Labels

Monday, March 25, 2013

Δωδεκαετής σημαιοφόρος




Τ’ αγαπούσα τα γράμματα. Ήμουν καλή μαθήτρια. Και το σχολείο τ’ αγαπούσα. Τα διαλείμματα και τ’ αγόρια. Ήμουν πρώτη στα μήλα, στο σκοινάκι και στο ποδόσφαιρο. Τι ξύλο έχω φάει από τους δασκάλους μου, δεν περιγράφεται. Γιατί ήμουν ασυγκράτητη. Δεν έβαζα γλώσσα μέσα. Μετά τις πρώτες μέρες όμως, που καταλάβαιναν πως ήμουν και καλή μαθήτρια, -εκτός από φλύαρη-, δεν με χτυπούσαν πια. Μόνο παρατηρήσεις μου έκαναν. Έχω ρίξει όμως κι εγώ πολύ ξύλο. Όχι στους δασκάλους βέβαια, αλλά στ’ αγόρια. Θύμωνα όταν γίνονταν αδικίες και τους πλάκωνα στις μπουνιές. Αυτό με τα κορίτσια δεν μπορούσα να το κάνω. Αυτά, άντε να τραβούσαν κανένα μαλλί. Αστεία πράγματα. Ή δέρνεις ή δε δέρνεις. Με τ’ αγόρια το ευχαριστιόταν η ψυχούλα μου. Γέμιζα μελανιές, άνοιγαν μύτες, γρατζουνιές σ’ όλο το σώμα, αίματα, ό, τι θέλεις. “Τι έπαθες πάλι”, με ρωτούσε η μάνα μου όταν μ’ έβλεπε σε κακό χάλι. “Έπεσα και χτύπησα”, απαντούσα, “δεν είναι τίποτα”. Δεν γκρίνιαξα ποτέ για το ξύλο που μάζευα και τα τραύματά του. Ήταν ένα τίμιο παιχνίδι. Αφού έδερνα, θα μ’ έδερναν. Αυτό μέχρι τις παραμονές των Χριστουγέννων της έκτης δημοτικού, που ο Σταύρος, -του είχα κάνει μπλε το δεξί καλάμι απ’ τις κλωτσιές-, μου έδωσε μια μπουνιά στο στομάχι που μ’ έκανε να διπλωθώ στα δύο και να μείνω για  κάποια δευτερόλεπτα χωρίς ανάσα. "Πεθαίνω", ήταν το πρώτο που σκέφτηκα. Και μόλις κατάφερα ν’ αναπνεύσω ορκίστηκα πως δε θα ξαναχτυπήσω κανέναν. Και την κράτησα την υπόσχεση μέχρι τέλους. Τ’ αγόρια συνέχισαν να με δέρνουν, αλλά μέχρι την 25 Μαρτίου. Μετά από κείνη τη μέρα σταμάτησαν.

Ένα μήνα περίπου πριν την εθνική επέτειο, ήρθε ο κύριος Αλέκος, ο δάσκαλός μου, και μου ανακοίνωσε πως θα ήμουν στην εξάδα της σημαίας. Χάρηκα αφάνταστα. Μεγάλο γεγονός! Μας μάζεψε, λοιπόν, και τους έξι, τρία αγόρια, τρία κορίτσια, και μας είπε πως αφού ήμασταν όλοι καθαρά δεκάρια, το ποιος θα γίνει σημαιοφόρος θα εξαρτηθεί από το ποιος περπατάει καλύτερα. Κι άρχισαν οι πρόβες στη μεγάλη τσιμεντένια αυλή του 2ου Δημοτικού Σχολείου Συκεών. Πάνω κάτω, πάνω κάτω και γύρω γύρω, κι εγώ ήμουν σίγουρη, -από μέσα μου, στα κρυφά-, πως στο τέλος εγώ θα γινόμουν σημαιοφόρος. Έρχεται μια μέρα ο δάσκαλος και μου λέει: “Βασιλικούλα, στην πραγματικότητα είσαι καλύτερη μαθήτρια απ’ τους άλλους, αλλά το πρόβλημα είναι πως δεν ξέρεις να περπατάς! Προσπάθησε λιγο περισσότερο…”  Έμεινα σύξυλη. Δηλαδή, τι πάει να πει, “δεν ξέρεις να περπατάς;”

Πάω στο σπίτι, πέφτω στην αγκαλιά του μπαμπά και  κλαίγοντας του λέω τα δυσάρεστα. Με σταματάει απότομα. “Για περπάτα λίγο στο διάδρομο να σε δω”, μου λέει. Ήταν ένας μακρύς διάδρομος στρωμένος κόκκινο μωσαϊκό. Ξεκινούσε από το χωλ της εισόδου κι έφτανε μέχρι την κουζίνα, δέκα με δεκαπέντε βήματα. Κάνω μια βόλτα, “περπατάς στραβά" μου λέει ο μπαμπάς. “Δε θα χάσεις τη σημαία, επειδή περπατάς σα βάρκα!” “Και τι θα κάνω;” “Απλά, θα μάθεις να περπατάς ίσια” “Μα εγώ δεν καταλαβαίνω πως περπατώ στραβά, πώς θα το διορθώσω;” “Το καταλαβαίνω εγώ. Εγώ θα σε διορθώσω”.

Για μια βδομάδα, κάθε μεσημέρι που γύριζα εγώ από το σχολείο κι ο μπαμπάς απ’ την εκκλησία, αφού τρώγαμε, μ’ έβαζε να περπατώ πάνω κάτω στο διάδρομο. Νευρίαζα, κουραζόμουν, ήθελα να κοιμηθώ, αλλά δεν το έλεγα. Το ζήτημα ήταν σοβαρό κι ο μπαμπάς το είχε αναλάβει με μεγάλη υπευθυνότητα, δεν μ’ έπαιρνε να φέρνω αντιρρήσεις. Σπουδαίο πράγμα να μη σε παίρνει να φέρνεις αντιρρήσεις. Συνεχίζονταν κάθε πρωί κι οι πρόβες στην αυλή, ο δάσκαλος δεν έλεγε τίποτα, χτυπούσε η καρδιά μου κάθε φορά από την αγωνία, αν βελτιώνομαι πράγματι, κι αν εκείνος το καταλαβαίνει ή μ’ έχει ήδη απορρίψει.

Έρχεται μια μέρα και μου λέει: “Πώς τα κτάφερες; Δε σ’ αναγνωρίζω. Περπατάς υπέροχα! Σπαθί! Παίρνεις τη σημαία!” “Ο μπαμπάς μου, κύριε…” δεν πρόλαβα να τελειώσω τη φράση μου, χτύπησε το κουδούνι, μπήκαμε στην τάξη, το ανακοίνωσε σε όλους, να κάτι μούτρα οι άλλοι παραστάτες, χαρά απέραντη εγώ, απέραντη κι ο μπαμπάς όταν το μεσημέρι του είπα “τέλος τα μαθήματα, την πήρα τη σημαία!”. Μ’ έσφιξε, μ’ αγκάλιασε, με σήκωσε ψηλά και αμέσως μόλις με κατέβασε μου είπε σπβαρά, “περπάτα τώρα στο διάδρομο” “μα… αφού…” “δεν έχει αφού ξαφού… περπάτα… πάντα μπορείς να γίνεις καλύτερη, άμα σταματήσεις εδώ, θα το χάσεις…”

Παραμονές μου έδωσε ο κύριος Αλέκος τη σημαία να την πλύνει η μαμά και να τη σιδερώσει. Έτρεμαν τα χέρια μου όταν την κράτησα. Μέχρι να φτάσω στο σπίτι είχα κοψοχολιάσει μη μου την κλέψουν, μη μου την τραβήξει στο δρόμο κανένα κωλόπαιδο, μη μου πέσει και σχιστεί. “Να προσέχεις μαμά, μη τυχόν καεί στο σίδερο” “καλά μαρί, τι λες τώρα, ζουρλάθηκες;” απάντησε προσβεβλημένη η Σερραία νοικοκυρά που ανάστησε πέντε παιδιά σαν μοναχοπαίδια.

Έφτασε η 25η Μαρτίου. Πήγα τη σημαία στις δέκα το πρωί στο σχολείο σαν να μετέφρερα πορσελάνη και όχι ύφασμα. Μου έδωσαν τα λευκά γάντια και τη θήκη της. Τι βαριά που ήταν… δεν το είχα φανταστεί ακριβώς έτσι… Πώς θα τη σήκωνα; Θα τα κατάφερνα; Οι άλλοι παραστάτες δε μου μιλούσαν. Ούτε καν ο Κώστας με τον οποίο ήμουν ερωτευμένη. Ο πρώτος μου έρωτας. Είχαν λιώσει όλοι από τη ζήλια τους. Μα δε μ’ ένοιαζε. Εγώ είχα τη σημαία κι ένιωθα πως κρατούσα όλη την Ελλάδα στα χέρια μου. Δεν πρόσεχα τους συμμαθητές μου. Ούτε καν τον Κώστα. Θα ήθελα, βέβαια, να μου έλεγε μια καλή κουβέντα. Θα ήθελα, κυρίως αυτός, να χαρεί με τη χαρά μου. Αλλά όταν σηκώνεις την Ελλάδα ολόκληρη, τίποτα δε μετράει μπροστά σε μια τέτοια τιμή, μια τέτοια ευθύνη. Ήμουν όλη για τη σημαία… κι ας μην ήταν κανείς άλλος μαζί μου…

Κατηφορίσαμε το δρόμο, φτάσαμε στον Άγιο Δημήριο Συκεών. Μετά τη δοξολογία βγήκαμε στο μεγάλο αυλόγυρο της εκκλησίας. Σταθήκαμε μπροστά στο μνημείο όπου κάθε σχολείο είχε καταθέσει το στεφάνι του. “Κατέβασέ την τώρα” μου είπε ο δάσκαλος. Την κατέβασα κι είχα το νου μου, -χωρίς να έχω αντίστοιχη υπόδειξη-, να την έχω εντελώς κάθετη, να μη γέρνει καθόλου. Τι σημαία θα ήταν αν έγερνε; Βούρκωνα συχνά κάτω από τη γαλανόλευκη. Μέσα στην μπλε μου ποδιά με το άσπρο γιακαδάκι και την άσπρη μπουζάτη κορδέλα στα μαλλιά, ονειρευόμουν. Δεν ξέρω τι. Έμπαινα όμως μέσα σ’ έναν άλλον κόσμο που ήταν άλλος απ’ αυτόν που με περιστοίχιζε. Ούτε τα πόδια δε λύγιζα, κι ας είχα κουραστεί πολύ και πονούσε η μέση μου.

Έγινε η παρέλαση. Όλα έγιναν όπως έπρεπε. Ο δάσκαλος ήταν περήφανος για μένα. Κι ο μπαμπάς με τη μαμά το ίδιο. Όταν την παρέδωσα την επόμενη μέρα δεν ένιωσα κανέναν αποχωρισμό, καμιά θλίψη. Η σημαία είχε αποτυπωθεί μέσα μου.

Από κείνη τη μέρα τίποτα για μένα δεν ήταν ίδιο. Είχα πάρει ένα πρώτο γερό μάθημα ζωής. Ήξερα πια καλά πως μια σημαία απαιτεί αγώνα, άσκηση, συνεχή προπόνηση, όσο καλός κι αν είσαι, όσο άξιος. Έμεινα στιγματισμένη από τους συμμαθητές μου μέχρι το τέλος της χρονιάς. Ήταν χειρότερο κι απ’ το να είχα εγκληματίσει. Ούτε τις μπουνιές τους δεν καταδέχονταν να μου ρίξουν. Το ξύλο έγινε ύπουλο, υπόγειο, ψυχολογικό. Σκεφτόμουν πως μάλλον δε βρίσκεται εύκολα άνθρωπος να χαρεί με την πρόοδό σου και θυμάμαι πως ορκίστηκα τότε εγώ να χαίρομαι με τη χαρά των άλλων. Είναι ασήκωτη η χαρά που δε μοιράζεται. Δυο φορές πιο ασήκωτη απ’ τον πόνο.

Έτσι, ο κόσμος των συμβόλων άρχισε να γίνεται για μένα πραγματικός. Ας με είχαν απομονώσει οι συμμαθητές μου, αυτός με είχε αποδεχθεί. Με είχε σπλαχνιστεί.  Μ’ αγκάλιαζε και μ’ έθρεφε. Με τον καιρό άρχισε να μου φανερώνει τα μυστικά του. Ίσως αυτή να ήταν η αρχή του μοναχικού δρόμου που θα τραβούσα. Του δρόμου που τη συντροφιά του σου παρέχει αφειδώς και αποκλειστικά το όνειρο, πιο πραγματικό απ’ την πιο απτή πραγματικότητα. Βαρύ σαν τη σημαία. Εύθραυστο σαν πορσελάνη. Φορτωμένο  ευθύνες και απαιτήσεις. Το όνειρο που σου ζητά καθημερινή άθληση για να μη χάσεις το βηματισμό σου καθώς το περπατάς, να μη χάσεις την κατεύθυνση, ν’ αντέξεις το βάρος του. Και να είσαι διαρκώς σε εγρήγορση. Να μην αφαιρείσαι στιγμή. Να μη σταματάς. Για να το κρατάς ίσιο,  κάθετα στη γη. Τι όνειρο θα είναι ένα όνειρο που γέρνει; Πώς θ’  ανεβαίνει ανεμπόδιστα στον ουρανό…..


1 comment:

  1. Έτσι μπράβο!
    Να μπορούμε να λέμε και μια καλή κουβέντα!
    Και σε άλλα με υγεία, καλή Σαρακοστή!

    ReplyDelete

Σχόλια