Υπάρχουν άνθρωποι που όταν έρχεται η ώρα να αφήσουν αυτή τη ζωή τους αποχαιρετούμε με μια συναίσθηση πως συνέβη κάτι νομοτελειακό και άρα φυσιολογικό, άλλοι που όσο τους ζούμε απορούμε πώς γίνεται να έχουν έρθει σ’ αυτόν τον κόσμο, συναισθανόμενοι πως είναι παιδιά ενός άλλου πλανήτη, -είναι αυτοί που συνήθως φεύγουν σε πολύ νεαρή ηλικία από κοντά μας- κι αυτό δεν μας ξενίζει γιατί γνωρίζαμε εξ αρχής πως και πολύ μας ήταν τόσο που μας καταδέχτηκαν, κι άλλοι για τους οποίους ποτέ δεν μας περνά απ’ το μυαλό πως ενδέχεται να πεθάνουν, σαν να είναι υπεράνω ηλικίας και θανάτου. Όσο βρίσκουμε αφύσικο να πεθάνει το φως που ξημερώνει κάθε μέρα, άλλο τόσο αφύσικο είναι να πεθάνουν κι αυτοί. Ένας τέτοιος ανθρώπους ήταν, -ναι, ήταν, δεν είναι πια- ο Χρίστος Τσολάκης που το όνομά του όλοι γνωρίζουμε από το βιβλίο της Γραμματικής που διδαχτήκαμε στα σχολειά μας.
Σαν ηλεκτρικό ρεύμα με διαπέρασε σήμερα, Δευτέρα 30 του Ιούλη του 2012, η είδηση του θανάτου του. Αφού μούδιασε όλο το σώμα μου απ’ την κορφή ως τα νύχια, άρχισα να κλαίω σαν μωρό παιδί που έχασε τον πατέρα του, τον προστάτη του, τον άγγελό του. Μα γίνεται να πεθαίνει ο άγγελός σου; Το φως της ζωής σου, αυτό που σε ξύπνησε στα δεκαοχτώ σου χρόνια και σου δίδαξε την πιο βαθιά αλήθεια του είναι σου ένα πρωινό σε μια λυόμενη αίθουσα του Παιδαγωγικού Τμήματος του ΑΠΘ, γίνεται να πεθαίνει; Να, που γίνεται κι αυτό…
Ακριβώς ένα χρόνο πριν έκανα για τον Χρίστο ένα μικρό αφιέρωμα στο μπλογκ μου με αφορμή τη συνέντευξη που είχε δώσει στην εκπομπή «Στα Άκρα» . Θυμάμαι πως όταν τελείωσα το κείμενό μου αναρωτήθηκα γιατί έγραψα τόσα λίγα, ενώ μπορούσα να γράψω τόσα περισσότερα βγαλμένα από τις αναρίθημτες στιγμές που ζήσαμε μαζί, και είπα μέσα μου, είναι ζωντανός και όσο είναι ζωντανός, θα προσθέτει και θα προσθέτει ατελείωτα ριπές φωτός, ας μην βιάζομαι…
Και τώρα, δεν ξέρω τι να κάνω τις λέξεις και τη γραμματική τους που μου δίδαξε… Δεν ξέρω πώς να τις χειριστώ για να μιλήσω για τον Δάσκαλό μου και Πατέρα μου στη γνώση και την αρετή… για τον μεγάλο Δάσκαλο της χώρας μας και ακούραστο εργάτη των γραμμάτων της. Πώς να μιλήσεις για την ακατάπαυστη ορμή της αγάπης του προς όλους και κυρίως προς τα παιδιά, το ελεύθερο πνεύμα του, τον ασυμβίβαστο χαρακτήρα του, τη λεπτή του διάκριση, το άγγιγμά του που ήταν φωτιά, το βαθύ του βλέμμα, το στοχαστικό και διεισδυτικό μυαλό του, το όραμά του, την λεπτεπίλεπτη ευγένεια της ψυχής του, την ολοκάθαρη σαν μικρού παιδιού καρδιά του;
Καλπάζουσα ήταν η αρρώστια που τον βρήκε, και πώς αλλιώς, αφού ένας καλπασμός ήταν όλη του η ζωή… Ένας καλπασμός της αστραπής της θεότητας που κουβαλούσε, διαφύλαττε ακέραια μέσα του και σκόρπιζε προς όλους, αυγατίζοντάς την…
Τα συρτάρια του γραφείου του πάντα γεμάτα καραμέλες για τα παιδιά που θα έρχονταν και που είκοσι χρόνια μετά ακόμα τις θυμούνται. Το στόμα του γεμάτο λόγια γλυκά για τον καθένα. Η καρδιά του ένας κήπος με λουλούδια αμάραντα. Και το μυαλό του αστραφτερό κι ακονισμένο ξυράφι που θέριζε αλύπητα τα αγκάθια των ιδεολογιών για να καρπίσουν ανεμπόδιστα οι καρδιές που αγαπούν αληθινά.
Για να μιλήσει στον άλλον, γινόταν ο άλλος. Έτσι και για να αναλύσει τον Καβάφη, τον Σολωμό, τον Παπαδιαμάντη, τον Ελύτη και τους Τραγικούς, έμπαινε στις λέξεις και τους στίχους τους κι ανάμεσά τους κυκλοφορούσε με την άνεση Ολυμπιονίκη που κάνει απλώς μια τυπική προπόνηση. Είχε το κλειδί της αγάπης, η ύπαρξή του όλη αγάπη ήταν. Φλεγόταν από αυτήν και γι’ αυτό και δούλευε απ’ τη νύχτα ως τη νύχτα δίχως να κουράζεται. «Πώς γίνεται να κουράζονται οι άνθρωποι, δεν καταλαβαίνω», έλεγε, «γίνεται να αγαπάς αυτό που κάνεις και να κουράζεσαι; Δεν ξέρω, εγώ δεν κουράζομαι ποτέ…».
Ήσουν ο κύριος Χρίστος μου, και ήμουν η αγαπημένη σου φοιτήτρια, όπως σου άρεσε πάντα να με συστήνεις, κι ας ήξερα πως είχες πολλούς αγαπημένους φοιτητές. Τώρα, είσαι ο Χρίστος μου που πέταξε μακριά μου, κι εγώ δεν ξέρω τι είμαι... Κι αν λέμε πως γίναμε πολύ φτωχότεροι γι’ άλλη μια φορά, σαν άνθρωποι και σαν Ελλάδα που τόσο αγάπησες, σκέφτομαι για να παρηγορηθώ πως έγινε πλουσιότερος ο Ουρανός, κι αν γίνεται ο Ουρανός πλουσιότερος δε θα βρέξει και λίγη απ’ τη χρυσή βροχή του και σ’ εμάς, αν δεν κάηκε εντελώς η γη μας;
Καλό ταξίδι Χρίστο μας, Δάσκαλε και Πατέρα μας στη Γνώση και την Αρετή… Καλό σου ταξίδι κι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει αγαπημένε…
Δημοσιεύτηκε στο Aντίφωνο
http://www.antifono.gr/portal/Προσεγγίσεις/2012-04-29-17-35-45/3808-Αποχαιρετισμος-στον-Χρίστο-Τσολάκη.html