Kαν αγνοώμεν πάντες ημείς Mαρκέλλα,
Aθλήσεως σης, Xριστός οίδε τον τρόπον.
Στη Βολισσό γεννήθηκε σαν εύμορφο αγγελούδι
Μαρκέλλα, το ονόμασαν το Χιώτικο λουλούδι
Ο Νικηφόρος, ο όσιος, θα γράψει τη ζωή της
Στα χίλια πεντακόσια, λέει, ήταν η γέννησή της
Η χριστιανή μητέρα της πεθαίνει πολύ νέα
Μα η Μαρκέλλα από μικρή μαθαίνει απ’ τη μητέρα
Την πίστη τη χριστιανική, κι ας έχει για πατέρα
Ειδωλολάτρη άκαρδο, σκληρόκαρδο να πούμε,
Που τα δαιμόνια μέσα του ένα πρωί θα μπούνε
Ώστε να πεθυμήσει ερωτικά την ίδια του κόρη
Με πεθυμιά αστείρευτη, να κράτει δεν ημπόρει
Σαν η Μαρκέλλα ένιωσε πάθος του σαρκολάτρη
Έφυγε από το σπίτι της να βρει κάπου μιαν άκρη
Μες στα βουνά για να κρυφτεί, καταφυγή ζητάει
Απ’ το κτηνώδες πάθος του, μα κείνος τριγυρνάει
Στις λαγκαδιές και στα βουνά κι όλα τα ανιχνεύει
Μία πελώρια θα βρεθεί βάτος, να προστατεύει
Την όμορφη και άδολη, παρθένο, θυγατέρα
Ένας βοσκός όμως γυρνά και θα τη δει μια μέρα
Και θα την πει στον μανιακό τη μυστική κρυψώνα
Φωτιά ανάβει τότε αυτός στον θαλερό κοιτώνα
Μα κείνη το κατάφερε και διέξοδο πώς βρήκε
Γλιτώνει απ’ τα χέρια του καθώς στα όρη μπήκε
Τη συμπονούν οι πέρδικες, δέντρα του περιβόλου
Μονάχα ο πατέρας της δεν την πονάει διόλου
Πώς τρέχει γρηγορότερα από δαύτον το ζαρκάδι
Αν δεν το φτάσει προτιμά να χώσει μες στον Άδη
Βγάζει το τόξο κι άκαρδο το βέλος του στοχεύει
Το σώμα που ματοκυλά κι όπου πατεί μερεύει
Πίνει η γη και ξεδιψά με το αθώο αίμα
Της λαβωμένης έλαφου που τρέχει μες στο γέμα
Κάποτε οι δυνάμεις της πια την εγκαταλείπουν
Πέφτει στη γη, μα δε λυγά, οι ελπίδες της δε λείπουν
Τα μάτια της στον ουρανό σηκώνει κι απ’ τα χείλη
Δε βγαίνει λέξη έναρθρη, με της ψυχής τη σμίλη
Χαράζει την αόρατη την προσευχή στα ύψη
“Σχίσε το βράχο σου, Χριστέ, μέσα του για να κρύψει
Τη δούλη σου την ταπεινή και έτσι να γλιτώσει”
Μεμιάς ο βράχος σκίζεται κι έτσι θα παραχώσει
Το σώμα της το άγιο ως το αγνό της στήθος
Ο σαρκοβόρος μαίνεται από δαιμόνια πλήθος
Βγάζει μαχαίρι κι αφαιρεί μεμιάς τους δυο μαστούς της
Και τους σκορπίζει στο βουνό που από τους καλούς της
Αγιασμένο, ντρέπεται πώς και τους αντικρίζει
Ο βάρβαρος την κόρη του την αποκεφαλίζει
Αυτός που ‘χει το όνομα μα μήτε ίχνος χάρη
Πατέρα, που απ’ το σπλάχνο του την κεφαλή θα πάρει
Να την πετάξει μανικά στης θάλασσας τα βάθη
Στεφάνι ήρθε κι έστεψε με μυροβόλα άνθη
Το άγιο κεφαλάκι της και μια ουράνια λάμψη
Πήγε επάνω κι έκατσε. Το φως του δε θα πάψει
Ο βράχος ο πονετικός, πηγή των ιαμάτων
Θα γίνει μέχρι σήμερα και πάπολλων θαυμάτων
Άγιοι της εκκλησίας μας το καταμαρτυρούνε
Σαν τον Μακάριο Νοταρά, κι άλλοι μαζί θα πούνε,
Όπως ο Πενταπόλεως, Νεκτάριος, και κείνος
Που βιογράφος έγινε, για των θαυμάτων σμήνος
Κι οι τρεις τους το συνηθίζαν, όποτε το μπορούσαν
Το αγιασμένο μνήμα της πήγαιναν προσκυνούσαν
Κι εκεί θερμά προσεύχονταν, κι απ’ το αγίασμά της
Όπου ατμίζει το νερό σαν την ανασεμιά της
Έπαιρναν κι έπιναν νερό ώστε τη θεία χάρη
Μαρκέλλας της αγίας μας καθένας τους να πάρει
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς ἁγνείας τὸ ρόδον καὶ τῆς Χίου τὸ βλάστημα, τὴν Ἁγίαν Μαρκέλλαν ἐν ὠδαὶς εὐφημήσωμεν τμηθεῖσα γὰρ χειρὶ τὴ πατρική, ὡς φύλαξ ἐντολῶν τῶν τοῦ Χριστοῦ, ρώσιν νέμει καὶ κινδύνων ἀπαλλαγήν, τοὶς πρὸς αὐτὴν κραυγάζουσι, δόξα τῷ δεδοκότι σοὶ ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σου, πάσιν ἰάματα.
No comments:
Post a Comment
Σχόλια