Στον μεγάλο και πανέμορφο χώρο, μπαινοβγαίνουν μεγάλοι και μικροί, άλλοι αγοράζουν αυτό που επιθυμούν και φεύγουν, άλλοι μένουν. Σε μια γωνιά με πάγκους, τραπέζια και επιτραπέζια παιχνίδια, κάθεται μια παρέα από ωραίες κυρίες και τα λένε. Η Αγγελική πάντα προσηνής και πρόσχαρη, με καλωσορίζει και μου δείχνει ένα κλειστό παραβάν. Η Κωνσταντίνα, μου λέει, έχει ήδη ξεκινήσει να προετοιμάζει τα παιδιά για το παραμύθι. Εγώ όύτε την Κωνσταντίνα ξέρω, ούτε και από λέσχες ανάγνωσης έχω καποια εμπειρία. Δεν χρειάζεται να στήσω αυτί. Η φωνή της δασκάλας, φτάνει μια χαρά στ’ αφτιά μου. Καθώς την ακούω στιγμές στιγμές με πιάνουν τα γέλια. Τα λέει τόσο ωραία, τόσο απροσδόκητα, και κάνει τέτοιο χιούμορ που με εντυπωσιάζει. Σκύβω από τη χαραμάδα και τη βλέπω σαν κούκλα που λάμπει. Βλέπω και πως τα παιδιά είναι μικρά και ζητάω από την Αγγελική να μου κοψει ένα κομμάτι χασαπόχαρτο. Αποφασίζω να αφηγηθώ το παραμύθι και να το ζωγραφίζω ταυτόχρονα. Δεν το έχω ξανακάνει, αλλά το τολμώ. Όταν πια μπαίνω στον χώρο βλέπω τα πανέμορφα εφτάχρονα και οχτάχρονα παιδιά να κάθονται γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι, έχοντας όλα το βιβλίο μου δίπλα τους. Σύντομα καταλαβαίνω πως τα περισσότερα το έχουν ήδη διαβάσει και ανυπομονούν να το ακούσουν κι από μένα. Μοιάζουν μαγεμένα. Έχουν μια ιδιαίτερη προσήλωση που προδίδει παιδιά καλλιεργημένα που ξέρουν καλά γιατί βρίσκονται εκεί. Αφηγούμαι και ζωγραφίζω, αφού πρώτα τα ρωτώ με ποια χρώματα νομίζουν πως πρέπει να αποδώσω το χωριό, την πολιτεία και το θεριό. Είναι εντελώς εύστοχες οι επιλογές τους. Παραλείπω όμως να ζωγραφίσω μερικά στοιχεία, λέγοντάς τους πως αυτά θα τα κάνουν οι ίδιοι όταν τελειώσω. Στο τέλος συζητούμε για το θηρίο. Ανακαλύπτουμε μαζί τα διάφορα θηρία που νεκρώνουν τις δυνάμεις του ανθρώπου και τον οδηγούν σε αδράνεια. Τα παιδιά είναι πολύ συγκινημένα. Κατεβάζουμε το χαρτί από τον τοίχο και το απλώνουμε στο τραπέζι. Η Κωνσταντίνα που είναι υπεύθυνη της λέσχης, δίνει τις οδηγίες. Ενώ τα παιδιά ζωγραφίζουν, εγώ γνωρίζω και ανακαλύπτω σιγά σιγά την ταλαντούχα δασκάλα τους. Δειλά δειλά μπαίνουν σοτν χώρο κάποιες μητέρες που με πλησιάζουν. Άλλες μου μιλούν για παλιότερα βιβλία μου, άλλες μου λένε πόσο ενθουσιάστηκαν τα παιδιά τους από τον Τρελό, πράγμα που τις έκανε να το πάρουν στα χέρια τους από περιέργεια. Έτσι τα παιδιά οδηγουν τους γονείς τους όταν αυτοί είναι καλοπροαίρετοι.
Η παρουσιάσαη κλείνει με τις αφιερώσεις των βιβλίων, αλλά απομένει το κερασάκι στην τούρτα… Ο μικρός εφτάχρονος που με πλησιάζει με ένα χαρτί στο χέρι και με αφάνταστη σοβαρότητα μου λέει: έχω να σας κάνω οχτώ ερωτήσεις. Έχεις φαγητό μαζί σου, τον ρωτώ. Γιατί, μου λέει. Γιατί μάλλον θα περάσουμε όλο το βράδυ μέχρι να σου απαντήσω… Με κοιτάζει τόσο ίσια, τόσο καθαρά, απευθείας στην καρδιά.
Γιατί οι άνθρωποι αφού ήταν τόσο φτωχοί σε ένα τόσο μικρό μέρος, δεν το άφηναν, να φύγουν, να πάνε να ζήσουν αλλού;
Για να απαντήσεις σε μια τέτοια ερώτηση, πόσες προϋποθέσεις πρέπει να έχεις; Πόση αποδοχή και αγάπη στη φτώχεια, στον πόνο, στη στέρηση; Δύσκολα πράγματα. Δύσκολα και υπέροχα. Κάθε ερώτηση του Ιάσονα είναι φωτιά. Καταλαβαίνει μόνος του ποια απάντηση απαντάει και σε επόμενη ερώτηση και δεν την κάνει. Είναι ένα βαθυστόχαστο παιδί που όχι μόνο ψέμματα δεν μπορείς να του πεις, αλλά και που σε βοηθά να βρεις κι εσύ την αλήθεια…
Κάποια στιγμή έρχεται κοντά μας και ο λίγο μεγαλύτερος αδελφός του. Ήθελε να ακούσει κι αυτός. Είχε διαβάσει το παραμύθι. Όταν ήρθε η ώρα να γράψω την αφιέρωση, τον ρώτησα, αν θέλει να βάλω και το δικό σου όνομα. Όχι, βέβαια, απάντησε χαμογελώντας. Αυτό είναι του Ιάσονα. Πόσο μου άρεσαν και τα δυο τους. Πόσο και η γλυκιά μανούλα τους που τη γνώρισα αμέσως μετά και κουβεντιάσαμε.
Πολλές φορές, τέτοιες ώρες, ανακαλύπτεις ένα κρυφό γιατί. Όταν φεύγεις λες μέσα σου, εγώ γι’ αυτό το παιδί βρέθηκα εκεί. Αυτό όμως ξέρεις πια πως είναι μόνο ένα μικρό ψήγμα γνώσης, μια τόση δα ανακάλυψη. Γιατί τα περισσότερα θα μείνουν κρυμμένα και δε θα τα μάθεις ποτέ… Σήμερα όμως φεύγεις και με μεγάλη ευγνωμοσύνη, γιατί υπάρχουν άνθρωποι σαν την Αγγελική που καταφέρνει σαν τον Τρελό του χωριού, να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα, ανοίγοντας δρόμους φωτός και χαράς σε μικρούς και μεγάλους. Και αυτό αξίζει ένα μεγάλο Μπράβο.
Φεύγεις και λες, ναι, αυτός ο κόσμος λίγο λίγο αλλάζει. Γίνεται καλύτερος!
No comments:
Post a Comment
Σχόλια