Μπαίνω σε ένα ταξί για να με πάει από το κέντρο της Θεσσαλονίκης στο Επταπύργιο. Κάθομαι στο πίσω κάθισμα. Θέλοντας και μη, παρακολουθώ τη συζήτηση που έχει ο ταξιτζής με τον κύριο που Ο φίλος του τζογαδόρου
μπροτά μου. Σχεδόν αμέσως αντιλαμβάνομαι πως υπάρχει μεταξύ τους μια οικειότητα που δεν οφείλεται σε κάποια προϋπάρχουσα σχέση, αλλά στον κοινό τόπο καταγωγής τους όπως και στα πρόσωπα που γνωρίζουν και οι δύο. Καθώς ανακαλύπτουν τους κοινούς γνωστούς τους, η συζήτηση αποκτά ιδιαίτερη ένταση όταν αναφέρεται το όνομα του Κώστα που ήταν γιος του τάδε και είχε τον δείνα θείο. Ο Ομηρικός προσδιορισμός του ανθρώπου με βάση το γένος του, κρατεί ως σήμερα, αντιστεκόμενος σθεναρά στις πολυποίκιλες διαστάσεις του χαρακτήρα και του βίου των σημερινών ανθρώπων.
μπροτά μου. Σχεδόν αμέσως αντιλαμβάνομαι πως υπάρχει μεταξύ τους μια οικειότητα που δεν οφείλεται σε κάποια προϋπάρχουσα σχέση, αλλά στον κοινό τόπο καταγωγής τους όπως και στα πρόσωπα που γνωρίζουν και οι δύο. Καθώς ανακαλύπτουν τους κοινούς γνωστούς τους, η συζήτηση αποκτά ιδιαίτερη ένταση όταν αναφέρεται το όνομα του Κώστα που ήταν γιος του τάδε και είχε τον δείνα θείο. Ο Ομηρικός προσδιορισμός του ανθρώπου με βάση το γένος του, κρατεί ως σήμερα, αντιστεκόμενος σθεναρά στις πολυποίκιλες διαστάσεις του χαρακτήρα και του βίου των σημερινών ανθρώπων.
Μεγαλώσαμε μαζί από παιδιά, λέει ο ταξιτζής. -Διακόπτω τη συγγραφή αυτού του κειμένου, προκειμένου να βγω στο μπαλκόνι για να δω τι ταράζει την ησυχία της νύχτας. Βλέπω ένα λευκό όχημα σαν μικρό κλειστό φορτηγό με κίτρινο φάρο που κάνει τρία μπιπ στη σειρά σε κάθε στάση του. Σταματά μπροστά στους σκουμπιδοντενεκέδες και μαζεύει τα σκουπίδια. Δεν είναι το γνωστό Δημοτικό απορρυματοφόρο, αλλά είναι κάποιας άγνωστης ιδιωτικής εταιρίας. Έτσι αποφάσισαν να λύσουν το πρόβλημα των σκουπιδιών οι Δήμοι μετά την απεργία των υπαλλήλων τους. Το απορυματοφόρο απομακύνεται, και επιστρέφω στο τραπέζι μου.-
Από μικρός του άρεσε ο τζόγος, συνεχίζει ο ταξιτζής. Εμείς παίζαμε κορώνα γράμματα για να δούμε ποια ομάδα θα ξεκινήσει το παιχνίδι κι εκείνος μας ικέτευε να παίζουμε κορώνα γράμματ για να κερδίσει αυτός που θα κέρδεζε, τα λεφτά. Ο παρακαθήμενος κύριος κουνάει καταφατικά τεφάλι. Καταστράφηκε, λέει. Τι να κάνουμε; Άφησέ με, εδώ, καλα είναι. Πληρώνει τον ταξιτζή και κατεβαίνει στην αρχή της Ακροπόλεως.
Δίχως να τον ρωτήσω, ο ταξιτζής αρχίζει και μου διηγείται τα περί ου ο λόγος.
Είχε τεράστια κτηματική περιουσία. Δούλευε οδηγός. Με το που έπαιρνε το μηνιάτικο, έτρεχε στο καζίνο. Μέσα σε μια νύχτα έχανε το μισθό όλου του μήνα. Κι αν του μίλησα, κι αν τον ικέτεψα να λυπηθεί τον εαυτό του, τίποτα. Σιγά σιγά άρχισε να χάνει ένα ένα τα κτήματά του. Μέχρι που τα έχασε όλα. Από καιρούς εις καιρόν με έπαιρνε τηλέφωνο να του δανείσω εκατό, διακόσια ευρώ. Στην αρχή του έδινα, μετά σταμάτησα. Όσο κι αν μου ορκιζόταν πως τα θέλει για να φάει και να πληρώσει τους λογαριασμούς, λίγο μετά με πληροφορούσαν κοινοί φίλοι πως πήγαινε και τα έπαιζε. Μια μέρα με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει πως του έχει μείνει ένα σπίτι και έχει ανάγκη να το πουλήσει. Ενα μεγάλο σπίτι στο κέντρο της Έδεσσας. Εκατόν ογδόντα τετραγωνικά, κάνει τουλάχιστον εκατόν πενήντα χιλιάδες ευρώ. Εσύ δώσε μου εκατό και το παίρνεις, μου είπε. Δε θέλω να πάει σε ξένα χέρια. Δεν το θέλω, του απάντησα. Ξέρω πως θα πας να τα παίξεις. Δε θα γίνω συμμέτοχός στο πάθος σου. Μα αντί να το πάρει κάποιος ξένος, ας το πάρεις τουλάχιστον εσύ. Σου το αφήνω εβδομήντα. Όχι, δεν το θέλω. Από σένα δε θέλω τίποτα. Με έπαιρνε ξανά και ξανά. Εγώ αρνιόμουν. Θα στο αφήσω πενήντα, μου είπε μια μέρα. Δεν το θέλω. Τα λεφτά τα είχα, αλλά σ' αυτόν δε θα τα 'δινα. Θα το είχα μετά κρίμα στο λαιμό μου. Επέμενε. Δέκα φορές τη μέρα τηλέφωνο. Ρωτάω τη γυναίκα μου. Ούτε να το σκεφτείς, μου λέει. Ρωτάω το γιο μου. Ντροπή, μπαμπά. Πώς σου πέρασε τέτοιο πράγμα από το μυαλό; Ξανά τηλέφωνο ο φίλος. Εγώ δεν το παίρνω. Θα παίξεις τα λεφτά, θα τα χάσεις και μετά θα χαλάσουμε και τη φιλία μας. Δεν το έβαζε κάτω. Σκέφτηκα τη νύφη μου. Πήγε και το είδε. Της άρεσε. Μιλήσανε. Είναι πολλά τα λεφτά, του είπε. Μια βοδμάδα μετά, της το άφησε τριάντα χιλιάδες και εκείνη το αγόρασε. Το ίδο βράδυ πήγε στο καζίνο και τα έπαιξε. Τα έχασε όλα. Την άλλη μέρα με πήρε τηλεφωνο και μου ζήτησε διακόσια ευρώ. Δεν του έδωσα. Με έβρισε κι από τότε δεν μιλάμε. Κατάλαβες, κυρία μου; Θα πεθάνει σαν το σκυλί στο αμπέλι. Αλλά τι πλάκα που έχει η ζωή. Πού δίνει τα λεφτά... Πριν λίγο καιρό πέθανε η τελευταία θεία του. Του άφησε ένα τεράστιο κτήμα, κληρονομιά. Φυσικά το έπαιξε και το έχασε. Ευτυχώς που δεν έχει οικογένεια. Αλλά σε λίγο θα γυρίζει και θα ζητιανεύει. Ποιος θα τον δει; Για ένα πάθος...
Φτάνω στον προορισμό μου, καληνυχτώ τον ταξιτζή και περπατώ προς το σπίτι. Ο τζογαδόρος είναι τζογαδόρος, σκέφτομαι. Απόλυτος υποτακτικός του πάθους του. Τυφλός υποτακτικός. Σε άλλη περίπτωση θα ήταν αξιοζήλευτος. Αλλά ο ταξιτζής; Τι άνθρωπος ήταν αυτός; Πώς αντιστάθηκε με τέτοια παλικαριά και τόσο σθένς στην εκμετάλλευση του πάθους που είχε ο φίλος του; Θα 'ταν δε θα 'ταν εξηντάρης. Η φωνή του πρόδιδε άνθρωπο ευθύ, σταθερό, ντόμπρο. Τα συνθήματα περί δώρων στον εαυτό μας που μάγεψαν και παγίδεψαν ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας, αυτόν δεν τον άγγιξαν; Όχι μόνο το σπίτι που αγόρασε η νύφη του θα μπορούσε να πάρει, αλλά και πολλά άλλα από τα προηγούμενα περιουσιακά στοιχεία του φίλου του να τα έχει αγοράσει σε εξευτελιστές τιμές και να έχει τώρα ο ίδιος μια τεράστια περιουσία. Δεν το έκανε όμως. Δεν υπέκειψε στους πειρασμούς του εύκολου κέρδους. Ούτε αυτός, ούτε η γυναίκα του, όύτε καν ο γιος τους. Στάθηκε αληθινός φίλος. Φίλος, απ' αυτούς που πολλοί θα θέλαμε φίλο μας. Ίσως κάποιοι να αναρωτηθούν, και τι κέρδεσε; Μήπως δε βρέθηκαν κάποιοι άλλοι να κάνουν ό,τι δεν έκανε αυτός; Ποια η διαφορά; Τα ερωτήματα αυτά όμως, προτού απαντηθούν, προδίδουν ήδη τη διαφθορά μας.
Ο τζόγος βέβαια, δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Το πάθος του τζόγου δε γεννήθηκε στις μέρες μας. Άνθρωποι όμως σαν τον ταξιτζή διατηρούν άσβηστη την ελπίδα πως δε χάλασε εντελώς ο κόσμος. Ακόμα κι αν κάποιοι τον θεωρήσουν ηλίθιο, ας αναρωτηθούν τι χρωστούμε σε τέτοιους ηλιθίους.
Τα σκουπίδια του πολιτισμού μας, πάντα θα βρίσκονται κάποιοι να τα μαζεύουν. Αν δεν είναι οι δημοτικοί υπάλληλοι, θα είναι κάποιοι ιδιώτες. Η μόλυνση όμως της ατμόσφαιρας δεν αρχίζει από την παρατεταμένη παραμονή των σκουπιδιών στους ξέχειλους κάδους. Αρχίζει από τι θεωρούμε σκουπίδι, τι περιττό, τι αναγκαίο. Από την ευκολία να μαζεύουμε και να πετούμε. Να αγοράζουμε και να πουλούμε. Να εξαγοραζόμαστε και να ξεπουλιόμαστε.
Ανάμεσα σε έναν κόσμο που παράγει σκουπίδια και σε κείνον που ζει από τα σκουπίδια, θα υπάρχουν πάντα κι αυτοί που θα αρκούνται στην τίμια πενία τους, αντιστεκόμενοι στις Σειρήνες της εκμετάλλευσης και του εύκολου κέρδους. Και είναι αυτοί που ανώνυμα, ήσυχα και ταπεινά, θα κάνουν τη διαφορά. Τη διαφορά που δίνει νόημα στην ύπαρξη του κόσμου.
No comments:
Post a Comment
Σχόλια