Ο Γερμανός φίλος
που αναγκάστηκε ν’ αγοράσει για πρώτη φορά στη ζωή του κουστούμι και γραβάτα
προκειμένου να συναντήσει τον Οικουμενικό Πατριάρχη,, ομολογεί εκ των υστέρων:
"Περίμενα να
συναντήσω έναν ισχυρό άνδρα και συνάντησα έναν απλό άνθρωπο με πληρη συναίσθηση
της θέσης του και των μεγάλων ευθυνών του."
Λίγες
ώρες μετά τον βλέπω να γονατίζει μπροστά του σαν παιδί προκειμένου να τον
ρωτήσει κάτι κι ενώ εκείνος του προτείνει να καθήσει δίπλα του για να μην είναι
όρθιος στην κατάμεστη από κόσμο αίθουσα, ο Γερμανός αρνείται από συστολή και ντροπή.
Χιονίζει. Το κρύο
σου τρυπά τα κόκκαλα. Η χαρακτηριστική μυρωδιά του υγρού κάρβουνου της χειμερινής Κωνσταντινούπολης δεν είναι
πλέον παρούσα. Την πήραν κι αυτήν μαζί τους πάνω στις καχεκτικές τους πλάτες οι
χαμάληδες πηγαίνοντάς την αλλού. Ποιος ξέρει πού.
Νύχτωσε.
Γλυκασμένη από το νωχελικό φως των ερειπίων της ιστορίας καπνίζω ναργιλέ, πίνω
τσάι και κουβεντιάζω με τον Τούρκο, τον Γερμανό, τον Εβραίο, τον Έλληνα όπως
έκανα πριν αιώνες. Ο εθνικισμός σαν λυσασμένο σκυλί δεν άφησε έθνος για έθνος
να μην το δαγκώσει. Δηλητηρίασε Ανατολή και Δύση.
Απέμεινε η τέχνη να θεραπεύει τις
πληγές μας άλλοτε σαν κομπογιανίτης πλανόδιος δίνοντας ματζούνια κι άλλοτε σαν γιατρός
σπουδαγμένος στις Οξφόρδες και τα Χάβαρντ χρησιμοποιώντας συνταγές και λέξεις
του Ιπποκράτη.
Η τέχνη που στη Δύση οικοδομήθηκε πάνω στο “τι” και στην Ανατολή
πάνω στο “πώς”. Στο “ποιοι” και στο “κάποιοι” αντίστοιχα. Στο “φαίνεσθαι” και
στο “είναι”, ελπίζοντας πως μια μέρα θα τα συμφιλιώσει όλα κάτω από τη σκέπη
του “υπάρχειν”.