άργησα ν' αποκτήσω φίλες
κούρνιαζα σε αρσενικές φωλιές
ίσως γιατί οι άντρες δεν αγαπούν τις ερωτήσεις
κι εγώ που δεν ήξερα ποτέ τι ν' απαντήσω
πώς να συναναστραφώ
την περιέργεια των γυναικών
τώρα όμως γίναμε τρεις
η Λάουρα, η Υβόνα κι εγώ
η Λάουρα από το Βουκουρέστι
η Υβόνα από τη Βαρσοβία
κι εγώ από τη χώρα των θεών
με την Υβόνα ανταμώσαμε σ' ένα σχοινί
πάνω απ' την άβυσσο
με την Λάουρα μέσα στη φλόγα ενός κεριού
που ζέσταινε τους παγετώνες
είναι κι οι δυο τους τόσο όμορφες
η Λάουρα ψηλόλιγνη σαν καλαμιά
παίρνει τα μακριά της τα μαλλιά ο άνεμος
η Υβόνα μικροκαμωμένη ηλιαχτίδα
που το 'σκασε για να φωτίσει τις σπηλιές
- άμμος στα δάχτυλα των παιδιών εγώ
είμαστε τρεις ποιήτριες -δηλαδή
τίποτα δε ρωτά η μια την άλλη
μας είναι αρκετό να κοιταζόμαστε
πολλαπλασιάζοντας τις απορίες
το στέκι μας μια παλιά βυζαντινή εκκλησιά
καθόμαστε πάνω στον τρούλο της
παρατηρώντας τον ίσκιο του σταυρού στα κεραμίδια
του κοινού σταυρού μας
λέξεις που ποτέ δε θα μπορέσουμε να γράψουμε
όσο ζω τις αγαπώ
όταν πεθάνω
θα τις λατρέψω
-και τις δυο