Είναι ωραίο να επιστρέφεις εκεί που αγαπάς και σ’ αγαπούν, έστω και για λίγο, σκέφτηκα σήμερα την ώρα που η Μάνια Φυλακούδη με έπαιρνε με το αυτοκίνητό της για να πάμε για μια ακόμη φορά στην βιβλιοθήκη του Μελισσοχωρίου. Η Μάνια είναι η ψυχή της βιβλιοθήκης, μια μεγάλη ψυχή που δίνει φτερά στη μικρή βιβλιοθήκη του χωριού και έχει ως τώρα κερδίσει την αγάπη των ανθρώπων, αλλά και των μαθητών και δασκάλων των σχολείων του χωριού.
Δημοτική βιβλιοθήκη βέβαια στρωμένη με αληθινά χαλιά δεν θα δεις αλλού, ούτε βιβλιοθήκη γεμάτη πίνακες, λουλούδια, και ειδικά λόγω της ημέρας, με γλυκά, πίτες και χυμούς. Αυτά τα κάνουν μόνο οι άνθρωποι που έχουν μεράκι πολυ και αγάπη μεγάλη στη δουλειά τους. Κάνουν αυτό που μπορουν χωρίς να περιμένουν τίποτα περισσότερο από το Κράτος ή τον Δήμο παρά τα στοιχειώδη, όπως λόγου χάριν, βιβλία.
Ένας παιδικός σταθμός ήταν κοντά μας σήμερα. Ντυμένα στα γιορτινά τους ήρθαν τα παιδάκια κι έγινε η βιβλιοθήκη ένα ζωντανό περιβόλι γεμάτο λουλούια μοσχοβολιστά. Μιας και ήταν τετράχρονα εξηγούσα πολλές λέξεις για να τις κατανοήσουν και πριν τους δείξω τις εικόνες, πράγμα που συνηθίζω να κάνω στο τέλος ώστε να αναγκαστεί να εργαστεί λίγο πρώτα η φαντασία τους, τους ρώτησα πώς είναι ένα Θεριό. Τέρας, μου είπαν, και δεινόσαυρο, μου είπαν. Μα οι δεινόσαυροι έχουν πεθάνει, πετάχτηκε ένα, κι εγώ τους είπα τότε πως ένα μικρό αθώο ψέμα, πως τότε συμβαίνει το παραμύθι γιατί μου άρεσε να σκέφτονται σαν δεινόσαυρο το Θεριό. Οταν τους εξήγησα τι είναι η σμίλη μιλώντας τους για τους γλύπτες που σκαλίζουν τα μάρμαρα, ένα παιδί πρόσθεσε, και τον πάγο, κυρία. Και όταν τέλειωσε το παραμύθι κατάλαβαν αμέσως πως ο δάσκαλος ήταν ο εγγονός του ήρωα. Θαύμασα για μια ακόμη φορά το πόσο έξυπνα είναι σήμερα τα παιδιά και πόσα πράγματα γνωρίζουν. Για πολλή συζήτηση όμως δεν είναι τα μικρά παιδιά, μάλλον αυτό είναι κατι περιττό στην περίπτωσή τους. Χάρηκα που τους άρεσε τόσο το παραμύθι και γέλασα όταν κάποια κοριτσάκια με πλησίασαν θέλοντας να ακουμπήσουν με το δάχτυλό τους τα χείλη μου, γιατί είναι πολύ ωραίο το κραγιόν σας, κυρία… όπως είπαν.
Οι καλοί φίλοι και συνεργάτες της βιβλιοθήκης ήταν όλοι εκεί, και η προϊσταμένη των παιδικών σταθμών και ο πρόεδρος της κοινότητας του χωριού. Τα παιδάκια πήγαν στο σχολείο τους να φάνε το φαγάκι τους και μείναμε οι ενήλικες να κουβεντιάζουμε, ώσπου έφυγαν όλοι και μείναμε με τη Μάνια και μια ονειρεμένη ανθοδέσμη που μου χάρισε. Και τότε, ήρθε ένα γέροντας του χωριού, ένας παλίκαρος ογδόντα έξι χρόνων, ο κυρ-Θανάσης, που έχει χαρίσει πολλά από τα βιβλία της προσωπικής του βιβλιοθήκης και είναι ένα λόγιος άνθρωπος. Μιλήσαμε αρκετή ώρα. Για την ακρίβεια, τον ακούγαμε για ώρα και δεν τον χορταίναμε. Ωραία γλώσσα, πολλές γνώσεις, ακριβά βιώματα, ιστορία μια ολάκερης ζωής, ρωμαλαίας ζωής, και ένα φως ανείπωτο που μας γέμισε χαρά και αισιοδοξία για τη ζωή. Η παρουσία του ήταν το ωραιότερο και πλέον αναπάντεχο φινάλε του παραμυθιού του Τρελού του χωριού που είναι τόσο τρελός όσο και οι γνήσιοι ήρωες
No comments:
Post a Comment
Σχόλια