιά του. Με δάκρυα στα μάτια ο παπα
Αριστείδης του τα φέρνει που περίμεναν απέξω. Βλέποντάς τα ο φιλότιμος Δεσπότης συγκινείται. "Μόνο για χάρη των παιδιών σου σε αφήνω να φύγεις", του
λέει.
Γύρω
στο 1978 επιστρέφει στην πατρίδα του, στο Μάλεμε ως εφημέριος στην μητρόπολη
Κυδωνίας και Αποκορώνου. Εκεί θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του.
Πριν
επιστρέψει οριστικά στην Κρήτη κάνει ένα ταξίδι από τη Μακεδονία στον τόπο του
να δει την αδερφή του. Πριν φτάσει στο σπίτι της περνάει απ’ το σπίτι του
παπά που δεν ήταν ντόπιος. Τον ρωτά πώς τα πάει με τους χωριανούς κι εκείνος θυμωμένος του απαντά: “βρωμάνε παπά μου,
όλοι βρωμάνε”. “Ε”, του λέει ο παπα Αριστείδης, “κι εμείς βρωμάμε
λίγο, παπά μου...”
Η
ζωή του ήταν ασκητική κι ας ήταν παντρεμένος με παιδιά. Προσπαθούσε να
απομονωθεί όσο μπορούσε, κλεινόταν κι έκανε εκατοντάδες
μετάνοιες. Δεν ήθελε να τον βλέπουνε.
Το
1985 χτίζει στη γενέτειρά του και στην αυλή του σπιτιού του, την πρώτη εκκλησία
του αγίου Αριστείδη στον κόσμο. Όταν εγκαινιάστηκε απ’ τον Κισάμου και Σελίνου
Ειρηναίο, το 1994 υπήρχαν ήδη κι άλλες. Συνδέθηκε πολύ με τον άγιό του, και τ’
όνειρό του ήταν να κάνει κάθε χρόνο στη γιορτή του αγίου του πανηγύρι. Όνειρο που
πραγματοποιήθηκε και γίνεται μέχρι σήμερα στις 12 Σεπτεμβρίου. Εκατοντάδες ή
και χιλιάδες κάποιες φορές άνθρωποι που προσέρχονται, κι η παπαδιά με τη βοήθεια
συγγενών και φίλων τους ταϊζει όλους.
Το
πνευματικό έργο του στο Μάλεμε ήταν αθόρυβο. Κάθε Κυριακή, όπως και ανήμερα Χριστούγεννα και Πάσχα δεν
τον θυμούνται τα παιδιά του στο τραπέζι. Όλο τον περίμεναν κι όλο
αργούσε. Εκείνος, μετά τη λειτουργία, γυρνούσε από
σπίτι σε σπίτι και μοίραζε αντίδωρα στους γέροντες που ήξερε πως ήθελαν να εκκλησιαστούν μα δεν
μπορούσαν.
Έδειχνε
μεγάλη αδυναμία στους γέροντες και στα μικρά παιδιά. Πολλά πνευματικά παιδιά
του έγιναν ιερείς. Αγαπούσε πολύ το διάβασμα, “όταν ο άνθρωπος κλείνει το βιβλίο κλείνει το μυαλό του”, έλεγε. Κατάφερε να τελειώσει το Εκκλησιαστικό Γυμνάσιο στα Χανιά
γύρω στα πενήντα πέντε του χρόνια. Εκεί πρόσφερε με την πνευματική εμπειρία που είχε αποκτήσει μεγάλη βοήθεια
σε πολλά παιδιά. Έκανε όλες τις ακολουθίες της Εκκλησίας γιατί αγαπούσε πολύ τη Λειτουργική ζωή.
Μιλούσε πάντα με παραοβολές και λάτρευε τη φύση
και την πεζοπορία. Διατηρούσε στενές σχέσεις με την Ιερά Μονή Γουβερνέα, γιατί
χειροτονήθηκε ιερέας την μέρα της γιορτής του αγίου Ιωάννη του ερημίτη, ενός από
τους ενενήντα εννέα Θεοφόρους Πατέρες εν Κρήτη, και συνδέθηκε πολύ με τον χαρισματικό π. Ευμένιο Λαμπάκη.
Δεν
ήθελε ποτέ να απομακρύνεται από την ενορία του, κι αν τυχόν έπρεπε να ταξιδέψει κάπου, βιαζόταν πολύ να γυρίσει μη και τον χρειαστούν οι ενορίτες του. Ποτέ δε ζητούσε
χρήματα για τα Μυστήρια, έπαιρνε ό, τι του έδιναν κι αν δεν του έδιναν δεν
έλεγε τίποτα, ούτε στους ενορίτες ούτε στην οικογένειά του. Απ’ τις κηδείες
όμως δεν έπαιρνε ποτέ λεφτά. Το θεωρούσε αμαρτία.
Ο
Δρόσος και ο Κυριάκος τον γνώρισαν. Λειτουργήθηκαν πολλές φορές μαζί του. Τον θυμούνται με πολλή αγάπη, ως πράο και
μειλίχιο, με πολύ χιούμορ, ως ευσυνείδητο και καλό ιερέα που νοιζόταν με
όλη του την καρδιά για το ποίμνιό του.
Το
2004 χτυπήθηκε από την επάρατη
νόσο που υπέμεινε με καρτερία, κι έφυγε απ' αυτή τη ζωή το 2005, σε ηλικία 62 ετών την 11η
Αυγούστου.
Εγώ
δεν τον γνώρισα, αλλά τον ευγνωμονώ βαθιά.
Αν τα έγραψα όλα τούτα, όπως μου τα ιστόρησε ο
γιος του Αντώνης και φίλος από τα φοιτητικά μας χρόνια, από ευγνωμοσύνη το
έκανα. Γιατί φιλοξενήθηκα τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου στο σπίτι του στα Ζερβιανά, και στην αυλή του την
πανέμορφη αγαλλίασε η ψυχή μου.
Μα περισσότερο απ’ όλα τον ευγνωμονώ για το εκκλησάκι
που έχτισε, το εκκλησάκι του αγίου του που η χάρη του είναι διάχυτη εκεί ψηλά και τα θαύματά του περίσσεια.
Το έζησα το εκκλησάκι αυτό, και γνώρισα εξαιτίας του και τον άγιο Αριστείδη που ήταν
μαθητής του αποστόλου Παύλου. Του οφείλω το δεύτερο παραμύθι της σειράς που
ξεκινήσαμε με την Βιβλική Εταιρεία: "Ο Καλλίστρατος και τα
χαρίσματα των δούλων". Ένα παραμύθι πάνω στην παραβολή των ταλάντων. Τώρα μένει
να κάνω τις διορθώσεις, μα σχεδόν όλο γράφτηκε τις τελευταίες δυο μέρες που πέρασα εκεί, ξυπνώντας κάθε μέρα στις 6.30 το πρωί.
Την
ευχή του αγίου Αριστείδη να έχουμε, μαζί με την ευχή του παπα Αριστείδη.