της Ελένης Σαραντίτη
Δεν συναντά κανείς συχνά το όνομα Καλλίστρατος. Είχα κάποτε διαβάσει για έναν σπουδαίο Αθηναίο άρχοντα και για έναν, επίσης, Αθηναίο στρατηγό αλλά και ρήτορα φημισμένο, το πρότυπο του οποίου ακολούθησε ο Δημοσθένης.
Πολύ αργότερα, στη Ρώμη, και επί Διοκλητιανού (284-305), ένας νέος από την Καρχηδόνα, ονόματι Καλλίστρατος, από οικογένεια ευσεβών και σεβαστών ανθρώπων, κατετάγη στον ρωμαϊκό στρατό. Παιδιόθεν χριστιανός, καθώς οι γονείς του τον ανέθρεψαν «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», δεν έκρυψε ούτε εγκατέλειψε την πίστη του μήτε και τις προσευχές του. Τις νύχτες, όταν βεβαιωνόταν ότι ο στρατώνας ησύχαζε, σηκωνόταν κι έπεμπε τις προσευχές του ήσυχα, δίχως να ενοχλεί κανέναν. Εξάλλου, το κλίμα κάθε άλλο παρά φιλικό ήταν προς τους χριστιανούς.
Ο Καλλίστρατος οδηγήθηκε στον στρατηγό, ο οποίος διέταξε και τον βασάνισαν σκληρά κι έπειτα τον έδεσαν μέσα σε σάκο και τον πέταξαν βορά στα αγριεμένα κύματα και στα κήτη. Έντρομοι, σαράντα εννέα συστρατιώτες του παρακολουθούσαν. Έτσι όλοι μπόρεσαν και είδαν τον σάκο να σχίζεται εγκάρσια και δυο δελφίνια να μεταφέρουν σώο τον Καλλίστρατο στη στεριά. Έκθαμβοι τότε έκαναν το σημείο του σταυρού. Ο στρατηγός Περσεντίνος διέταξε τον αποκεφαλισμό όχι μόνον του Καλλίστρατου αλλά και των σαράντα εννέα στρατιωτών που προσεχώρησαν στην καινούργια θρησκεία.
Τώρα η συγγραφέας Βασιλική Νευροκοπλή (Θεσσαλονίκη, 1968), με γνωστή προσφορά στα γράμματα γενικώς, μας γνωρίζει έναν άλλο Καλλίστρατο. Ωραίο! Γεμάτο ψυχή και έλεος. Πλημμυρισμένο από την πίστη στο καλό. Τον είχε, λέει, ρωτήσει η γιαγιά του μικρό ποιον δρόμο θα αποφασίσει να ακολουθήσει ανάμεσα Καλού και Κακού, κι εκείνος, δίχως δισταγμό επέλεξε τον δρόμο του Καλού. Που τον οδήγησε σε μια ζωή γεμάτη πράξεις θαυμαστές και υγιείς, με μερόνυχτα προσφοράς και στήριξης του πλησίον, ζωή άξια να τη ζεις. Ευλογημένη. Κατόπιν, στο γέρμα του ο Καλλίστρατος, που είχε περπατήσει χρόνια και χρόνια στη στράτα την καλή –εξού και το όνομά του– είδε να ανοίγονται και άλλοι δρόμοι εμπρός του: έξω εκεί στον μεγάλο κόσμο υπήρχαν τα παιδιά που διψούσαν για ιστορίες. Διψούσαν και για πρόσωπα έμπιστα, καλά, ανθρώπους που θα τα πλησίαζαν με αγάπη και ευθύνη. Από ιστορίες, γεμάτη η μακρόχρονη ζωή του Καλλίστρατου. Και από παραμύθια, ο νους του γεννούσε ακατάπαυστα.
Στο ακρογιάλι όπου είχε σταματήσει να θαυμάσει το ηλιοβασίλεμα, άρχισαν να καταφθάνουν τα πρώτα παιδιά. Γνώριζαν γι' αυτόν και ήθελαν ν' ακούσουν ιστορίες. Τον τριγύρισαν κι εκείνος άρχισε: «Ζούσε κάποτε ένας γεωργός που όμοιός του δεν γεννήθηκε στον κόσμο. Τόση αγάπη είχε για τους ανθρώπους, που, όταν ήρθε ο καιρός της σποράς, διάλεξε τους καλύτερους σπόρους και πήγε να τους σπείρει σε όλα τα χωράφια, για να μη μείνει κανείς πεινασμένος. Όταν θα βλάσταινε το σιτάρι, θα το θέριζαν, θα το άλεθαν στους μύλους να το κάνουν αλεύρι κι ύστερα ψωμί, να φάνε, να χορτάσουν και να είναι ευχαριστημένοι...»
Η Βασιλική Νευροκοπλή εγκαινιάζει μια καινούργια, ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη σειρά στην οποία αφηγείται με τον δικό της, παραμυθένιο τρόπο παραβολές του Ευαγγελίου.
Στο βιβλίο της Ο Καλλίστρατος και το χωράφι της καρδιάς κάνει λόγο για την παραβολή του Καλού Σπορέα. Στην ιστορία της, τα παιδιά περιτριγύρισαν τον Καλλίστρατο στην αμμουδιά.
Στο Ευαγγέλιο, ο λαός που είχε συγκεντρωθεί για να ακούσει τον λόγο του Ιησού, στο ακρογιάλι τον είχε ακολουθήσει. Τόσος ο κόσμος, ώστε ο Κύριος ανέβηκε σε πλοιάριο για να είναι ορατός από το μέγα πλήθος.
«Ακούετε, ιδού εξήλθεν ο σπείρων του σπείραι· και εγένετο εν τω σπείρειν ό μεν έπεσεν επί την οδόν, και ήλθον τα πετεινά και κατέφαγον αυτό...» (Το Κατά Μάρκον – Κεφάλαιον Δ', στίχοι 1-25.)
Από τους σπόρους που έπεσαν στον δρόμο, κάποιους τους πάτησαν οι περαστικοί κι άλλους τους έφαγαν τα διαβατάρικα πουλιά, μεταφέρει στα παιδιά η συγγραφέας.
«Και άλλο έπεσεν επί το πετρώδες, όπου ουκ είχε γην πολλήν», το Ευαγγέλιο.
Για να συνεχίσει το παιδικό ανάγνωσμα: «Από αυτούς πάλι που έπεσαν στις πέτρες, ποιος να φυτρώσει;»
«Καλλίστρατε», ρώτησε κάποιο από τα παιδιά, αφού ο σοφός άνδρας είχε τελειώσει την ιστορία και είχε στρέψει τη ματιά τους προς τον λαμπερό ουράνιο θόλο, «αυτή την ιστορία την έβγαλες απ' το μυαλό σου;» Και ο Καλλίστρατος: «Όχι, παιδί μου, είναι μια από τις παραβολές που πριν από δυο χιλιάδες χρόνια διηγήθηκε ο Χριστός στους ανθρώπους». Και αμέσως μετά: «O γεωργός είναι ο Χριστός που σπέρνει τον λόγο του σαν σπόρο στις καρδιές των ανθρώπων». Και το παιδί: «Άρα τα χωράφια είναι οι καρδιές μας».
Αλλά ο Καλλίστρατος είχε φυλαγμένες κι άλλες ιστορίες για τα παιδιά. Έτσι, εκείνα έμαθαν για τον ψαρά που περπατούσε και περπατούσε γυρεύοντας τον Θεό για να τον φιλοξενήσει στο γόνιμο χωράφι της καρδιάς του, άκουσαν για τον βασιλιά Ακίνδυνο, τον καταπληγωμένο, κυνηγημένο, μα με καρδιά γεμάτη φως, ένα ευλογημένο χωραφάκι κι αυτή, έως ότου ο ύπνος κατέβηκε γλυκός για να ανταμώσει παιδιά και Καλλίστρατο, όλους μαζί, πλάι πλάι, επάνω στη μαλακιά, ζεστή άμμο.
Ένα ενδιαφέρον εγχείρημα – για τα παιδιά, βέβαια, μα και για αρκετούς από τους γονείς, που θα κοινωνήσουν ξανά λόγους παλιούς και χρηστούς. Και έννοιες ξεχασμένες ή καταχωνιασμένες, πάντοτε όμως αρωγούς στις δοκιμασίες.
Στο πνεύμα του βιβλίου και στην αντίληψη χρόνων παλαιότερων, εύστοχη και ζωντανή η εικονογράφηση της Αθηνάς Ρομπιέ.
Ηλικία: 8-11 ετών, αναλόγως.
ΥΓ. Στη θεολογία, ως γνωστόν, παραβολή ονομάζεται η αφήγηση γεγονότων τα οποία περιέχουν με αλληγορικό τρόπο υψηλή ηθική ή θρησκευτική διδασκαλία. Στην Αγία Γραφή η παραβολή χρησιμοποιείται πολύ συχνά για την απεικόνιση του λόγου του διδασκάλου. Οι παραβολές τις οποίες αφηγείτο ο Ιησούς Χριστός είχαν σκοπό να διαδώσουν κάποια θρησκευτική αλήθεια και σε μερικές περιπτώσεις να την καλύψουν, όπως στην παραβολή του Σπορέα.
Ευχαριστώ θερμά την κ.Σαρανίτη για την τόσο εμπεριστατωμένη κριτική της.
No comments:
Post a Comment
Σχόλια