Ξεκίνησα σαν υποψία κατάφασης. Ταλανίστηκα για λίγο ανάμεσα στην άρνηση και την κατάφαση. Μόλις το αποφάσισα σχημάτισα αμέσως τα τρία γράμματα. Με τον πρώτο μου καρδιακό παλμό το "ν", με το δεύτερο το "α", με τον τρίτο το "ι". Το άφωνο, μα ηχηρό "ναι" της καρδιάς μου, χρειάστηκε εννιά ολόκληρους μήνες για να το συλλαβίσει κάθε μέλος και όργανο του σώματός μου, να το τονίσει και να το εννοήσει, για να το επιβεβαιώσει το πρώτο μου κλάμα τη στιγμή που βγήκα από τη μήτρα της μητέρας μου. Πονάει το "ναι". Δεν είναι ανώδυνο.
Ήταν το "ναι" στους δύο γονείς μου. Δεν ήταν ένα "ναι" γενικό και αφηρημένο προς δύο οποιουσδήποτε γονείς, ούτε ένα ακαθόριστο "ναι" προς μια ζωή. Δέχτηκα να γίνω παιδί αυτών των συγκεκριμένων δύο ανθρώπων, να αποτελέσω καρπό της σχέσης τους και του είναι τους, του παρελθόντος και του παρόντος τους, της μελλοντικής ανατροφής που θα μου έδιναν, αλλά και κάτι παραπάνω. Δέχτηκα να γεννηθώ από τον συγκεκριμένο ιερέα πατέρα μου και τη συγκεκριμένη πρεσβυτέρα μητέρα μου. Μέσα από αυτή τους την ιδιότητα και επιλογή ζωής τους, δέχτηκα ταυτόχρονα τον Θεό και την Εκκλησία που αυτοί υπηρετούσαν.
Η άρνηση ή η κατάφαση ενός εμβρύου που συλλαμβάνεται από τη γονιμοποίηση ενός σπερματοζωαρίου και ενός ωαρίου αποτελεί την πρώτη ανάληψη της προσωπικής του ευθύνης, κι ας μην το θυμάται εκ των υστέρων. Άλλα έμβρυα λένε "όχι", και άλλα "ναι". Είναι παρακινδυνευμένο να ερμηνέψει κάποιος τα "όχι". Καλύτερα να μην μπει σ' αυτόν τον πειρασμό, γιατί το πιθανότερο είναι πως θα πέσει σε πλάνη. Εξάλλου, εμένα σ' αυτό το κείμενο με απασχολεί το προσωπικό μου "ναι" του οποίου άλλωστε φέρω και την ευθύνη.
Όλη η ζωή μας, αμέσως μετά από εκείνη την πρώτη μας συγκατένευση, αρθρώνεται μέσα από μια διαρκή εναλλαγή καταφάσεων και αρνήσεων. Μια εναλλαγή πολέμων και συνθηκών ειρήνης με τον εαυτό μας, τους γονείς και τα αδέρφια μας, και όσους άλλους ανθρώπους συναντήσουμε στο διάβα μας.
Μέσα από τους πολέμους των σχέσεων χτίζει καθένας τον εαυτό του. Με άλλους επιλέγει να συμπορευθεί και με άλλους χωρίζεται. Οι πόλεμοι διαρκούν μ' αυτούς που επιλέγουμε για συνταξιδιώτες. Η σχέση που δεν εμπεριέχει σύγκρουση είναι νεκρή. Ακόμα και η πλήρως ερωτική σχέση δεν μπορεί παρά να είναι αποτέλεσμα τριβής και εκεί είναι όλη η χάρη και το μεγαλείο της.
Μου χρειάστηκαν σαράντα πέντε χρόνια για να καταλάβω, -τι παράξενο... την ώρα των εγκωμίων της Μ. Παρασκευής-, πως το αποφασιστικότερο γεγονός στη ζωή μου ήταν εκείνο το πρώτο "ναι" στους γονείς μου. Πόσες φορές μεγαλώνοντας τους αρνήθηκα. Πόσες φορές τους εγκατέλειψα, θύμωσα μαζί τους και πικράθηκα. Πόσα λάθη έκαναν και πόσο άδικοι στάθηκαν συχνά μαζί μου. Πόσο με ταλαιπώρησαν. Άραγε, πόσο; Πώς να μετρηθεί αυτό το "πόσο"; Τόσο όσο με αγάπησαν, με νοιάστηκαν, και πόνεσαν για μένα. Τόσο όσο δεν ήξεραν πώς να τα καταφέρουν καλύτερα, κι από άγνοια, κούραση, ανάγκη, ή πάθη, αστόχευαν, κι ας είχαν τις καλύτερες προθέσεις.
Μου χρειάστηκαν σαράντα πέντε χρόνια για να τους δω ως ανθρώπους, όπως είμαι κι εγώ που κάνω παρόμοια ή άλλα λάθη, επίσης από άγνοια, κούραση, ανάγκη, πάθη, και αστοχώ διαρκώς εις βάρος των παιδιών μου, του συντρόφου μου, των φίλων, των ξένων, κι ας έχω τις καλύτερες προθέσεις.
Και γιατί όλα αυτά τα έζησα και τα σκέφτηκα έτσι τη Μ. Παρασκευή; Μα διότι για μια ακόμη φορά ήμουν μέσα στο ναό και για μια ακόμη φορά, όπως κάθε χρόνο από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου κι έχω φωνή και ξέρω να διαβάζω, έψαλλα τα εγκώμια με τις άλλες γυναίκες, όπως παιδί δίπλα στον ιερέα πατέρα μου. Και ξαφνικά, δεν μπορούσα πια να ψάλλω. Σταμάτησα και με πήραν τα δάκρυα. Κατάλαβα γιατί είπα τότε το "ναι" και το ξανάπα δεύτερη φορά ολόψυχα. Ενώθηκαν τα χωρισμένα μου σπλάχνα. Έκλαψα από ευγνωμοσύνη γι' αυτούς τους δύο ανθρώπους που μ' έφεραν στον κόσμο. Είπα μέσα μου πως ακόμα κι αν έκαναν άλλα τόσα λάθη, κι αν μου έδιναν άλλες τόσες θλίψες, μόνο που μου χάρισαν Αυτόν τον Θεό και με ανάθρεψαν μέσα στην ζεστή και ευρύχωρη αγκαλιά της Εκκλησίας, θα τους ευγνομονώ για πάντα, θα τους συγχωρώ τα πάντα, και δεν θα τους άλλαζα με κανέναν άλλον γονιό, ό, τι κι αν μου υπόσχονταν, ό, τι άλλο κι αν ήταν. Και ενώθηκε το είναι μου όλο, γιατί συγχωρώντας τους, συγχώρεσα και τον εαυτό μου. Αρνούμενος τους γονείς, αρνείσαι τον εαυτό σου. Το βάρος και ο διχασμός είναι ασήκωτος. Κάποτε, πρέπει να ανακαλύψεις τον λόγο που είπες το πρώτο σου "ναι" και να το επιβεβαιώσεις. Για να ενηλικιωθείς. Να πας παραπέρα...
Ο δικός μου λόγος είναι πως μου έδωσαν Αυτόν τον Θεό που ο πρώτος άνθρωπος που του ανοίγει την πόρτα του Παραδείσου είναι ο ληστής, που χαρίζει τη μητέρα Του στον μαθητή Του, που ζητά από τον Πατέρα Του να συγχωρήσει τους σταυρωτές Του, γιατί οι ταλαίπωροι "ου γαρ οίδασι τι ποιούσι". Αυτόν τον Θεό που νικάει το θάνατο για να ζήσουμε αιώνια. Που όλα τα κάνει από υπακοή στον Πατέρα Του και αγάπη σ' εμάς. Που υπάρχει για τον Πατέρα Του και για μας, ώστε να υπάρξουμε κι εμείς γι' Αυτόν και τους γονείς μας και όλους τους ανθρώπους.
Δοξασμένος ας είναι στους αιώνες και ελεήμων για όλους μας. Τους γονείς μας, τα παιδιά μας, τα παιδιά των παιδιών μας, τους φίλους και τους εχθρούς μας.
Δοξασμένος ας είναι στους αιώνες και ελεήμων για όλους μας. Τους γονείς μας, τα παιδιά μας, τα παιδιά των παιδιών μας, τους φίλους και τους εχθρούς μας.
Χριστός Ανέστη!
No comments:
Post a Comment
Σχόλια