Ήτανε γλέντι μια φορά, στην Κρήτη, κι έπαιζε ο λυράρης, χόρευαν οι άνθρωποι. Πάει ένας, ρίχνει το σταλό στους μουσικούς και παραγγέλνει: "Τον άνεμο του Σκορδαλού", λέει με φωνή αντρίκια. Αυτό αγαπούσε, μ' αυτό χόρευε. Το παίζει ο λυράρης. Πάνω που τελειώνει, ξαναπηγαίνει ο ίδιος άνθρωπος, επαναλαμβάνει την ίδια παραγγελιά, το παίζει πάλι ο λυράρης. Για να μην τα πολυλογούμε, η ίδια σκηνή και το ίδιο κομμάτι επαναλήφτηκαν πολλες φορές, μέχρι που ο οργανοπαίχτης βαρέθηκε, εκνευρίστηκε, κι ας ήταν κάθε παραγγελιά με το αζημίωτο. "Πάλι;" τον ρωτά στο τέλος αγανακτησμένος. Κι ο μερακλής ο άνθρωπος του απαντά: "Εκειά να παίζεις μέχρι να το μάθεις".
Αυτό το περιστατικό μου ήρθε στο νου, καθώς διαβάζω ξανά και ξανά τα ίδια λόγια, τις ίδιες σελίδες. Ξανά και ξανά γιατί όλο χάνω κάτι στην πορεία, κάτι μου ξεφεύγει, κάτι ξεγλυστρά. Ξανά και ξανά, και δεν είναι τίποτα ίδιιο από τη μία φορά στην επόμενη, και δε βαριέμαι και δεν χορταίνω κι όλο απ' την αρχή το πιάνω. Ξανά και ξανά και κάθε φορά μια λέξη ακόμα, ένα νόημα, η ίδια πρόταση που πριν προσπέρασα, τρυπούν σαν βέλη, βέλη γλυκά φτιαγμένα από μέλι και τρυφερά καμωμένα από στοργή, άκαμπτα στην αλήθεια τους, ανοίγουν χαραμάδες ή βρίσκουν τα ελάχιστα κενά κι από κει περνούν και προχωρούν μέχρι να φτάσουν κάποια απ' αυτά κάποτε στην καρδιά μου. Όσο περισσότερες φορές διαβάζω τα ίδια ξανά και ξανά, τόσο αισθάνομαι τις αλλεπάλληλες σειρές των τειχών μου. Τείχη ψηλά, πέτρινα, συμπαγή, αδιαπέραστα. Όσο περισσότερες φορές διαβάζω τα ίδια ξανά και ξανά, τόσο περισσότερο δροσίζομαι όταν μια λέξη, ένα όνομα, ένα συμβάν καταφέρνει να τα διαπεράσει όλα τα τείχη και να φτάσει, να φτάσει στην πιο κρυφή σπηλιά μου σπίθα από φως, εκεί που τρεμοπαίζει μα ακόμα καίει άσβηστο το καντήλι της αγάπης.
Ο Λεύκιος χιτώνας ακηλίδωτος πετά στους ουρανούς, ο Καλλίνικος ο ιερέας των ειδώλων παραδίνεται άοπλος στον αρχιερέα Χριστό και είδωλό Του γίνεται, ο Θύρσος ανθισμένο ραβδί που ο τύραννος δεν μπορεί να τεμαχίσει χαρίζει το άνθος του στον Δημιουργό των ανθών, και αστραποκοπά η Νίκαια της Βιθυνίας, ζηλεύει η Αλεξάνδρεια.
Ο Απολλώνιός της, ο Αλεξανδρινός, μπροστά στα μαρτύρια ταράζεται, από δειλία δίνει τέσσερα χρυσά και τα ρούχα του στον αυλητή του Αρριανού, Φιλήμωνα, να πάει εκείνος σαν αυτός να θυσιάσει, ώστε αυτός και να μη θυσιάσει και να γλυτώσει τα μαρτύρια. Και γίνεται η μεταμφίεση μεταμόρφωση, γίνονται τα τριμμένα ρούχα άφθαρτης Χάριτος ενδύματα, ο αυλητής γίνεται χριστιανός και μαρτυρεί, η δειλία του Απολλλώνιου γίνεται τόλμη και γενναιότητα . Ο αφέντης και δυνάστης τύραννος Αρριανός στέλνει τα τόξα του στον αγαπημένο του αυλητή ανακαλύπτοντας την μεταμφίεση, μα και τη μεταμόρφωση, το ένα βέλος πίσω γυρνά μήπως βρει το φως το τυφλό του στην αγάπη μάτι, πονά, σφαδάζει, δεν αλλάζει. Κι ενώ ο γλυκύς Φιλήμονας, ο αυλητής, πεθαίνει, "όταν πεθάνω", λέει του αφέντη του, "μια χούφτα χώμα πάρε από τον τάφο μου ν' αλείψεις το ματάκι σου να γειάνει". Πετάει ο Απολλώνιος, πετάει κι ο Φιλήμων στους ουρανούς τους πάλευκους, κι ο άρχοντας θυμάται μες στον πόνο του τα λόγια του αυλητή του και πάει εκεί στο μνήμα του, παίρνει μια χούφτα χώμα και ανοίγει το ματάκι του, ανοίγει κι η καρδιά του. "Κι εγώ είμαι χριστιανός", φωνάζει. "Κι εμείς, κι εμείς" λένε ο τέσσερις σωματοφύλακές του. Τους σέρνουνε στη Ρώμη κι ο Διοκλητιανός δεν αναγνωρίζει τον όμοιό του που έγινε αγνώριστος μέσα στο φως. Κι αν τους σκοτώνει όλους κι αν τους πετά στη θάλασσα, πέντε δελφίνια στη στεριά τους βγάζουνε και στην μεγάλη Αλεξάνδρεια τους πάνε που σαν τη Νίκαια τώρα αστραποβολά κι αυτή...
Καλοί μου άγιοι, λεβέντες, παλικάρια του Χριστού, αν τόσο σκλήρυνε η καρδιά μου που τίποτα από τη μεγάλη χάρη σας δε νιώθει, ας φτάσει έστω μια κλωστή απ' το ρούχο σας το πάλευκο, το βέλος ενός βλέμματος σας να με ξετυφλώσει, ή έστω ένα μόνο πτερύγιο δελφινιού να με αγκαλιάσει μήπως σηκωθώ μια στάλα απ' το προσκυνημένο χώμα μου... ξανά και ξανά να σας διαβάζω, ξανά και ξανά να σας παρακαλώ... μέχρι να μάθω...
No comments:
Post a Comment
Σχόλια