Κολλημένα τα μουτράκια μας στο παγωμένο τζάμι. Απέναντι ο μεγάλος δρόμος, η αλάνα με τις συκιές που κάθε απόγευμα έπαιζε ο Θανάσης ποδόσφαιρο με τους φίλους του, το διώροφο της Τασούλας με τα ασυννέφιαστα μάτια και παιδιά, πολλά παιδιά. Παιδιά που δεν έμοιαζαν με μας. Αλλά παιδιά, άλλων οικογενειών, με άλλες συνήθειες.
Κολλημένα τα μουτράκια μας στο παγωμένο τζάμι σιωπηλά. Κοιτάζαμε τα άλλα παιδιά να περνούν, να τρέχουν, να παίζουν, να καμαρώνουν ντυμένα καρναβάλια. Πιερότοι, κολομπίνες, σερίφηδες, μάγισσες, νεράιδες. Μέσα στις αστραφτερές στολές τους έμοιαζαν πλάσματα ονειρεμένων κόσμων, πλάσματα φτερωτά που το χώμα δεν γνώριζε τα ίχνη τους.
Κολλημένα τα μουτράκια μας στο παγωμένο τζάμι κοίταζαν παραπονεμένα τα άλλα παιδιά. Των άλλων οικογενειών. Με τις άλλες συνήθειες. Τις εξωτικές. Εμεις δεν ντυνόμαστε καρναβάλια. Αυτά είναι ειδωλολατρικές συνήθειες. Δεν χρειαζόμαστε τη μεταμφίεση εμείς. Μα γιατί; ρωτούσαμε. Γιατί έτσι, είπε ο μπαμπάς. Γιατί έτσι, επανέλαβε η μαμά. Αντίρρηση δε σηκώνανε. Κι εμείς σκεφτόμασταν τι ωραίοι που είναι οι ειδωλολάτρες, πόσο όμορφα ρούχα φορούν και τι σπαθιά, τι πσιτόλια, καπέλα, φτερά και η λέξη “ειδωλολάτρες” έχανε όλη την πικρή γεύση που είχε στο στόμα των γονιών και γινόταν γλυκιά σαν καραμέλα στο στόμα μας ή καλύτερα γλυκιά σαν μήλο, εκείνο το μήλο, το απαγορευμένο.
Η μάνα κατάλαβε το σιωπηλό μας παράπονο. Ένιωσε τη ζήλια που έζωνε τη μικρή καρδιά μας και σαν φίδι τη δηλητηρίαζε. Άνοιξε την ντουλάπα της και άρχισε να βγάζει ρούχα παλιά, φουλάρια, υφάσματα, παπούτσια. Ελάτε, πάρτε ό,τι θέλετε. Θα ντυθείτε κι εσείς καρναβάλια με τα δικά μου ρούχα, αλλά δε θα βγείτε από το σπίτι, εδώ μέσα θα μείνετε.
Ετσι άρχισε το πανηγύρι εκείνο και γίναμε επιτέλους κι εμείς νεράιδες και σερίφηδες κι ας είχαμε αντί για μαγικό ραβδάκι κουτάλες της κουζίνας κι αντί για πιστόλια μαχαίρια του ψωμιού. Φαίνεται πως δεν πείραζε και τόσο να γινόμαστε κι εμέις μια σταλιά ειδωλολάτρες, τουλάχιστον όσο αυτό συνέβαινε μέσα στο σπίτι. Θα θέλαμε βέβαια να βγαίναμε κι εμείς έξω, έστω μέχρι απέναντι, στην αλάνα με τις συκιές, γιατί τι αξία έχει να είσαι ειδωλολάτρης αν δε σε βλέπουν οι άλλοι; Αν δε σε θαυμάσουν, δε σε αποδεχθούν, δε σε αναγνωρίσουν τέλος πάντων όμοιό τους; Ήμασταν τόσο μικρά που δεν ξέραμε πως η αληθινή χαρά και ευτυχία δεν έχει καμιά σχέση με την επίδειξη, μάλλον βρίσκεται στον αντίποδά της. Ευτυχώς όμως ήμασταν πολλά αδέρφια και δεν μας έλειπε και τόσο η παρέα των άλλων. Όχι και τόσο, μας έλειπε λίγο, πολύ λίγο. Τόσο όσο να κάνουμε υπομονή για να διηγηθούμε την επομένη στους φίλους μας στο σχολείο πως κι εμέις δεν πηγαίναμε παραπίσω.
Η παιδική καρδιά βέβαια στο βάθος αντιδρούσε. Η απαγόρευση των γονιών ήταν στα μάτια μας άδικη και βαριά σαν τιμωρία για κάτι που δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε γιατί ήταν κακό αφού ήταν τόσο όμορφο. Θα έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια για να νιώσουμε πως μια απαγόρευση σαν εκείνη, ένα “όχι” σε κάτι αυτονόητο και τόσο συνηθισμένο, κάτι που κάνουν όλοι οι άλλοι, ήταν ένα μάθημα αντίστασης όχι μόνο απέναντι στις επιθυμίες των μαζών, μα και στις δικές μας. Ένα μάθημα που μας άνδρωνε. Και κάτι ακόμα. Μαθαίναμε να υπακούμε σε μια ακατανόητη προσταγή. Στους χρόνους που θα ακολουθούσαν, τους τόσο ορθολογικούς που όλη η αγωνία εξαντλείται στην κατανόηση των πάντων, ακόμα και όσων θα παραμένουν για πάντα ανεξήγητα, εκείνη η αφοπλισιτκή απάντηση στο παιδικό “γιατί;”, “γιατί έτσι”, στάθηκε συχνά οχυρό που μας προφύλαξε από την κατάρρευση.
Ίσως θα έπρεπε οι γονείς να χρησιμοποιήσουν τότε άλλες λέξεις. Στο κάτω κάτω δεν ξέραμε τι θα πει ειδωλολάτρης. Μα κάποτε παύεις να ζητάς καλύτερες λέξεις από αυτούς που σε ανάθρεψαν. Αυτές ήξεραν, αυτές χρησιμοποιούσαν κι εσύ, αν μπορείς, πρέπει να βρεις καλύτερες. Θα έρθει η ώρα, και πάντα έρχεται, που θα προτιμήσεις την μεταμόρφωση από τη μεταμφίεση και τότε κάθε μεταμφίεση θα μοιάζει γελοία, όσο αστραφτερή κι αν είναι.
Κολλημένα τα μουτράκια μας στο παγωμένο τζάμι μάθαιναν, έστω και ανεπίγωνστα, να παρατηρούν τις λογικές και τις συνήθειες του κόσμου. Ενός κόσμου αξιλάτρευτου μέσα στην τραγικότητα των συνηθειών του και μάλιστα δίχως καμιά αντίσταση και κανένα ερώτημα. Να στέκονται. Να κοιτούν. Να θαυμάζουν. Μέχρι να έρθει η ώρα και η στιγμή να επιλέξουν με ποιον θα πάνε και ποιον θα αφήσουν.
No comments:
Post a Comment
Σχόλια