Είναι κάτι πρωινά σαν αυτό που αναρωτιέμαι μήπως ευτυχία είναι το ήσυχο ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων...
Τίποτα δε συμβαίνει στο σπίτι, τίποτα δεν ακούγεται κι όμως η αναπνοή του κοιμισμένου παιδιού -που δεν είναι πια παιδί και πάντα παιδί θα είναι-, το άρωμα από τα τυροπιτάκια που μόλις ψήθηκαν, ένας τριγμός της καρέκλας στο σαλόνι -γιατί η μισή ανάσα μου σήμερα έμεινε σπίτι και εργάζεται σιωπηλά πάνω στο κόκκινο τραπέζι-, γεμίζουν τις ρωγμές του πρωινού μου τοίχου νηφάλια μέθη...
κι εγώ κλεισμένη στο δωμάτιο λίγο μεγαλώνω, λίγο μικραίνω, μια σταλιά βουρκώνω κι άλλη μια χαμογελώ ακουμπώντας απαλά τα πλήκτρα του υπολογιστή για να γράψω -μη μου τρομάξει η χάρη και φύγει η λατρεμένη...
Τίποτα δε συμβαίνει στο σπίτι, τίποτα δεν ακούγεται κι όμως η αναπνοή του κοιμισμένου παιδιού -που δεν είναι πια παιδί και πάντα παιδί θα είναι-, το άρωμα από τα τυροπιτάκια που μόλις ψήθηκαν, ένας τριγμός της καρέκλας στο σαλόνι -γιατί η μισή ανάσα μου σήμερα έμεινε σπίτι και εργάζεται σιωπηλά πάνω στο κόκκινο τραπέζι-, γεμίζουν τις ρωγμές του πρωινού μου τοίχου νηφάλια μέθη...
κι εγώ κλεισμένη στο δωμάτιο λίγο μεγαλώνω, λίγο μικραίνω, μια σταλιά βουρκώνω κι άλλη μια χαμογελώ ακουμπώντας απαλά τα πλήκτρα του υπολογιστή για να γράψω -μη μου τρομάξει η χάρη και φύγει η λατρεμένη...