Βουκουρέστι, Νοέμβριος του 2007. Καθισμένη σε μια πιτσαρία του ιστορικού κέντρου της πόλης, περιμένω να έρθει η πίτσα που παρήγγειλα. Με το που ανάβω το τσιγάρο μου, το γκαρσόνι με σερβίρει. Σβήνω το τσιγάρο στο γυάλινο σταχτοδοχείο που έχει στον πάτο του βρεγμένη χαρτοπετσέτα κι αρχίζω να τρώω. Ένας άντρας γύρω στα σαράντα πέντε έρχεται καταπάνω μου σαν τηλεκατευθυνόμενο. Ψιλόλιγνος με γαμψή μύτη, λερωμένη άσπρη πουκαμίσα έξω απ’ το παντελόνι, μαλλιά τραβηγμένα προς τα πίσω με τα δάχτυλα. Απλώνει αστραπιαία το αριστερό του χέρι και μέχρι να πάρει το μουσκεμένο αποτσίγαρο το γκαρσόνι έχει ξεπροβάλλει για να τον διώξει. Ο άντρας εξαφανίζεται με το λάφυρο ανά χείρας, ενώ εγώ προσπαθώ να συνειδητοποιήσω τι συνέβη μέσα σ’ αυτά τα συμπιεσμένα δευτερόλεπτα. Γιατί ενοχλήθηκε τόσο το γκαρσόνι και τι είδους προστασία είναι αυτή που πουλάει στον πελάτη αντιμετωπίζοντάς τον ως ανήμπορο βρέφος, αφαιρώντας του την ελευθερία να χειριστεί ένα περιστατικό σαν αυτό. Ύστερα θλίβομαι μια φορά που ο άντρας δεν μου ζήτησε ένα ακέραιο τσιγάρο και δυο φορές που δεν είχα την ετοιμότητα να του το προσφέρω χωρίς να μου το ζητήσει.
Κωνσταντινούπολη, Ιούλιος του 2011, Πλατεία Τaksim. Περιμένω ήδη τόση ώρα στην αφετηρία των λεωφορείων που σκέφτομαι να προτιμήσω ένα dolmuz taxi. Δεν το αποφασίζω όμως κι αναρωτιέμαι γιατί διστάζω αφού έχω βαρεθεί περιμένοντας είκοσι λεπτά με τον ήλιος να με βαράει αλύπητα. Με το που ανάβω ένα τσιγάρο με πλησιάζει ένας γέρος με πατερίτσες. Ασπρομάλλης, κοκαλλιάρης, και όλα τα επίθετα εις -άρης της ανέχειας, μου κάνει νόημα να του δώσω ένα τσιγάρο. Του δίνω αμέσως, αφήνει τις πατερίτσες και κάθεται στο παγκάκι της στάσης. Το ανάβει με τον αναπτήρα του κι εγώ τον παρατηρώ πώς απολαμβάνει τις ρουφιξιές σαν την μεγαλύτερη ηδονή της ζωής. Τελειώνει, σηκώνεται, αναλαμβάνει τις πατερίτσες του, -ή μάλλον τον αναλαμβάνουν αυτές-, και κούτσα κούτσα παίρνει τον δρόμο του, ενώ εγώ προχωρώ προς την πιάτσα των dolmuz (ταξί χωρητικότητας περίπου δέκα ανθρώπων).
Θεσσαλονίκη, Ιούνιος 2012, πλατεία Ελευθερίας. Η νύχτα πλησιάζει διακριτικά, αλλά αποφασιστικά. Περιμένω λεωφορείο στη στάση της Βενιζέλου, κάθετο της παραλιακής. Στον ηλεκτρονικό πίνακα αναγράφεται αναμονή δέκα λεπτών. Ανάβω τσιγάρο σάμπως μ’ αυτό να γεμίζω τον κενό χρόνο ή ν’ αποκτώ συντροφιά. Ένα μελαχρινό αγόρι αριστερά μου περιεργάζεται με το βλέμμα του το πεζοδρόμιο, τον σκουπιδοτενεκέ των εισιτηρίων, την άσφαλτο. Σκύβει και παίρνει κάτι μικρό, το κοιτάζει εξονυχιστικά, ξανασκύβει, μαζεύει ένα άλλο. Φορά ένα μαύρο φανελάκι χωμένο στο τζιν του. Έχει ανοιχτές πλάτες και μικρή καμπούρα αδικαιολόγητη για την ηλικία του, -από το πολύ σκύψιμο, σκέφτομαι. Δεν είναι πάνω από τριάντα, με πλούσιο μαλλί κατράμι. Καθώς εξετάζει τα ευρήματά του σηκώνομαι χωρίς δεύτερη σκέψη και βγάζοντας δυο τσιγάρα λίγο πιο έξω από το πακέτο τείνω το χέρι σιωπηλά. Πριν τα πάρει με κοιτάζει. Χαμογελούμε κι οι δυο κι ειπώνονται μεμιάς όλα όσα δεν ονομάζουμε. Παίρνει τα δυο τσιγάρα κι εγώ ξανακάθομαι στο παγκάκι της στάσης. Ανοίγει το φερμουάρ της μπανάνας που φορά στη μέση και τα τοποθετεί στο εσωτερικό της πολύ προσεκτικά σαν να επρόκειτο για πορσελάνες των Σεβρών. Μπαίνουμε στο ίδιο λεωφορείο. Παρόλο που η θέση δίπλα του είναι άδεια δεν την προτιμώ. Θέλω να είναι ελεύθερος από εμένα κι εγώ απ’ αυτόν. Λίγο προτού κατέβει στρέφει το βλέμμα. Το αποφεύγω. Δεν θέλω να νιώθει πως μου χρωστάει κάτι. Μετά το μετανιώνω. Τι θα πείραζε αν τον χαιρετούσα; Και γιατί δεν του έδωσα όλο μου το πακέτο, αφού μπορούσα να αγοράσω άλλο μετά;
Δημοσιεύτηκε Κυριακή 22/07/12 στο protagon:http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.post&id=16982