Τα χρόνια εκείνα που όλοι τα θυμαούνται πολύ καλά, μιας και κρατούν ακόμα, ζούσε στη γη ένας αλλόκοτος άνθρωπος. Αν είχε κάτι κοινό με τους άλλους, κανένας δεν θα τον έβρισκε αλλόκοτο. Αλλόκοτο, τον είπαν γιατί δεν έμοιαζε με κανέναν και κανείς δεν του έμοιαζε.
Αυτός ο άνθρωπος κάθε μέρα έκανε μόνο ένα πράγμα. Πάντα το ίδιο. Περπατούσε. Σηκωνόταν με το πρώτο φως της μέρας και ξεκινούσε το περπάτημα. Σταματούσε με τη δύση του ήλιου. Κοιμόταν όπου έβρισκε, και μόλις ξημέρωνε έπαιρνε πάλι τους δρόμους. Έμοιαζε να μην έχει προορισμό, να μην ακολουθεί καμιά συγκεκριμένη κατεύθυνση. Σαν να τον οδηγούσαν τα βήματά του κι εκείνος απλά τα ακολουθούσε. Αν κάποιος περαστικός του άφηνε φαγητό εκεί που κοιμόταν, το έβρισκε το πρωί και έτρωγε. Διαφορετικά δεν έτρωγε τίποτα. Δεν απαντούσε στις ερωτήσεις των περίεργων, που κι αυτοί στις μέρες του δεν ήταν και τόσοι. Ούτε το όνομά του έλεγε, ούτε πού ήταν κάποτε το σπίτι του, ούτε από ποιον τόπο ξεκίνησε. Μόνο αν τύχαινε να τον ρωτήσουν πού πηγαίνει, έλεγε: "στον τόπο που θα μπορέσω να σταθώ". Και όποιος άκουγε την απάντηση γελούσε περνώντας τον για έναν ακόμη τρελό ανάμεσα σε τόσους άλλους.
Περνούσαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια. Ο αλλόκοτος άνθρωπος πήγαινε. Με τα ίδια ρούχα που είχαν φθαρεί απ' τις ταλαιπωρίες, τα ίδια παπούτσια που είχαν τρυπήσει απ' τους δρόμους και τους καιρούς, με το ίδιο καπέλο που είχε γίνει ένα με τα λιγδιασμένα του μαλλιά. Τα γένια του έφτασαν μέχρι τα γόνατα, τα μαλλιά του ως τους αστραγάλους. Τα μάτια του σχεδόν κρύφτηκαν στις κόγχες τους, τα μάγουλά του ρουφήχτηκαν, το στόμα του άφαντο. Κανένας πια δεν τον ρωτούσε τίποτα. Όλοι τον απέφευγαν. Μόνο τα σκυλιά τον σπλαχνίζονταν και μοιράζονταν το φαγητό τους μαζί του. Αν τον έβλεπες μαζί τους θα νόμιζες πως πράγματι συνομιλούν. Το βήμα του άρχισε να καθυστερεί, να κουράζεται, αλλά δε σταματούσε. Πήγαινε.
Κάποτε βρέθηκε σ' ένα πυκνό δάσος με δέντρα πανύψηλα. Ένα πουλί με χρώματα παραδεισένια πήγε και στάθηκε στον δεξί του ώμο. "Πού πας", τον ρώτησε. "Στον τόπο που θα μπορέσω να σταθώ", απάντησε ο αλλόκοτος άνθρωπος. "Πλησιάζεις", του είπε το πουλί, "λίγο πιο κάτω είναι". Κοίταξε το πουλί για μια στιγμή ο άνθρωπος, κι ύστερα έκανε στροφή και πήρε το δρόμο που είχε αφήσει πίσω του. "Μα γιατί γυρίζεις πίσω;", τον ρώτησε το πουλί, "αφού σου είπα πως κοντεύεις, φτάνεις, εδώ λίγο πιο κάτω μόνο αν πας..." Ο άνθρωπος δεν απάντησε τίποτα. Συνέχισε να περπατά το δρόμο προς τα πίσω. Και το πουλί τον ακολούθησε σαν να ήταν προορισμός του ο άνθρωπος αυτός.
Πέρασαν μέρες, μήνες, χρόνια. Κάποτε έφτασε στο πατρικό του σπίτι. Ήταν έρημο. Οι γονείς του από χρόνια πεθαμένοι. Μπήκε στο παιδικό του δωμάτιο. Πάνω στο τραπέζι που σαν παιδί έγραφε τα μαθήματά του, βρήκε μια φωτογραφία. Την κράτησε στα χέρια του, την ξεσκόνισε με τα λερωμένα του δάχτυλα κι αφού τη φίλησε, την πήρε αγκαλιά και ξάπλωσε στο παιδικό του κρεβάτι. Είπε τότε στο πουλί με τα παραδεισένια χρώματα: "Εκείνος ο τόπος που έφτασα ήταν ο τόπος του νου μου. Πλησιάζοντας εκεί ο νους μου άδειασε, και τότε άκουσα την καρδιά μου. Μου ζήτησε να γυρίσω εδώ. Κοίτα αυτή τη φωτογραφία. Είμαι μωρό στην αγκαλιά των γονιών μου. Αυτός είναι ο μόνος τόπος που μπορώ να σταθώ. Θα κοιμηθώ τώρα ήσυχος κι αύριο το πρωί με το πρώτο φως του ήλιου, πήγαινέ με κοντά τους."
Έτσι κι έγινε. Και ο αλλόκοτος άνθρωπος έφτασε στον τόπο που γύρευε όλη του τη ζωή.
Έτσι κι έγινε. Και ο αλλόκοτος άνθρωπος έφτασε στον τόπο που γύρευε όλη του τη ζωή.
Πρώτη φορά περνώ απο δώ και τυχαίνω στον αλλόκοτο άνθρωπο!Συγκινητική η διαδρομή του και τελικά ο προορισμος είναι εκεί που είναι και οι γονείς μας, ή ακόμα η αληθινή ζωή!Συγχαρητήρια!
ReplyDeleteΣ' ευχαριστώ... Καλώς όρισες και με το καλό να μας ξανάρθεις!
Delete