«…Δεν ξέρω, αλλά μαντεύω από το γράμμα σας ότι επιστρέψατε στην πατρίδα με κάποια θλίψη. Αυτό το καταλαβαίνω. Σκέφθηκα μερικές φορές ότι αν κάποτε επέστρεφα στην πατρίδα μου, θα ένοιωθα μεγάλη οδύνη και χαρά. Δεν έζησα την ζωή σας και αγνοώ γι’ αυτήν πολλά πράγματα, όπως κάθε άνθρωπος για την ζωή τού άλλου.
Αλλά η ανθρώπινη ευαισθησία είναι κοινή σε όλους και φρονώ ότι, επιστρέφοντας στην πατρίδα του ο κάθε εξόριστος, πρέπει να ζήση εκ νέου, μέσα στην μνήμη του, όλη του την παρελθούσα δυστυχία. Αυτό μοιάζει με μια ζυγαριά, με την οποία ζυγίζομε και γνωρίζομε το αληθινό βάρος όλων όσων υποφέραμε, ανεχθήκαμε, χάσαμε και μάθαμε από τους άλλους. Μακάρι ο Θεός να σας χαρίζει μακροημέρευση.
Άκουσα από πολλούς ότι είστε πολύ πιστή. Όχι επειδή είστε πιστή, αλλ’ επειδή εγώ έζησα και δοκίμασα όσα θα σας πω σε παρόμοιες στιγμές, διψάμε για πίστη σαν το “ξερό χορτάρι”. Κι εν τέλει την βρίσκουμε, επειδή η αλήθεια γίνεται φανερή μέσα στην δυστυχία.
Για μένα, έχω να πω ότι είμαι παιδί του αιώνος μου, τέκνο της αμαρτίας και της αμφιβολίας. Έτσι είμαι τώρα κι έτσι θα είμαι, (το ξέρω), μέχρι τον τάφο. Τι φρικτά βάσανα μού στοίχισε, και μου στοιχίζει ακόμη σήμερα, αυτή η δίψα για πίστη, που είναι τόσο έντονη μέσα στην ψυχή μου, όσο υπάρχουν μέσα μου ενάντια επιχειρήματα.
Εν τούτοις, ο Θεός μού χαρίζει στιγμές όπου είμαι ολότελα γαλήνιος. Εκείνες τις στιγμές αγαπώ και νοιώθω ότι αγαπιέμαι από τους άλλους. Και αυτές τις στιγμές ακριβώς σχημάτισα μέσα μου ένα πιστεύω, όπου όλα είναι φωτεινά και ιερά για μένα.
Αυτό το πιστεύω είναι απλό: Πιστεύω ότι δεν υπάρχει τίποτε πιο όμορφο, πιο βαθύ, πιο συμπαθητικό, πιο λογικό, πιο ζωντανό και τέλειο από τον Χριστό. Και λέω στον εαυτό μου, με ζηλόφθονη αγάπη, όχι μόνο ότι δεν υπάρχει τίποτε πιο μεγάλο και ωραίο, αλλά ότι δεν μπορεί να υπάρξει.
* Η επιστολή γράφτηκε το 1854
No comments:
Post a Comment
Σχόλια