Όλα ένα ξάφνιασμα.
Μια απορία. Ένα μυστήριο. Θα ’λεγες παράλογο, όχι όμως και άλογο. Ίσως
σωστότερα, υπέρλογο. Να μένει χωρίς Θεό αιώνες ο κόσμος, αναρίθμητοι άνθρωποι.
Χωρίς Θεό γιατί Τον λησμονούν, μα Τον διψούν, χωρίς Θεό που τον αντικαθιστούν
με χίλιους μύριους άλλους, μα που τίποτα δεν τον υποκαθιστά.
Ο Μέγας Απών, ο
εξορισμένος απ’ τον παράδειστο της καρδιάς του ανθρώπου και αδιαλείπτως εντός
του, φανερώνεται σε Προφήτες, Ποιητές και Σοφούς όλων των εποχών και των λαών
του κόσμου από τη Δύση μέχρι την Ανατολή αδιακρίτως γεωγραφικού τόπου. Τον Θεό Τον ενδιαφέρει μόνον η γεωγραφία της καρδιάς. Κι αυτοί οι λίγοι, οι ευαίσθητοι,
οι καθαροί, οι ερωτευμένοι, γράφουν, μιλούν, προφητεύουν τον ερχομό Του. Από
τον προφήτη Ησαϊα που έζησε 800 χρόνια πριν απ’ τα πρώτα Χριστούγεννα, τον
Δανιήλ, τον Δαβίδ, μέχρι τον Βιργίλιο που θλίβεται γιατί δε θα ζει να δει τον
νέο αιώνα, την Παρθένο και το Θείο Βρέφος. Σκανδιναβικές προφητείες, προφητείες
των Λαπώνων, Ασιατικές και Κινέζικες προσδοκούν τον Ποιμένα και Άρχοντα. Σινικά
βιβλία μιλούν για τα παθήματα του Ποιμένα, μέχρι τον Κομφούκιο που το 551 π.Χ
περιμένει τον Άγιο που θα φέρει σε όλο τον κόσμο την ειρήνη.
Οι δυτικοί τον
περιμένουν απ’ την Ανατολή, οι ανατολικοί από τη Δύση κι Εκείνος γεννιέται στη
μέση του κόσμου, την άσημη Ιουδαία. Δε γεννιέται στην περίλάλητη Ιερουσαλήμ,
όπως θα άρμοζε στον Βασιλιά του κόσμου, αλλά στην πατρίδα του Ιακώβ και του
Δαβίδ, τη γνωστή μόνο για τους Προπάτορες, Βηθλεέμ. Δε γεννιέται στο παλάτι του Ηρώδη, όπως θα άρμοζε, αλλά σε σπήλαιο ταπεινό. Δεν πορεύεται με συνοδεία
στρατιωτών και λάβαρα η Μητερα Του, όπως θα περίμεναν όλοι για τη μητέρα του βασιλιά των
βασιλιάδων. Πάνω σ’ ένα γαϊδουράκι η Επίτοκος του Θεού πηγαίνει, με μόνη συντροφιά τον
Μνήστορα Ιωσήφ που απεγνωσμένα ψάχνει σπίτι ή πανδοχείο για τη γέννα και δεν
βρίσκει.
Τον πάμπλουτο Χριστό δεν τον περιμένει παλάτι στη γη, ούτε καν
κατοικία. Ξένος έρχεται για να ανοίξει την πόρτα του Παραδείσου στον άνθρωπο
που με τη θέλησή του αποξενώθηκε από τον Θεό. Συλλαμβάνεται στη μήτρα της
Μαρίας εκ Πνεύματος Αγίου, δίχως τη συνέργεια ανδρός, για να αναγεννηθούμε
εμείς εν Πνεύματι Αγίω. Ο Θεός κατεβαίνει για να μας ανυψώσει. Σαρκώνεται για
να μας θεώσει. Πτωχεύει για να μας πλουτίσει. Άστεγος γεννιέται για να μας
στεγάσει κάτω από την άπειρη και αιώνια αγάπη Του. Παθαίνει για να μας
ελευθερώσει από τα πάθη, πεθαίνει για να σκοτώσει τον θάνατο, ανασταίνεται για
να μας αναστήσει. Έρχεται ταπεινός και καταφρονεμένος, φανερώνεται στους
ταπεινούς Μάγους και τους καταφρονεμένους Βσοκούς. Ακόμη και οι άγγελοί Του
απορούν για το μέγα μυστήριο της Παρθενίας της Μητέρας Του και της Σαρκώσεως.
Όλα μας
υπερβαίνουν καθώς μας περιλαμβάνουν. Όλα μας ξενίζουν καθώς μας συμφιλιώνουν.
Όλα μας ταράζουν για να μας χαρίσουν την ειρήνη. Μα τι θέλει τέλος πάντων
ολόκληρος Θεός στη γη μας;
Ο άγιος Ιερώνυμος
που εγκαταστάθηκε στη Βηθλέεμ το 385μ.Χ κι εκεί ίδρυσε ένα ανδρικό κι ένα
γυναικείο μοναστήρι, λέγεται πως μια νύχτα των Χριστουγέννων προσευχόμενος
μπροστά στη φάτνη είδε ένα βρέφος με τεντωμένα τα χεράκια του κάτι να του ζητά.
Ο άγιος ένιωσε πως πρόκειται για το Θείο Βρέφος και περίλυπος που ήταν φτωχός
και δεν είχε τίποτα να προσφέρει το ρώτησε:
-
Ω, Κύριέ μου,
Κύριε, τι να συο δώσω; Είμαι φτωχός και τίποτα δεν έχω. Άκουσε τότε τη γλυκειά
φωνή του Θείου Βρέφους να του λέει:
-
Ιερώνυμε, τις
αμαρτίες σου θέλω, αυτές να μου δώσεις.
-
Τις αμαρτίες
μου Κύριε; Τι να τις κάνεις Χριστέ μου;
-
Να τις σβήσω,
να σου τις χαρίσω, να τις συγχωρήσω, Ιερώνυμε, ώστε αμαρτία να μην έχεις.
Κι έπεσε ο άγιος
σε κλάμα έμπλεο ευγνωμοσύνης λέγοντας:
-
Πάρε, πάρε
Κύριε, τις αμαρτίες μου και συγχώρεσέ με τον ανάξιο για τα παραπτώματά μου.
Η αγρυπνία των
Χριστουγέννων τέλειωσε. Τα Χριστούγεννα ποτέ δεν τελειώνουν. Βγαίνω από το ναό
του αγίου Νικολάου του Ορφανού, ενώ η καρδιά μου δονείται ακόμα από τα τροπάρια
που αποκαλύπτουν το μέγα μυστήριο της Γέννησης. Ασυναίσθητα μουρμουρίζω: “Ε,
Θεέ μου, είσαι Απίστευτος…”
Απίστευτος για
όσους Σε πιστεύουν και παρόλη την πίστη τους δικαιολογημένα μένουν εκστατικοί μπροστά
στη φανατική Σου αγάπη και συγκατάβαση. Απίστευτος και για όσους δε σε
πιστεύουν, και δικαιολογημένα δε σε πιστεόυουν, γιατί πώς να χωρέσουν τόσο
θάμβος, τέτοιον έρωτα, ταπείνωση ασύλληπτη...
Ελέησον με Κύριε, ἵνα ὦσιν ἓν…
No comments:
Post a Comment
Σχόλια