Του τρίτου και του τέταρτου αιώνα η ιστορία
για τον Παντελεήμονα που στη Μικρά Ασία
γεννήθηκε ως Παντολέων, κι αγίασε, μιλάει.
Χρόνος στη Νικομήδεια αρχίζει να κυλάει...
Η μάνα του σαν χριστιανή πάντα σταυρό φιλούσε
με ειδωλολάτρη σύζυγο. Ο γιος ακολουθούσε
στα πρώτα του τα βήματα την πίστη του πατέρα
Η μάνα δεν τον πίεζε, του άφηνε αέρα
κι ελευθερία περισσή. Έτσι σαν μεγαλώνει
και γίνεται τρανός γιατρός, κάποτε ανταμώνει
τον άγιο Ερμόλαο που 'ταν παπάς, και φέρνει
κοντά στη Χάρη του Χριστού τον νέο. Καταφέρνει
να νιώσει ο νέος κάτι τις, κι ας έχει δυσκολίες
Μια μέρα κει που περπατά όλος αμφιβολίες,
βρίσκει στο δρόμο του νεκρό που 'ταν φαρμακωμένος
από 'να δάγκωμα οχιάς. "Θεέ, ο πεθαμένος"
αν είσαι ο αληθινός Θεός, στο όνομά Σου,
κάνε αυτός να σηκωθεί κι αν είναι θέλημά Σου,
Κύριε Ιησού Χριστέ, να ζήσει σαν και πρώτα"
Εκείνος ανασταίνεται κι ο νιος αλλάζει ρότα
Βαφτίζεται, και σαν γιατρός ανάργυρα γιατρεύει.
Με πίστη και ιατρική όλους τους θεραπεύει
Όταν θεράπευσε τυφλό και του 'δώσε το φως του
μετά από προσευχή θερμή, τότε και ο δικός του
πατέρας, πίστεψε μεμιάς, τα είδωλα αλλάζει
Ο βασιλέας το έμάθε το θαύμα και φωνάζει
να έρθει πρώτα ο τυφλός να πει την πάσα αλήθεια
"Ποιος σου 'δώσε πίσω το φως; Δε θέλω παραμύθια",
φωνάζει ο Γαλέριος και μόλις συλλαβίσει
"Παντελεήμων" ο τυφλός, θα τον απαγχονίσει
Τότε ο Μαξιμιανός φωνάζει να του φέρουν
αμέσως τον υπαίτιο, ώστε να καταφέρουν
ν' αλλάξουνε την πίστη του με υποσχέσεις σμήνος
Με παρρησία άφταστη ομολογεί εκείνος
πως αγαπάει τον Χριστό και πως δεν τον αλλάζει
ό,τι κι αν του χαρίσουνε. Ο βασιλιάς προστάζει
τον άγιο τότε σε τροχούς να δέσουν για να βλάψουν
το όμορφο το σώμα του, λαμπάδες να ανάψουν
και να το καιν. Στη φυλακή ύστερα να το ρίξουν
και τέλος μες στη θάλασσα να πάνε να τον πνίξουν
Μα όλα τα υπέμεινε ο άγιος τα πάθη
Οργίστηκε ο βασιλιάς και ρώτησε να μάθει
ποιος χριστιανό το έκανε τούτο το παλικάρι
Του φέρνουν τον Ερμόλαο, και τότε απ' το θηκάρι
του δήμιου βγαίνει σπαθί, του παίρνει το κεφάλι
Αμέτρητοι που βλέπουνε πιστεύουνε και άλλοι
που ακούνε και μαθαίνουνε, πιστεύουνε κι εκείνοι
Φοβούμενος ο βασιλιάς μήπως δεν απομείνει
ειδωλάτρης γύρω του, πράγμα που τον αγχώνει,
διατάζει αποκεφαλισμό του Αγίου να τελειώνει
Ο άγιος πηγαίνοντας στο δρόμο προσευχόταν
Να σπλαχνιστεί ο Κύριος τους δήμιους ευχόταν
Στου μαρτυρίου φτάνοντας τον τόπο ευτυχούσε
που σύντομα τον Κύριο πλέον θα συναντούσε
Την κεφαλή του έκλινε. Το ξίφος ακονίζει
και τον χτυπά ο δήμιος, μα κείνο πώς λυγίζει
ωσάν κερί που έλιωσε απ' την πολλή τη ζέστη
Πέφτουν όλοι στα πόδια του. "Το σώμα σου υπέστη
τόσα βασανιστήρια. Πώς θα μας συγχωρήσεις;"
ρωτούν και κλαίνε γοερά "τώρα μη μας αφήσεις"
"Μη μου στερείτε τη χαρά, Θεό να απαντήσω"
τους λέει ο άγιος τρυφερά "κι ένα θα σας ζητήσω:
Το κεφαλάκι πάρτε μου και δε θα σας ξεχάσω.
Πάντοτε θα προσεύχομαι για σας, δε θα σας χάσω"
Του απέκοψαν την κεφαλή κι είδαν γάλα να ρέει
Ανοίγουνε οι ουρανοί και μια φωνή απορρέει
απ' τα γαλάζια νέφη τους: "Τώρα από Παντολέων
Παντελεήμων έγινες" κι αμνός αντί για λέων
αφήνει την ψυχούλα του, ο άγιος, στο χέρι
Αυτού που τόσο πόθησε, σαν λαμπερό αστέρι
Μα δεν μας ξέχασε ποτέ κι είναι πάντα κοντά μας
Προστρέχει στις αρρώστιες μας μα και στα βάσανά μας
Παρών και στο Βυζάντιο και στην Τουρκοκρατία
Μα και στις μέρες μας παρών. Ιδού μια ιστορία:
Ο άγιος Νικόλαος Πλανάς τον αγαπούσε
και στον ναό του, έναν καιρό, τ' Αγίου λειτουργούσε
Μα κάποτε τον διώξανε κι ήτανε λυπημένος
Πεπράταγε και έκλαιγε πολύ βαλαντωμένος
Βλέπει έναν νεό όμορφο που τον ρωτά τι κλαίει
"Με διώξανε από το ναό", εκείνος τότε λέει
"Εγώ μαζί σου βρίσκομαι και δε θα σε αφήσω",
του απαντά ο νεαρός, "ό,τι 'ναι άστο πίσω"
"Και ποιος είσαι του λόγου σου, παιδί μου", τον ρωτάει,
παπα Νικόλας ο Πλανάς, κι ο άγιος απαντάει
"Ο άγιος είμαι π' αγαπάς εγώ, Παντελεήμων"
Έκτοτε πήγαινε ο παπάς που 'τανε ελεήμων
στο Νέο Κόσμο κι έκανε μία φορά το χρόνο
εκεί που τον εδιώξανε, μια αγρυπνία μόνο
Μα μια φορά αρρώστησε, με κόπο λειτουργούσε
ώσπου πια δεν κρατήθηκε, στην Τράπεζα ακουμπούσε
για να μην πέσει καταγής. Τότε ήρθε ο άγιος
ξανά, για δεύτερη φορά, και του 'δώσε στο άλγος
να πιει δικό του φάρμακο που αμέσως μόλις ήπιε
η αρρώστια του γιατρεύτηκε. "Ποιος είσαι;" πάλι είπε
"Είμαι αυτός που γιατρικό δίνει στας νόσους όλας,
Πανελεήμων ο γιατρός". Και ο παπα Νικόλας
στην Πύλη βγαίνει ένδακρυς, λέει στο πλήρωμά του
πως του 'δώσε ο άγιος ένα απ' τα γιατρικά του
και πως τον έκανε καλά. Όλοι συγκινημένοι
έκλαψαν και ευχήθηκαν σ' αυτούς κοντά να μένει.
Βασισμένο στο συναξάρι του Αγίου από το βιβλίο "Φθινοπωρινό συναξάρι" τόμος Β΄ του αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη
Εκδ. Ακτή, Λευκωσία, 2009
Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο μπλογκ 27 Ιουλίου 2016