Σήμερα την ώρα του μεσημεριανού μου ύπνου, βαριά κρυωμένος, ονειρεύτηκα τα δυο αδέλφια της μάνας μου, τους θείους μου, τον έναν με το λαούτο και τον άλλο με την καλοσύνη, νεκροί και οι δυο τους εδώ και χρόνια.
Με κοιτούσαν με παράπονο και ήταν σαν να μου έλεγαν ότι τους ξέχασα και εγώ απορούσα - είναι αλήθεια ότι έχω καιρό να επισκεφτώ στους τάφους τους- αλλά θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι δεν περνά ημέρα, ώρα, λεπτό που να μην είναι παρόντες με το τρόπο τους δίπλα μου, σε ό,τι σκέφτομαι, κάνω, φιλώ, μιλώ, αγαπώ και παιδεύω. Τους αισθάνομαι να με εγκαρδιώνουν, να με νουθετούν, να με γλυκομαλώνουν, να με παρηγορούν. Να με νοιάζονται, να μετρούν τα βήματά μου. Να με οδηγούν. Να με προστατεύουν.
Μα… σκέφτηκα οι ψυχές των νεκρών που αγαπάμε, δε βλέπουν, δεν ακούν, δε νιώθουν;
Φαίνεται το ρώτησα φωναχτά μέσα στον ύπνο μου και ξαφνικά ένιωσα κύματα μουσικής ανάλαφρα να έρχονται από ψηλά, χαϊδεύοντας, πληγώνοντας απαλά την ψυχή μου, κύματα κύματα έρχονταν από τα βάθη, τρεμουλιαστές φωνές, μουρμουρητά ανθρώπων που προσεύχονται σε μια ολονυχτία, τρίλισμα πουλιών, αρμονία χιλιάδων, μυριάδων ψαλμωδών και όλα αυτά τα άκουγα με αυτήν την παράξενη ειδική διαύγεια που δίνει ο πυρετός, δεν έβλεπα όμως τους ψαλμωδούς και σηκώθηκα ορθός και τότε τους είδα καθαρά να στέκονται στο παλιό εστιατόριο του Ναυπλίου, εκεί που έτρωγαν τα συνεργεία, να είναι όλα στη θέση τους, στη σειρά τους όπως τότε και αυτοί πίσω από τη βιτρίνα της κουζίνας με τις ποδιές τους, με τους σκούφους και τις μπλούζες τους, μέσα στις φλόγες και τους ατμούς, να ετοιμάζουν τη σούπα τη ζεστή, το τσάι του βουνού, να στάζουν το κονιάκ, να στύβουν πορτοκάλια, την κάψουλα την amoxil να ψάχνουν στο συρτάρι, να μου τα φέρνουν στο κρεβάτι.
Ταχτοποίησαν τα πεσμένα σκεπάσματα, ίσιωσαν τα μαξιλάρια, έριξαν κούτσουρα στη σόμπα και έφυγαν σιωπηλοί όπως είχαν έρθει, όπως είχαν μπει στο Όνειρό μου.
Ξύπνησα. Είχε βραδιάσει, σηκώθηκα, δεν ήμουν καθόλου, μα καθόλου κρυωμένος. Μου είχε πέσει ο πυρετός και ο λαιμός μου, οι αμυγδαλές μου ήταν εντάξει.
No comments:
Post a Comment
Σχόλια