Δώδεκα Απόστολοι Θεσσαλονίκης. Η μήτρα, το σπίτι, η οικογένεια, οι φίλοι.
Το χώμα, το σώμα, λουλούδια του κήπου το άρωμα. Το φως.
Νότια της οδού αγίου Δημητρίου, σχεδόν σε επαφή με τα Δυτικά τείχη όπου υπήρχε η αρχαία Λητταία Πύλη βρίσκεται ο ιερός ναός των Δώδεκα Αποστόλων, σταυρωειδής τρουλωτός της λεγόμενης Μακεδονικής σχολής.
Η τοιχοποιία του πλινθοπερίκλειστος. Στο ιερό του υπέροχα διακοσμητικά σχήματα, μαίανδροι και οδοντωτές ταινίες που αποδεικνύουν οικοδομική τέχνη πολύ υψηλού επιπέδου.
Όπως και στους άλλους ναούς της Θεσσαλονίκης της Παλαιολόγειας εποχής, το κτίριο αναπτύσσεται γύρω από το σταυρό που σχηματίζουν οι καμάρες.
Η τοιχοποιία του πλινθοπερίκλειστος. Στο ιερό του υπέροχα διακοσμητικά σχήματα, μαίανδροι και οδοντωτές ταινίες που αποδεικνύουν οικοδομική τέχνη πολύ υψηλού επιπέδου.
Όπως και στους άλλους ναούς της Θεσσαλονίκης της Παλαιολόγειας εποχής, το κτίριο αναπτύσσεται γύρω από το σταυρό που σχηματίζουν οι καμάρες.
Δύο άλλα αρχιτεκτονικά στοιχεία που σώζονται στο γύρω από το ναό χώρο, το τμήμα ενός πρόπυλου καθώς και μια κτιστή υδατοδεξαμενή -κινστέρνα-, πείθουν πως ο ναός υπήρξε καθολικό μοναστηριού και μάλιστα πολυπληθούς αν κρίνουμε με βάση την μεγάλη χωρητικότητα της δεξαμενής.
Στο εσωτερικό του ναού υπάρχουν αξιόλογες τοιχογραφίες και ψηφιδωτά άριστης τέχνης της Παλαιολόγιας εποχής (14ος αι.) που αποκαλύφτηκαν μόλις το 1940 κατά τη διάρκεια αναστηλωτικών εργασιών.
Και εδώ οι τοίχοι έχουν επιχριστεί με κονίαμα κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας όταν ο ναός μετατράπηκε από τους τούρκους σε τζαμί με το όνομα "Σοούκ Σου τζαμί".
Το πότε κτίστηκε ο ναός προκύπτει από μονόγραμμα του Πατριάρχη Νίφωνα που υπάρχει χαραγμένο στα επιστύλια των δύο κιόνων της αψιδας του νάρθηκα και από επιγραφή χαραγμένη στο ανώφλι της νότιας εισόδου του ναού, μεταξύ 1312 και 1315.
Και εδώ οι τοίχοι έχουν επιχριστεί με κονίαμα κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας όταν ο ναός μετατράπηκε από τους τούρκους σε τζαμί με το όνομα "Σοούκ Σου τζαμί".
Το πότε κτίστηκε ο ναός προκύπτει από μονόγραμμα του Πατριάρχη Νίφωνα που υπάρχει χαραγμένο στα επιστύλια των δύο κιόνων της αψιδας του νάρθηκα και από επιγραφή χαραγμένη στο ανώφλι της νότιας εισόδου του ναού, μεταξύ 1312 και 1315.
Από τις Σέρρες στη Θεσσαλονίκη. Ο τότε μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων ο Β΄ τοποθετεί τον πατέρα μου στον ναό των Δώδεκα Αποστόλων.
Τα πρώτα παιδικά μου χρόνια στους δρόμους και τις γειτονιές των Παλαιολόγων. Στην καρδιά του περίφημου 14ου αιώνα. Πολύτιμα πράγματα έχω να θυμάμαι από την παιδική μου ηλικία σε σχέση μ' αυτόν τον ναό και τους ανθρώπους του. Τους γυφτομαχαλάδες του που πήγαινα τακτικά να βοηθήσω τον πατέρα μου στα ευχέλαια. Τις αγρυπνίες μωρά στοιβαζόμασταν το ένα πάνω στο άλλο στις καρέκλες όταν μας έπιανε η νύστα για να κοιμηθούμε γλυκά μέσα στις ψαλμωδίες και τους αγγέλους που φτερούγιζαν δίπλα μας. Στο ήσυχο φως των κεριών που υπόσχονταν μέσα στο σκοτάδι πως υπάρχει Θεός που μας αγαπά και θα μας ζεσταίνει πάντοτε Φως.
Εκεί λάτρεψα τα λουλούδια αφού όταν πήγαινα εκλιπαρούσα τον κυρ Σπύρο τον κηπουρό που ήταν πάντα εύχαρις και γελαστός να μου δώσει το λάστιχο να τα ποτίσω. Πότιζα τους ροδώνες και ποτιζόμουν. Έριχνα νερό και γινόμουν μούσκεμα και καταευχαριστιόμουν. Κι εκείνος δεν μου χαλούσε ποτέ το χατήρι.
Εκεί πουλούσα πρώτη πρώτη στο πανηγύρι του ναού -καλή ώρα σαν σήμερα- τα εργόχειρα που με τόση υπομονή έπλεκαν μήνες οι γυναίκες για να πουληθούν στην έκθεση που διοργανώνονταν προς ενίσχυση του ναού και των πενήτων της περιοχής. Και δεν ήταν λίγοι οι πένητες.
Εκεί αγάπησα την βυζαντινή μουσική.
Εκεί όλες τις γιορτές και τις Κυριακές. Εκεί Χριστούγεννα και Πάσχα.
Εκεί μυροφόρα με την μπλε ποδιά μου, όπως όλα τα κορίτσια. Την άσπρη μου κορδέλα στα μαλλιά, το άσπρο μου το γιακαδάκι, τις άσπρες καλτσούλες και τα ασύγκριτης ομορφιάς μαύρα μου λουστρίν παπούτσια που είναι σαν να τα βλέπω τώρα μπροστά μου. Που όλο φοβόμουν πως θα γρατζουνιστούν και άμα γινόταν αυτό -που κάποτε γινόταν βέβαια κι αυτό- πονούσε η καρδιά μου, όχι γιατί θα με μάλωνε η μητέρα μου, αλλά γιατί χαλούσε η λαμπερή τους όψη, η τόσο λεία και βελούδινη.
Σχεδόν ποτέ βέβαια δεν έμενα με τις μυροφόρες. Όλο πηγαινοερχόμουν. Μια στη χορωδία των γυναικών που έψελναν τα εγκώμια και μια τρύπωνα μέσα στο πλήθος κι έφτανα στον πατέρα μου που ήταν μαζί με όλους τους άλλους ιερείς. Όταν μ' έβλεπε χαμογελούσε τρισευτυχισμένος που πάλι τα κατάφερα να βρεθώ δίπλα του και δεν χάθηκα μέσα στον κόσμο. Και είναι αλήθεια πως ποτέ δεν χανόμουν.
Τον λάτρευα τον πατέρα μου που ήταν πάντα πανέμορφος, καλλιφωνότατος και ιεροπρεπέστατος. Λάτρευα τα άμφια και τα χάζευα. Καμάρωνα σαν να ήμουν εγώ που τα φορούσα. Μεθούσα με την ευωδιά του θυμιάματος και τον ήχο που έκαναν τα κουδουνάκια. Ήθελα να είμαι κι εγώ ένα παπαδάκι να κρατάω τα εξαπτέρυγα, το θυμιατό, να ψέλνω και να μπαίνω στο ιερό.
Ζωντάνευαν οι τοιχογραφίες κα ια ψηφιδωτά στις λειτουργίες. Εισχωρούσαν μέσα μου. Οι άγιοι με τον καιρό ολοένα και πλησίαζαν. Ποτέ δεν ένιωσα μοναξιά μέσα στον ναό, ενώ πολύ συχνά ήμουν μόνη. Δεν ήταν οι παρέες ή η οικογένεια που με έκαναν να νιώθω τόσο ξεχωριστά όμορφα εκεί μέσα. Τόσο διαφορετικά. Ήταν κάτι άλλο που με πήγαινε αλλού. Κάτι άπιαστο και αόρατο που εκεί είχε παρουσία. Ήταν όλα όσα ζούσαν από αιώνες μέσα στην εκκλησία των Δώδεκα Αποστόλων.
Τόσο που αγάπησα τις μυρωδιές του ναού που τώρα έρχονται όλες ολοζώντανες. Η μοναδική μυρωδιά που είχε το καλυμαύχι του πατέρα μου ζυμωμένη από τον ιδρώτα του -που έτρεχε ποτάμι τα καλοκαίρια- και τα ποικίλλα θυμιάματα. Η μυρωδιά του ράσου και η υφή του. Οι πτυχώσεις του που χωρούν ένα παιδί όπως τίποτα άλλο και το παρηγορούν για όλα. Ναι, έτσι αγάπησα το ράσο πολύ ξεχωριστά. Μέσα από την αγάπη του πατέρα μου που θεμελιώθηκε μέσα σ' αυτόν τον ναό
Σ' αυτόν τον ναό που χέρια μεγάλων μαστόρων έχτισαν, πλήθη πιστών προσευχήθηκαν, κεριά ικεσίας και ευχαριστίας αμέτρητα άναψαν.
Σ' αυτόν τον ναό που χάρηκαν οι αιώνες πριν τον δικό μας και θα χαρούν όσοι ακολουθήσουν.
Που παρηγορήθηκαν ψυχές πριν από την δική μου και άλλες που ακολούθησαν και θα ακολουθήσουν μετά από μένα.
Και σήμερα που για μια ακόμα φορά ξημέρωσε η μεγάλη γιορτή των αγίων, μόνο ένα πράγμα μπορώ να πω και με τόσα λόγια αυτό λέω και ξαναλέω χωρίς να το χορταίνω:
Άγιοι Δώδεκα Απόστολοι σας ευχαριστώ που με αξιώσατε να ζήσω κοντά σας.
Να πρεσβεύετε πάντοτε για όλους μας. Για εμάς, τους πριν από εμάς και τους μετά από εμάς. Για όλους μας.
Τα πρώτα παιδικά μου χρόνια στους δρόμους και τις γειτονιές των Παλαιολόγων. Στην καρδιά του περίφημου 14ου αιώνα. Πολύτιμα πράγματα έχω να θυμάμαι από την παιδική μου ηλικία σε σχέση μ' αυτόν τον ναό και τους ανθρώπους του. Τους γυφτομαχαλάδες του που πήγαινα τακτικά να βοηθήσω τον πατέρα μου στα ευχέλαια. Τις αγρυπνίες μωρά στοιβαζόμασταν το ένα πάνω στο άλλο στις καρέκλες όταν μας έπιανε η νύστα για να κοιμηθούμε γλυκά μέσα στις ψαλμωδίες και τους αγγέλους που φτερούγιζαν δίπλα μας. Στο ήσυχο φως των κεριών που υπόσχονταν μέσα στο σκοτάδι πως υπάρχει Θεός που μας αγαπά και θα μας ζεσταίνει πάντοτε Φως.
Εκεί λάτρεψα τα λουλούδια αφού όταν πήγαινα εκλιπαρούσα τον κυρ Σπύρο τον κηπουρό που ήταν πάντα εύχαρις και γελαστός να μου δώσει το λάστιχο να τα ποτίσω. Πότιζα τους ροδώνες και ποτιζόμουν. Έριχνα νερό και γινόμουν μούσκεμα και καταευχαριστιόμουν. Κι εκείνος δεν μου χαλούσε ποτέ το χατήρι.
Εκεί πουλούσα πρώτη πρώτη στο πανηγύρι του ναού -καλή ώρα σαν σήμερα- τα εργόχειρα που με τόση υπομονή έπλεκαν μήνες οι γυναίκες για να πουληθούν στην έκθεση που διοργανώνονταν προς ενίσχυση του ναού και των πενήτων της περιοχής. Και δεν ήταν λίγοι οι πένητες.
Εκεί αγάπησα την βυζαντινή μουσική.
Εκεί όλες τις γιορτές και τις Κυριακές. Εκεί Χριστούγεννα και Πάσχα.
Εκεί μυροφόρα με την μπλε ποδιά μου, όπως όλα τα κορίτσια. Την άσπρη μου κορδέλα στα μαλλιά, το άσπρο μου το γιακαδάκι, τις άσπρες καλτσούλες και τα ασύγκριτης ομορφιάς μαύρα μου λουστρίν παπούτσια που είναι σαν να τα βλέπω τώρα μπροστά μου. Που όλο φοβόμουν πως θα γρατζουνιστούν και άμα γινόταν αυτό -που κάποτε γινόταν βέβαια κι αυτό- πονούσε η καρδιά μου, όχι γιατί θα με μάλωνε η μητέρα μου, αλλά γιατί χαλούσε η λαμπερή τους όψη, η τόσο λεία και βελούδινη.
Σχεδόν ποτέ βέβαια δεν έμενα με τις μυροφόρες. Όλο πηγαινοερχόμουν. Μια στη χορωδία των γυναικών που έψελναν τα εγκώμια και μια τρύπωνα μέσα στο πλήθος κι έφτανα στον πατέρα μου που ήταν μαζί με όλους τους άλλους ιερείς. Όταν μ' έβλεπε χαμογελούσε τρισευτυχισμένος που πάλι τα κατάφερα να βρεθώ δίπλα του και δεν χάθηκα μέσα στον κόσμο. Και είναι αλήθεια πως ποτέ δεν χανόμουν.
Τον λάτρευα τον πατέρα μου που ήταν πάντα πανέμορφος, καλλιφωνότατος και ιεροπρεπέστατος. Λάτρευα τα άμφια και τα χάζευα. Καμάρωνα σαν να ήμουν εγώ που τα φορούσα. Μεθούσα με την ευωδιά του θυμιάματος και τον ήχο που έκαναν τα κουδουνάκια. Ήθελα να είμαι κι εγώ ένα παπαδάκι να κρατάω τα εξαπτέρυγα, το θυμιατό, να ψέλνω και να μπαίνω στο ιερό.
Ζωντάνευαν οι τοιχογραφίες κα ια ψηφιδωτά στις λειτουργίες. Εισχωρούσαν μέσα μου. Οι άγιοι με τον καιρό ολοένα και πλησίαζαν. Ποτέ δεν ένιωσα μοναξιά μέσα στον ναό, ενώ πολύ συχνά ήμουν μόνη. Δεν ήταν οι παρέες ή η οικογένεια που με έκαναν να νιώθω τόσο ξεχωριστά όμορφα εκεί μέσα. Τόσο διαφορετικά. Ήταν κάτι άλλο που με πήγαινε αλλού. Κάτι άπιαστο και αόρατο που εκεί είχε παρουσία. Ήταν όλα όσα ζούσαν από αιώνες μέσα στην εκκλησία των Δώδεκα Αποστόλων.
Τόσο που αγάπησα τις μυρωδιές του ναού που τώρα έρχονται όλες ολοζώντανες. Η μοναδική μυρωδιά που είχε το καλυμαύχι του πατέρα μου ζυμωμένη από τον ιδρώτα του -που έτρεχε ποτάμι τα καλοκαίρια- και τα ποικίλλα θυμιάματα. Η μυρωδιά του ράσου και η υφή του. Οι πτυχώσεις του που χωρούν ένα παιδί όπως τίποτα άλλο και το παρηγορούν για όλα. Ναι, έτσι αγάπησα το ράσο πολύ ξεχωριστά. Μέσα από την αγάπη του πατέρα μου που θεμελιώθηκε μέσα σ' αυτόν τον ναό
Σ' αυτόν τον ναό που χέρια μεγάλων μαστόρων έχτισαν, πλήθη πιστών προσευχήθηκαν, κεριά ικεσίας και ευχαριστίας αμέτρητα άναψαν.
Σ' αυτόν τον ναό που χάρηκαν οι αιώνες πριν τον δικό μας και θα χαρούν όσοι ακολουθήσουν.
Που παρηγορήθηκαν ψυχές πριν από την δική μου και άλλες που ακολούθησαν και θα ακολουθήσουν μετά από μένα.
Και σήμερα που για μια ακόμα φορά ξημέρωσε η μεγάλη γιορτή των αγίων, μόνο ένα πράγμα μπορώ να πω και με τόσα λόγια αυτό λέω και ξαναλέω χωρίς να το χορταίνω:
Άγιοι Δώδεκα Απόστολοι σας ευχαριστώ που με αξιώσατε να ζήσω κοντά σας.
Να πρεσβεύετε πάντοτε για όλους μας. Για εμάς, τους πριν από εμάς και τους μετά από εμάς. Για όλους μας.
Για λόγο που αδυνατώ να κατανοήσω η γραμματοσειρά μετά την πρώτη φωτογραφία αυτού του post επιμένει να παραμένει και μεγαλύτερη και bold.
ReplyDeleteΣυγχωρέστε την, αλλά δεν αλλάζει με τίποτα και δεν προσαρμόζεται σύμφωνα με όλη την υπόλοιπη ακολουθία. Ας της το επιτρέψουμε λοιπόν! Για να επιμένει θα έχει τους λόγους της...
Την κατανοούμε τη γραμματοσειρά με τις τάσεις υπεροχής. Υπηρετεί εξάλλου ένα λογοτεχνικό κείμενο συγκινητικό και όμορφο.
ReplyDeleteΝα έχεις πάντα τη βοήθεια των δώδεκα Αποστόλων -πού σίγουρα την έχεις- και να είσαι καλά.
Για λίγο μ' επέστρεψες στα δικά μου παιδικά χρόνια.
ReplyDeleteΣτα μονοπάτια που φίλευα παιδικά βήματα και με οδηγούσαν στον κήπο αγαπημένων σπιτιών, στον κόρφο αγαπημένων ανθρώπων σε ξωκκλήσια.
(Ίσως δεν έφυγα ποτέ από κει...)
Με συγκινείς πολύ με έναν τρόπο που δένει τα εσωστρεφή δάκρια με πολλά χαμόγελα.
Βασιλική μου...
Καλημέρα, λοιπόν, Βασούλα μου. Θα προσπαθήσω να βάλω πάλι λίγο χέρι στην γραμματοσειρά και αν παραμείνει ανυπόταχτη θα την αφήσω πια στην ησυχία της, -έτσι που το έθεσες το θέμα, ναι, υπάρχει όντως μια υπεροχή του υπηρέτη έναντι του κυρίου του, αλλά βρε παιδί μου αυτή είναι κρυφή, ενώ η γραμματοσειρά μου, βγάζει μάτιιιιιιιι!
ReplyDeleteΝα έχουμε όλοι μας την θαλπωρή των αγίων Αποστόλων κι εσύ ιδιαιτέρως εύχομαι.
Έβρεξε σήμερα και πήγαμε στην ωραία μονή Βλατάδων -το απόγευμα το κεράκι στον ναό των εορταζόντων με την ησυχία μας- και μύριζε τόσο εξαίσια το χώμα και ο κήπος της μονής με τα παγώνια να κρώζουνε φανατικά πανηγυριώτικα, που πάλι τον κήπο που πότιζα θυμήθηκα και πάλι αναγάλλιασα, δόξα τω Θεώ, πολλή ομορφιά μας χάρισε και μας χαρίζει!!!
Ρωξάνη μου, καλή σου ημέρα και βοήθειά μας!
ReplyDeleteΕίναι μεγάλο το δώρο να έχουμε ζήσει τέτοια πράγματα ιδιαίτερα στην παιδική μας ηλικία που όλα μένουν ανεξίτηλα χαραγμένα μέσα μας και πάντα έχουν μια έστω και κρυφή θέση, αθέατη ακόμα και στα δικά μας μάτια που τα είδαν.
Όμως μας έχουν καθορίσει με τρόπο ανεξιχνίαστο και μας ενδυναμώνουν ακόμα και αν δεν τα ανακαλούμε στην μνήμη μας. Έχουν περάσει στα κύτταρά μας, πότισαν το αίμα μας και τα χρώματά τους είναι οι λεπτές και ομορφότερες πινελιές σε ό,τι κάνουμε σήμερα και κάνουμε Ρωξάνη μου, κι εσύ κι εγώ και πολλοί άλλοι.
Φιλιά! Και όσο για τα δάκρυα και τα χαμόγελα, ε, μαζί πάνε αυτά, χέρι χέρι, αδελφάκια είναι, δεν μπορούμε να τα χωρίσουμε...
το υπεροχο οδοιπορικο σου,
ReplyDeleteαγαπημενη μας Βασιλικη,
για ναο χειροποιητο,
και για πραγματα, δεν ξερω πως να τα πω, παντως αχειροποιητα,
με την εξαιρετη σου περιγραφικη,
υλης και ψυχης,
ικανοτητα,χαρισμα,
μου θυμισαν τροπους γραφης και περιγραφης βυζαντινων χρονογραφων....
..το ταξιδιαρικο καραβι σου,
...παντα ασταματητο...
..παντα καλα να εισαι...
σ'ευχαριστουμε,
καλο σου βραδυ...
Βασιλική ο ναός φαντάζει υπέροχος. Όμως ακόμα πιο σπουδαία είναι η νότα της θρησκευτικής ζωής. Ακόμα περισσότερο, σε έναν τόσο ιστορικό και οργανωμένο ναό.
ReplyDeleteΔημήτρη μου Βόρειε -και πάσης Ελλάδος- τι ωραία που γράφεις κάθε φορά, πόση χαρά μου δίνεις και πόσα πτάγματα καταλαβαίνω που δεν τα βλέπω μόνη μου... Σ' ευχαριστώ πολύ πολύ!!!
ReplyDeleteΑυτοί οι βυζαντινοι χειροποίητοι ναοί ώρες ώρες αμφιβάλλεις αν είναι όντως χειροποίητοι και δεν ξέρω αν είναι μόνο αυτά που συντελούνται μέσα τους ή αν κι αυτοί οι μάστορες που με τόσο κόπο πελεκούσαν τις πέτρες και τις σκάλιζαν, σχεδίαζαν και πραγματοποιούσαν το θαύμα της μοναδικής αρχιτεκτονικής, δεν έβαζαν κι αυτοί κάτι από την αχειροποίητη ψυχή τους, μάλλον έτσι το αισθάνομια πως συνέβαινε, δεν ξέρω... ύλη και ψυχή...
Καλό σου βραδάκι!
Μενέλαε, έτσι είναι.
ReplyDeleteΒλέπεις αυτοί οι βυζαντινοί ναοί έχουν κάτι που σε κάνει κι εσένα αλλοιώς. Θέλεις δε θέλεις σε παίρνουν και σε οδηγούν αλλού χωρίς καλά καλά να το πάρεις είδηση. Είναι η ομορφιά τους, είναι η αγάπη των μαστόρων και η μεγάλη τους τέχνη, είναι οι αιώνες, δεν ξέρω, μά κάτι είναι που σε βοηθά, σε σπρώχνει ή και σε εκτοξεύει.
Παλιά νόμιζα πως αυτό συμβαίνει μόνο στους βυζαντινούς ναούς που λειτουργούνται, σήμερα όμως έχω αλλάξει γνώμη. Γιατί έχω ζήσει και αντίστοιχους ναούς στην Κωνσταντινούπολη που δεν λειτουργούνται πια και είναι αφρόντιστοι και ερείπια, ούτε καν μουσεία, και είδα, έζησα, ένιωσα τόσο ζωντανά πως και σ' αυτούς τους ναούς μπαίνοντας ο άνθρωπος είναι αλλοιώς, σαν να πραγματοποιούνται νοερές αόρατες λειτουργίες που ποτέ δεν σταμάτησαν στο διάβα των αιώνων ή σαν οι παλιές και από αιώνες πια ξεχασμένες για μας λειτουργίες να αντηχούν ακόμα έναν απόηχο που δεν παύει, που έχει ακόμα ζώσα ενέργεια και χάρη ανεξάντλητη...
Χαίρομαι που κατάλαβες και σ' ευχαριστώ. Καλό σου βραδάκι Μενέλαε!
σαν να πραγματοποιούνται νοερές αόρατες λειτουργίες που ποτέ δεν σταμάτησαν στο διάβα των αιώνων ή σαν οι παλιές και από αιώνες πια ξεχασμένες για μας λειτουργίες να αντηχούν ακόμα έναν απόηχο που δεν παύει, που έχει ακόμα ζώσα ενέργεια και χάρη ανεξάντλητη...
ReplyDeleteΈτσι !!!!
Οι μνήμες των τόπων, η ενέργειά τους είναι εκεί... για όποιον μπορεί να νοιώσει το μεγαλείο της ύπαρξης τους.
Κάτι που χωρίς να είναι απαραίτητο..μένει απλά να εξηγηθεί...από αυτούς που τους είναι απαραίτητο...
Φιλιά και από εδώ Livana μου!
ReplyDeleteΆντε, ανυπομονώ να σε δω από κοντά!
Να λειτουργηθούμε στην χαρά της συνάντησης!
Βασιλική μου, με ταξίδεψες στο σύμπαν σου που μυρίζει θυμίαμα κι έχει τη μεταφυσική ηρεμία της εκκλησίας μετά τη λειτουργία, όταν σβήνουν και τα τελευταία κεριά. Να είσαι καλά. Και σ' ευχαριστώ κι εγώ με τη σειρά μου.
ReplyDeleteΓια ένα μόνο λόγο λατρεύαμε τη Σαλονίκη(πριν σε γνωρίσουμε!):
ReplyDeleteΓια το, απο χρυσό κι ασήμι, Βυζαντινό της παρελθόν!
Καλημέρα Δώρα μου! Μαζί προχωράμε στα ταξίδια μας και χαίρομαι γι' αυτό πολύ!
ReplyDeleteΑυτό είναι η Θεσσαλονίκη 7 μου.
ReplyDeleteΚαμιά φορά θα ήθελα να είναι και κάτι παραπάνω, κάτι λίγο πιο σημερινό, πιο χειροπιαστό, αλλά δεν είναι και δεν μοπρώ να θέλω πια κάτι που δεν είναι. Η πόλη αυτή είναι το παρελθόν της, το υπέδαφός της, οι μνήμες της που έτσι κι αλλοιώς είναι ταυτόχρονα και το παρόν της, ε, δεν είναι και λίγο, αλλά όπως και να 'χει είναι κι ένα ανεκτίμητο βάρος που οφείλουμε να σηκώσουμε στους ισχνούς μας ώμους, βάρος από φως...
Πολύ ωραίο κομμάτι! Για την γειτονιά που είχε στολίσει τα παιδικά μου χρόνια. Εκεί παίξαμε κρυφτό για πρώτη φορά. Και σε κάποια από τα στενά της κυνηγούσαμε τον Έρωτα έφηβοι ακόμα. Και φυσικά πάντα εκεί ανατρέχουμε για να ξαναθυμηθούμε την αρχή και το τέλος μας...
ReplyDeleteΚαλώς όρισες Alps και συγνώμη που άργησα να πάρω είδηση την επίσκεψή σου. Μπήκα όπως θα δεις και στο μπλογκ σου και πολύ μου άρεσε. Είναι το κινηματογραφικό σου ενδιαφέρον που με άγγιξε, αλλά είναι και ο Γιώργος Ιωάννου ξεχωριστά -πέρα από την ίδια την κοινή μας πόλη- που μάλλον μας φέρνει πιο κοντά...
ReplyDeleteΚαλή σου μερα!