Τα χέρια... αχ, τα χέρια... που κράτησαν τη ζωή όταν πρωτοάνοιξε τα μάτια της στο φως, που τη νανούρισαν με τραγούδια σιγανά σαν θρόισμα ανέμου, την έθρεψαν με το αίμα τους λιώνοντας σαν κεράκια τη Λαμπρή, την έπλυναν με τα δάκρυά τους βαφτίζοντάς την στο νερό της κολυμήθρας της μητρικής αγάπης τους, της έμαθαν να περπατά στις πολύβουες στράτες του ντουνιά, να μιλά, να γελά, να μαθαίνει γράμματα σπουδάματα του Θεού τα πράματα...
Τα χέρια... αχ, τα χέρια... που αγκάλιασαν τη ζωή όπως ο Πλάστης το πρώτο χώμα, της έδωσαν φιλί γλυκύτερο από το φιλί του εραστή στην ερωμένη , την περίμεναν σιωπηλά με σταυρωμένη αγωνία να γυρίσει απ' το σχολείο κι ύστερα από το πρώτο ραντεβού, κι από το δεύτερο, το τρίτο, που της μαγείρεψαν μυρωδάτο φαγητό, της έστρωσαν τραπέζι με λευκό τραπεζομάντηλο, της άνοιξαν φύλλα αναρίθμητα τις πίτες της καρδιάς τους, έψησαν κυδώνια μοσχοβολιστά, κοσκίνησαν αλεύρι και μαζί υπομονή, λαχτάρα, έννοια, πόνο αζύγιστο...
Τα χέρια που έλουσαν και χτένισαν τη ζωή, την έντυσαν τα καθημερινά και Κυριακάτικα, τη στόλισαν κορδέλες κι ασημένια ή χρυσά, καινούρια παπούτσια της έβαλαν, στην εκκλησιά την πήγαν να μεταλάβει, λουλούδια της φύτεψαν σε κήπους και περβόλια, της άναψαν κεριά να μη χαθεί στις στράτες της αποκοτιάς, τα χέρια που σκούπισαν, σφουγγάρισαν, ξεσκόνισαν, τίναξαν, έπλυναν πάλι και πάλι την στοργή τους στο ποτάμι της αγάπης...
Τα χέρια που άλλοτε υψώθηκαν απειλητικά κι άλλοτε προστατευτικά περικύκλωσαν, που έπλεξαν στη σιωπή τους τα πουλόβερ της ζεστασιάς, που γέλασαν, έκλαψαν, θρήνησαν, πολέμησαν, έσκαψαν, πότισαν, κλάδεψαν, έδρεψαν καρπούς, γέμισαν ρόζους, αγκιλώσεις, τενοντίτιδες, αρθριτικά...
Τα χέρια της μάνας μας, της κάθε μάνας τούτης της γης της μικρής και απέραντης που ακούρασταν ύφαναν το κουκούλι της ζωής μας για να βγούμε πεταλούδες κάποτε και ν' αξιωθούμε πριν έρθει η ώρα να τα σκεπάσουμε με χώμα κόκκινο, καφέ ή μαύρο, να τους συλλαβίσουμε ένα βαθύ, ένα λειψό, μισοσπασμένο και ελάχιστο... ευχαριστώ...