Labels

Thursday, December 12, 2013

Ο άγιος Σπυρίδων επίσκοπος Τριμυθούντος ο θαυματουργός / αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη



"... Άγιος Σπυρίδωνας. Άλλο μεγάλο βουνό της ορθοδοξίας. Άλλη μεγάλη υπόθεση. Σπυρίδων και θαυματουργία εταυτίζοντο. Και ταυτίζονται. Αν και απέθανε ο Άγιος Σπυρίδων, δεν έπαψε να θαυματουργεί. Από τη νήσο της Κύπρου, τη μεγαλόνησο και μαρτυρική. Έζησε εκεί και έλαμψε. Τον 4ο αιώνα. Ταπεινός εις το έπακρον, με αγάπη και ζήλο Θεϊκό, ποιμήν προβάτων και καλλιεργητής αγρών,  ακόμη κι όταν έγινε επίσκοπος, πρόσφερε τα ελέη του Θεού στους Κυπρίους χριστιανούς, αλλά και ειδωλολάτρες. Ζούσε με αποστολικό τρόπο. Και ήταν το καμάρι και η χαρά και η παρηγοριά όλων. 
Έλαβε μέρος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο και απέδειξε το ομοούσιον της Τριάδος με το θαύμα του κεραμιδιού, φώναξε την κόρη του απ' τον τάφο να βρει τα τιμαλφή της γειτόνισσας, που τους είχε εμπιστευθεί εκείνη προς φύλαξιν, πήγε στον τάφο και λέει: 
"Ειρήνη μου, πού έβαλες τα τιμαλφή της τάδε;" 
"Το 'χω εκεί πατέρα, να τα βρείτε και να το δώσετε." Εφώναξε τη νεκρά από τον τάφο. Για σκεφτείτε! 
Μετέβαλε το φίδι σε χρυσάφι, για να εξυπηρετήσει κάποιο φτωχό. Κι όταν εκείνος εξυπηρετήθηκε, το έφερε, πήγαν έξω πάλι, και λέει: 
"Φιδάκι, πήγαινε, τώρα, στο σπίτι σου και στα παιδιά σου." Και το χρυσάφι ξανάγινε φίδι.
Γιατί έκαμε το φίδι; Για να μας δείξει ότι η φυλαργυρία είναι φίδι και να προσέχομε. Αλλά και το χρήμα είναι χρήσιμο, χρώμαι, για να το έχουμε και να το χρησιμοποιούμε. Το χρήμα είναι από το ρήμα χρώμαι. Για χρήση. Δεν είναι κειμήλιο. Ούτε λατρεία. Και συντάσσεται μετά δοτικής, χρώμαι τινί, για να το δίνουμε και για να το παίρνουμε. Να μην είμαστε μόνο από την Πάρο, αλλά και από τη Δώσε. Έτσι. Γελάτε. Έτσι είναι, όμως. Έτσι. Να το δίνουμε, γιατί έλεγαν οι σοφοί της Ανατολής: "Έχουμε για να δίνουμε, και δίνουμε για να έχουμε".

Και εκοιμήθη, λοιπόν, ο Άγιος Σπυρίδων στα 458, 12 Δεκεμβρίου. Και έμεινε άφθαρτο το λείψανό του, όπως είναι μέχρι σήμερα, στο άλλο αγαπημένο του νησί, στην Κέρκυρα. Στα όρια ορθοδοξίας και προτεσταντισμού και καθολικισμού. Φυλάει ο άγιος εκεί, αιώνες τώρα. Και όταν οι καθολικοί και οι άλλοι επιχείρησαν να κάνουν Αγία Τράπεζα στο ναό του καθολική, έριξε φωτιά και τους έκαψε. Δεν έχει ο άγιος. Είναι εύσπλαχνος, αλλά είναι και δίκαιος. Και είναι και φρουρός. Και είναι και υπέρμαχος.

Τα θαύματά του μεγάλα. Και πολλά. Να σας πω ένα μόνο, να γελάσετε και να κλείσομε, γιατί πέρασε η ώρα. Είχαν πάει, κάποτε, κλέφτες στο μαντρί του, καθώς ήταν επίσκοπος, να του κλέψουν τα πρόβατα. Φρούτο παλιό οι κλέφτες. Δεν είναι τώρα. Τι να κάνομε. Λοιπόν. Κι εκεί μια Θεία δύναμη τους καθήλωσε. Δεν μπορούσαν ούτε να κλέψουν, ούτε και να φύγουν. Κάτσανε μέχρι το πρωί τα παιδιά... Λοιπόν. Πάει το πρωί ο παππούς και τους βρίσκει. "Ρε παιδιά, τι γίνεται;" λέει. Κατάλαβε αυτός. "Α, να πάρει η ευχή. Άντε να λυθείτε." Τους έλυσε, λοιπόν. "Και τώρα, για τον κόπο σας, να μη σας αφήσω έτσι. Πάρτε κι ένα κριάρι να το φάτε, ε, κοπιάσατε", λέει. Ε, άντε να ξανακλέψουν αυτοί μετά ας πούμε. Δεν τους είπε. Ούτε τους μάλωσε, ούτε... τίποτα απ' αυτά. Ούτε τους είπε να μην κλέβετε. Τίποτα απ' αυτά. Φτάνει η συμπεριφορά του και κατάλαβαν τα πάντα. Γιατί έχει ψυχή ο καθένας και φιλότιμο και καταλαβαίνει. "Άντε", λέει, "να πάτε." Τι ωραίο!

Κι ο άλλος, μια φορά, που πούλαγε, που πήγε ν' αγοράσει σφαχτά, ένας έμπορος, απ' τον άγιο, του πήρε και μια γίδα παραπάνω. Σου λέει, χαζός γέρος είναι αυτός, ας του πάρουμε μια γιδούλα. Υπάρχει και Θεός. Να τα προσέχουμε αυτά τα πράγματα. Να τα προσέχουμε πολύ, γιατί επάνω μας έρχονται. Την πήρε κι έφυγε. Πήρε και την άλλη, η άλλη, όμως, στο δρόμο γύριζε πίσω. Δεν πήγαινε με τ' άλλα ζώα, που είχε πληρώσει, και τον ταλαιπωρούσε. Και ήλθε τελικά στο κοπάδι. Και τον είδε ο άγιος. "Τι είναι, παιδί μου;" "Να", λέει "παππούλη, απ' τις γίδες που πήρα αυτή δεν έρχεται", λέει "κοντά. Έρχεται πίσω" Και του λέει ο παππούλης: "Παιδί μου, μήπως ξέχασες να την πληρώσεις;" Δεν του είπε ότι την έκλεψε. Δεν λέγονται αυτά. Δε γίνονται αυτά. Προσέξτε. Οι άγιοι τι ωραίοι είναι! Τι ευγενείς! "Μήπως ξέχασες, παιδί μου, να την πληρώσεις;" λέει. "Ναι, παππούλη." "Ε, βάλε τα λεφτά εκεί", είχε ένα κασελάκι εκεί πέρα και τα 'βαναν οι άνθρωποι τα λεφτά, αυτός ήταν, τα 'χε σε ιδιαίτερο μέρος, λοιπόν. "Βάλε τα λεφτά εκεί, όσο κάνει, κι άμε στο καλό." Κι αμέσως η γίδα ακολούθησε με τον έμπορο κι έφυγε. Αστραπή. Τι πράγματα είναι αυτά. Αυτή είναι η θρησκεία μας."

Εκφωνήθηκε την 5η Δεκεμβρίου 2007


Χειμερινό Συναξάρι, τόμος Α΄, αρχιμανδρίτης Ανανίας Κουστένης, εκδ. Ακτή, Λευκωσία 2008

No comments:

Post a Comment

Σχόλια