Labels

Monday, December 30, 2013

Ο ναυαγός



Κάποτε, -κανείς δεν ξέρει πότε ακριβώς-, ένα πλοίο ναυάγησε στη θάλασσα. Είχε άλλους επιβάτες, δεν είχε, δε γνωρίζουμε. Ένας μονάχα άνθρωπος που τ' όνομά του δεν το μάθαμε ποτέ, βρέθηκε σ' ένα παντέρμο ξερονήσι. Μέχρι να συνέλθει απ' το ναυάγιο και πριν προλάβει να ξεσπάσει σε κλάματα για την άδικη τη μοιρα του, είδε μαύρα σύννεφα να μαζεύονται στον ουρανό. Κοίταξε γύρω του, είδε στο μικρό λοφίσκο κάτι πουρνάρια, στο διπλανό ρυάκι λίγες καλαμιές, με όσο κουράγιο του είχε απομείνει προσπάθησε να φτιάξει ένα πρόχειρο υπόστεγο. 
"Σώθηκα από ναυάγιο" σκέφτηκε "μην πεθάνω από πνευμονία". Ίσα που πρόλαβε να το στήσει κι η μπόρα ξέσπασε. Ευχαριστημένος και ευγνώμων άρχισε να ευχαριστά τον καλό Θεό που τον έσωσε απ' το ναυάγιο και του έδωσε και το χρόνο, αλλά και τη δύναμη, να ετοιμάσει το καταφύγιό του. Μπήκε από κάτω και εξαντλημένος όπως ήταν έπεσε και κοιμήθηκε βαθιά. Ξύπνησε μετά από πολλές ώρες αρκετά ξεκούραστος και πολύ πεινασμένος. Σηκώθηκε κι άρχισε να ψάχνει για τροφή. Αν και η βροχή είχε κοπάσει, τα μαύρα σύννεφα στον ουρανό δεν έλεγαν να φύγουν. "Δεν πρέπει ν' απομακρυνθώ και πολύ" σκέφτηκε "αργά ή γρήγορα θα ξανάρθει καταιγίδα". Το σώμα του πονούσε, τα πόδια του τρίκλιζαν, έκανε μεγάλη προσπάθεια για ν' ανεβεί στο λόφο να βρει κανένα χορταράκι για να βάλει στο στόμα του. Άκουσε δυνατές βροντές και στο βάθος του πελάγους είδε κεραυνούς να τους καταπίνει το νερό. Προσπάθησε να διακρίνει κάποιο ίχνος απ' το καράβι του, μα τίποτα δε φαινόταν στον ορίζοντα. Λίγα χόρτα, κάτι ρίζες και μια χούφτα άγρια βατόμουρα ήταν αρκετά προς το παρόν κι έχει ο Θεός, σκέφτηκε. Άρχισε να κατηφορίζει στο καλυβάκι του τρέχοντας γιατί οι ψιχάλες της βροχής δυνάμωναν. Δέκα βήματα ακόμα και θα έφτανε, μα πριν προλάβει να τα κάνει, ένας κεραυνός έπεσε στο καλυβάκι του κι εκείνο αμέσως τυλίχτηκε στις φλόγες. 

Τα γόνατά του λύθηκαν. Είχε φτάσει η ώρα να κλάψει για όλα. Για το ναυάγιο, την άδικη μοίρα του, τη φωτιά που σε λίγο θα έκανε στάχτη το καταφύγιό του, το κρύο, την πνευμονία που τον περίμενε, το θάνατο απ' τον οποίο σίγουρα δε θα ξέφευγε. Έριξε το πρόσωπο στη λάσπη κι έκλαψε, έκλαψε, έκλαψε με την ψυχή του παραπονούμενος στο Θεό που ήταν τόσο άπσλαχνος μαζί του. 
"Μα όλες οι συμφορές του κόσμου πάνω σ' εμένα Θεέ μου; Τι Θεός είσαι τέλος πάντων; Εσύ δε μ' έπλασες; Παιδί σου δεν είμαι; Τι κακό έκανα για να με κατατρέχεις έτσι;" έλεγε με αβάσταχτο καημό και πόνο, και το πρόσωπό του  σαν την καρδιά του είχε γίνει ένα με τη λάσπη. "Εδώ θ' αφήσω τα κοκαλάκια μου, εδώ σ' αυτό το παντέρμο και άγνωστο ξερονήσι, εγώ ο παντέρμος και άγνωστος σε Θεό και ανθρώπους. Κανείς δε θα με βρει ποτέ, θα με φανε τα θηρία και τα ψάρια" σκεφτόταν από μέσα του, αφού τίποτα πια δεν είχε κουράγιο να ξεστομίσει και μόνο έκλαιγε.

Άξαφνα, ένας παράξενος ήχος τον κατατρόμαξε. Είναι βρυχηθμός από καμιά αρκούδα, άλλο ζώο, τι μούγκρισμα είναι αυτό; Σήκωσε το λασπωμένο του πρόσωπο και είδε στο βάθος της θάλασσας ένα καράβι. Η μπουρού σφύριζε πάλι και πάλι. Έτρεξε στην ακτή, ξέπλυνε βιαστικά με τ' αρμυρό νερό τα μάτια του μήπως ονειρεύονταν, κι άρχισε να βγάζει άναρθρες κραυγές. Όχι, δεν τον ξεγελούσαν τα βουρκωμένα μάτια του. Ένα καράβι έστριβε προς το μέρος του και σε λίγο φάνηκε και μια βάρκα με ναύτες που κατευθύνονταν προς την ακτή. Ο ναυαγός άρχισε να χοροπηδά, να φωνάζει, να κουνά πάνω κάτω τα χέρια και τα πόδια του. Οι ναύτες του έλεγαν: "Σε είδαμε, μη φωνάζεις, για σένα ερχόμαστε!  Καλά που άναψες φωτιά, είδαμε το σινιάλο!". Τα 'χασε ο ναυαγός. "Εγώ δεν άναψα καμιά φωτιά" τους είπε μόλις έφτασαν. "Μα πώς; Δεν είναι αυτό εκεί φωτιά;" τον ρώτησαν. Ο άνθρωπος γύρισε τότε το κεφάλι και κοίταξε το καλυβάκι του που τώρα είχε μείνει στάχτη. Τότε κατάλαβε. Τα κατάλαβε όλα. Σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και τα γεμάτα ευγνωμοσύνη δάκρυα που έτρεξαν ενώθηκαν με τις σταγόνες της βροχής που έπεφτε στο πρόσωπό του. Κανείς δεν τα πρόσεξε. Το πρώτο "ευχαριστώ" που ψιθύρισε η κομματιασμένη του καρδιά κανείς απ' τους ναυαγοσώστες δεν το άκουσε. Αυτοί άκουσαν το δεύτερο και το τρίτο. Το πρώτο πέταξε γρήγορα ψηλά περιστέρι ολόλευκο στο δρόμο που άνοιξε μες στο βαθύ σκοτάδι η πρώτη αχτίδα του ήλιου.















No comments:

Post a Comment

Σχόλια