Labels

Wednesday, February 28, 2018

Χάι κου του χιονιού



1. Ρίξτε νιφάδες!
Ησαϊα χόρευε!
Παντρεύουν τη γη!

2. Πάλευκα ξέφτια.
Οι άγγελοι ράβουνε
καινούργια ρούχα

3. Πόσα κομμάτια
γίνεται ο ουρανός
να μας φιλήσει;

4. Λευκασμένη γη
νιφάδα στη νιφάδα
δάκρυ στο δάκρυ

5. Τρίζει το χιόνι
κάτω απ’ το παπούτσι μου
ή μηπως βογγά;


Monday, February 26, 2018

Ο Τρελός του Χωριού στο βιβλιοπωλείο της Αγγελικής Χατζηβσιλειάδου Mind the book - 24/02/18


Στον μεγάλο και πανέμορφο χώρο, μπαινοβγαίνουν μεγάλοι και μικροί, άλλοι αγοράζουν αυτό που επιθυμούν και φεύγουν, άλλοι μένουν. Σε μια γωνιά με πάγκους, τραπέζια και επιτραπέζια παιχνίδια, κάθεται μια παρέα από ωραίες κυρίες και τα λένε. Η Αγγελική πάντα προσηνής και πρόσχαρη, με καλωσορίζει και μου δείχνει ένα κλειστό παραβάν. Η Κωνσταντίνα, μου λέει, έχει ήδη ξεκινήσει να προετοιμάζει τα παιδιά για το παραμύθι. Εγώ όύτε την Κωνσταντίνα ξέρω, ούτε και από λέσχες ανάγνωσης έχω καποια εμπειρία. Δεν χρειάζεται να στήσω αυτί. Η φωνή της δασκάλας, φτάνει μια χαρά στ’ αφτιά μου. Καθώς την ακούω στιγμές στιγμές με πιάνουν τα γέλια. Τα λέει τόσο ωραία, τόσο απροσδόκητα, και κάνει τέτοιο χιούμορ που με εντυπωσιάζει. Σκύβω από τη χαραμάδα και τη βλέπω σαν κούκλα που λάμπει. Βλέπω και πως τα παιδιά είναι μικρά και ζητάω από την Αγγελική να μου κοψει ένα κομμάτι χασαπόχαρτο. Αποφασίζω να αφηγηθώ το παραμύθι και να το ζωγραφίζω ταυτόχρονα. Δεν το έχω ξανακάνει, αλλά το τολμώ. Όταν πια μπαίνω στον χώρο βλέπω τα πανέμορφα εφτάχρονα και οχτάχρονα παιδιά να κάθονται γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι, έχοντας όλα το βιβλίο μου δίπλα τους. Σύντομα καταλαβαίνω πως τα περισσότερα το έχουν ήδη διαβάσει και ανυπομονούν να το ακούσουν κι από μένα. Μοιάζουν μαγεμένα. Έχουν μια ιδιαίτερη προσήλωση που προδίδει παιδιά καλλιεργημένα που ξέρουν καλά γιατί βρίσκονται εκεί. Αφηγούμαι και ζωγραφίζω, αφού πρώτα τα ρωτώ με ποια χρώματα νομίζουν πως πρέπει να αποδώσω το χωριό, την πολιτεία και το θεριό. Είναι εντελώς εύστοχες οι επιλογές τους. Παραλείπω όμως να ζωγραφίσω μερικά στοιχεία, λέγοντάς τους πως αυτά θα τα κάνουν οι ίδιοι όταν τελειώσω. Στο τέλος συζητούμε για το θηρίο. Ανακαλύπτουμε μαζί τα διάφορα θηρία που νεκρώνουν τις δυνάμεις του ανθρώπου και τον οδηγούν σε αδράνεια. Τα παιδιά είναι πολύ συγκινημένα. Κατεβάζουμε το χαρτί από τον τοίχο και το απλώνουμε στο τραπέζι. Η Κωνσταντίνα που είναι υπεύθυνη της λέσχης, δίνει τις οδηγίες. Ενώ τα παιδιά ζωγραφίζουν, εγώ γνωρίζω και ανακαλύπτω σιγά σιγά την ταλαντούχα δασκάλα τους. Δειλά δειλά μπαίνουν σοτν χώρο κάποιες μητέρες που με πλησιάζουν. Άλλες μου μιλούν για παλιότερα βιβλία μου, άλλες μου λένε πόσο ενθουσιάστηκαν τα παιδιά τους από τον Τρελό, πράγμα που τις έκανε να το πάρουν στα χέρια τους από περιέργεια. Έτσι τα παιδιά οδηγουν τους γονείς τους όταν αυτοί είναι καλοπροαίρετοι.
Η παρουσιάσαη κλείνει με τις αφιερώσεις των βιβλίων, αλλά απομένει το κερασάκι στην τούρτα… Ο μικρός εφτάχρονος που με πλησιάζει με ένα χαρτί στο χέρι και με αφάνταστη σοβαρότητα μου λέει: έχω να σας κάνω οχτώ ερωτήσεις. Έχεις φαγητό μαζί σου, τον ρωτώ. Γιατί, μου λέει. Γιατί  μάλλον θα περάσουμε όλο το βράδυ μέχρι να σου απαντήσω… Με κοιτάζει τόσο ίσια, τόσο καθαρά, απευθείας στην καρδιά. 
Γιατί οι άνθρωποι αφού ήταν τόσο φτωχοί σε ένα τόσο μικρό μέρος, δεν το άφηναν, να φύγουν, να πάνε να ζήσουν αλλού;
Για να απαντήσεις σε μια τέτοια ερώτηση, πόσες προϋποθέσεις πρέπει να έχεις; Πόση αποδοχή και αγάπη στη φτώχεια, στον πόνο, στη στέρηση; Δύσκολα πράγματα. Δύσκολα και υπέροχα. Κάθε ερώτηση του Ιάσονα είναι φωτιά. Καταλαβαίνει μόνος του ποια απάντηση απαντάει και σε επόμενη ερώτηση και δεν την κάνει. Είναι ένα βαθυστόχαστο παιδί που όχι μόνο ψέμματα δεν μπορείς να του πεις, αλλά και που σε βοηθά να βρεις κι εσύ την αλήθεια…
Κάποια στιγμή έρχεται κοντά μας και ο λίγο μεγαλύτερος αδελφός του. Ήθελε να ακούσει κι αυτός. Είχε διαβάσει το παραμύθι. Όταν ήρθε η ώρα να γράψω την αφιέρωση, τον ρώτησα, αν θέλει να βάλω και το δικό σου όνομα. Όχι, βέβαια, απάντησε χαμογελώντας. Αυτό είναι του Ιάσονα. Πόσο μου άρεσαν και τα δυο τους. Πόσο και η γλυκιά μανούλα τους που τη γνώρισα αμέσως μετά και κουβεντιάσαμε.

Πολλές φορές, τέτοιες ώρες, ανακαλύπτεις ένα κρυφό γιατί. Όταν φεύγεις λες μέσα σου, εγώ γι’ αυτό το παιδί βρέθηκα εκεί. Αυτό όμως ξέρεις πια πως είναι μόνο ένα μικρό ψήγμα γνώσης, μια τόση δα ανακάλυψη. Γιατί τα περισσότερα θα μείνουν κρυμμένα και δε θα τα μάθεις ποτέ… Σήμερα όμως φεύγεις και με μεγάλη ευγνωμοσύνη, γιατί υπάρχουν άνθρωποι σαν την Αγγελική που καταφέρνει σαν τον Τρελό του χωριού, να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα, ανοίγοντας δρόμους φωτός και χαράς σε μικρούς και μεγάλους. Και αυτό αξίζει ένα μεγάλο Μπράβο. 
Φεύγεις και λες, ναι, αυτός ο κόσμος λίγο λίγο αλλάζει. Γίνεται καλύτερος!









Sunday, February 25, 2018

Κυριακὴ Α᾽Νηστειῶν (Ὀρθοδοξὶας)

Αποτέλεσμα εικόνας για κυριακη α νηστειων κηρυγμα

(Ιωάν. 1,44-52)

Τῷ καιρῷ ἐκείνω, ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς 
44. ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀκολούθει μοι.
45. ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου καὶ Πέτρου. 
46. εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· Ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ. 
47. καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· Ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; λέγει αὐτῷ Φίλιππος· Ἔρχου καὶ ἴδε. 
48. εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· Ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι. 
49. λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· Πόθεν με γινώσκεις; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε.
50. ἀπεκρίθη Ναθαναήλ καὶ λέγει αὐτῷ· Ραββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. 
51. ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψῃ. 
52. καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ’ ἄρτι ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα, καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου.


https://aerapatera.wordpress.com/2018/02/25/κυριακὴ-α᾽νηστειῶν-ὀρθοδοξὶας/

Thursday, February 22, 2018

Xάι κου των δέντρων


Έναν χειμώνα
Προσεύχονται τα δέντρα
Για να ανθίσουν

Δέντρα - στυλίτες
Υπομένουν τους καιρούς
Για ένα έαρ

Η περίπτυξη 
Του ουρανού με τη γη
Βλασταίνει δέντρα

Xάι κου των δέντρων


Wednesday, February 21, 2018

Ψαλμός 83ος - Μεταγραφή Ιωάννη Φρουδαράκη


Ψαλμός 83ος

Ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου, 
ἡ καρδία μου καὶ ἡ σάρξ μου ἠγαλλιάσαντο ἐπὶ Θεὸν ζῶντα. 
 καὶ γὰρ στρουθίον εὗρεν ἑαυτῷ οἰκίαν καὶ τρυγὼν νοσσιὰν ἑαυτῇ, 
οὗ θήσει τὰ νοσσία ἑαυτῆς, τὰ θυσιαστήριά σου, 
Κύριε τῶν δυνάμεων, ὁ Βασιλεύς μου καὶ ὁ Θεός μου. 

Μεταγραφή

Λιώνω κι ἐγώ κι ἀναζητῶ τσ' αὐλές σου, τοῦ Κυρίου,
κι ἔχει χαρά ἡ σάρκα μου, τοῦ ζῶντος Θιοῦ τ' ἁγίου.
Γιατί κάθε πουλί φωλιά στ' ἅγια σου τηνέ κάνει,
κι ὅσα ἡ τρυγώνα ξεπουλιά ἐκεῖ τά μπαινοβγάνει.
Κύριε τῶν δυνάμεων, Θεέ καί βασιλιά μου.


*φωτογραφία Ιωάννη Φρουδαράκη

Tuesday, February 20, 2018

Μήπως λίγη μαρμελάδα στο ψωμί; Αρχιμ. Σωφρόνιος (Σαχάρωφ)


Σε σχέση με όσα είπα, ο π. Ρ. μου διηγήθηκε ένα επεισόδιο από τη διακονία του ως πνευματικού. Βρισκόταν στο Birmingham, στο σπίτι κάποιας οικογένειας από την Κύπρο. 
Ένα κοριτσάκι 6 ή 7 ετών τον πλησιάζει και του λέει: 
«Έχω κάποιες δυσκολίες με τον πατέρα μου. Όταν πάμε στην εκκλησία, μας λέει ότι πρέπει να νηστεύουμε. Λέει να μην τρώω πατατάκια, αλλά μπορώ να τρώω ψωμί. Εγώ όμως δεν θέλω να φάω ψωμί άλλα πατατάκια». 
Ο π. Ρ. της είπε τότε: 
«Αντί να μαλώνεις με τον πατέρα σου, πήγαινε στο δωμάτιο σου και προσευχήσου στον Κύριο ως εξής: «Κύριε... να, έχω δυσκολία με τον πατέρα μου, πες μου τί πρέπει να κάνω». 
Το κοριτσάκι τότε ανέβηκε στο δωμάτιό του και μετά από 5 λεπτά ξαναέρχεται και του λέει: 
«Έκανα όπως μου είπατε και ο Θεός μου έδωσε την απάντηση». «Τί απάντηση σου έδωσε;». 
«Ρώτησα τον Θεό τί να κάνω, διότι δεν θέλω να φάω ψωμί, αλλά πατατάκια, και ο Θεός μου είπε: ΄΄Μπορείς να τρως ό,τι σου είπε ο πατέρας σου, ψωμί, αλλά μπορείς να βάλεις λίγη μαρμελάδα πάνω σε αυτό"» [γελά]. 
Είναι συγκινητικό πώς ο Κύριος μίλησε στο κοριτσάκι αυτό: «...αλλά μπορείς να βάλεις λίγη μαρμελάδα πάνω στο ψωμί». «Και αυτό μπορώ να το κάνω, ναι», πρόσθεσε. 
Ο π. Ρ της είπε: «Έτσι να κάνεις πάντοτε. Όταν βρίσκεσαι σε δυσκολίες, να προσεύχεσαι στον Θεό». 
Δεν τολμούμε να αναρωτηθούμε πώς ο Κύριος της έδωσε αυτή την απάντηση, αλλά η απάντηση ήταν σοφή. Η μαρμελάδα ταιριάζει με τη νηστεία, μπορεί να θεωρηθεί ως ζάχαρη. Θα ήθελα να ρωτάτε πάντοτε τον Κύριο πώς να ενεργείτε, και ιδιαίτερα για τα πιο δύσκολα πράγματα.


*Ο τίτλος του κειμένου ήταν: Ρωτώντας τον Θεό για η νηστεία
Μας το έστειλε ο π.Βασίλειος Χριστοδούλου  

* Προσωπικό΄σχόλιο
Διαβάζοντας αυτή την μικρή "γλυκιά" ιστορία, για άλλη μια φορά αναρωτήθηκα πόσο νομίζουμε πως τα ξέρουμε όλα και πόσο σίγουροι είμαστε για τον εαυτό μας, αλλά και πόσο έχει γιγαντωθεί σε τέτοια δυσθεώρητα ύψη το Εγώ μας, που φτάσαμε σε σημείο να αδυνατούμε να δούμε τα παιδιά... Στους αλλόκοτους καιρούς μας, πιο αλλόκοτοι από ποτέ εμείς, φτάσαμε να ζητούμε κατανόηση από τα παιδιά μας, αντί να ζητούν αυτά κατανόηση από μας... και έτσι βλέπουμε τους μεγάλους να μωραίνονται και τα παιδιά να γερνούν... Και θυμάμαι και τον σοφό μου δάσκαλο, τον αείμνηστο Χρίστο Τσολάκη, που μας έλεγε σαν ήμαστε φοιτητές του τούτα τα προφητικά λόγια: Ακόμα κι αν εσείς δεν πιστεύετε στον Θεό, ποτέ να μην το πείτε σταους μαθητές σας. Αντίθετα, να τους εμφυσήσετε την πίστη στον Θεό, γιατί θα έρθει ώρα που θα τα αδικήσετε κι εσείς, θα τα αδικήσουν κι οι παππούδες τους κι οι φίλοι τους, και τότε το παιδί πρέπει από κάπου να πιαστεί για να μην διαλυθεί, να μην καταρρεύσει... και μόνον η καταφυγή του στον Θεό που πάντα τα αγαπά, θα μπορέσει να τα παρηγορήσει... αλλιώς είναι χαμένο το παιδί, δε θα αντέξει...
Β.Ν

Monday, February 19, 2018

Λίγο ακόμα για να ανεβούμε λίγο ψηλότερα! Καλή Καθαρά Δευτέρα!


« Όποιος δεν έπαιξε ποτέ του χαρταετό, δεν κοίταξε όσο χρειάζεται ψηλά. Όποιος δεν ένοιωσε την αντίσταση του μεγάλου σπάγκου, δεν εκατάλαβε την δύναμη του αέρα. Κι όποιος δεν εφώναξε με την ευθύνη και την πρωτοβουλία του παιδιού που βλέπει να κινδυνεύει στο ψηλό μετεώρισμά του ο αετός, δεν ένοιωσε τη χαρά του να τα βγάζεις πέρα μόνος σου με τη Φύση… »   Δημήτριος Λουκάτος
Η ιστορία του χαρταετού  χάνεται στα βάθη των αιώνων. Είναι η αίσθηση της ελευθερίας, της χαράς και της δύναμης. Είναι το πιο αγαπημένο παιχνίδι για την Καθαρή Δευτέρα. Είναι ένας τρόπος που θέλει  όλη την οικογένεια να συμμετέχει σ' αυτήν την πρωτόγνωρη χαρά και ο καθένας να έχει το μέρτικό του στο πέταγμα.
Με μια μικρή αναδρομή στο χρόνο θα δούμε πως ξεκίνησε η κατασκευή και η ιστορία του χαρταετού.
H πιο « παλιά» πληροφορία που υπάρχει για την ύπαρξη του χαρταετού  είναι αυτή του  4ου  αιώνα  π.Χ., όταν ο  μαθηματικός  και  αρχιμηχανικός  Αρχύτας  (440-360 π.Χ.), από  τον  Τάραντα  της  Νότιας  Ιταλίας, καλός  φίλος  του  Πλάτωνα  και  οπαδός  του  Πυθαγόρα, χρησιμοποίησε  στην  αεροδυναμική  του  τον  χαρταετό  και  λέγεται  ότι  ήταν  ο  εφευρέτης  του. Ο  Αρχύτας  θεωρείται  ο  τελευταίος  αλλά  και  ο  σημαντικότερος  των  Πυθαγορείων. Κείμενα  του  Αρχύτα  λένε  ότι  μελέτησε  και  ο  Γαλιλαίος. Υπάρχει και ελληνικό αγγείο της κλασικής εποχής με παράσταση κόρης, η οποία κρατά στα χέρια της μια μικρή λευκή σαΐτα δεμένη με νήμα, έτοιμη να την πετάξει.
Πιθανότατα βέβαια, τα πειράματα ή τα παιχνίδια των Αρχαίων Ελλήνων με τους "αετούς" θα πρέπει να γίνονταν με πανί τουλάχιστον ως το Μεσαίωνα, καθώς η χώρα μας δεν διέθετε σε αφθονία το χαρτί.
Όλα ξεκίνησαν το 1000 π.Χ. στην Κίνα. Ο πρώτος χαρταετός με μορφή δράκου εφόσον είναι και το ιερό σύμβολο της Κίνας, ήταν φτιαγμένος από μετάξι και μπαμπού, από τους φιλόσοφους Mozi και Luban. Κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Χαν, ένας στρατηγός χρησιμοποίησε έναν χαρταετό μ’ έναν ιδιαίτερα έξυπνο και ενδιαφέροντα τρόπο. Προκειμένου να καταλάβει με τον στρατό του ένα παλάτι, έπρεπε να σκάψει ένα υπόγειο τούνελ. Μη γνωρίζοντας, όμως, το μήκος που θα έπρεπε να έχει το τούνελ, πέταξε τον χαρταετό έως πάνω από το παλάτι, κρατώντας την άκρη του νήματος στο σημείο απ όπου θα ξεκινούσε το τούνελ, και έτσι έκανε τους απαραίτητους σχετικούς υπολογισμούς.
Παλαιότερα, στην Κίνα, στην Κορέα και στην Ιαπωνία, πίστευαν ότι οι χαρταετοί είχαν τη δυνατότητα να διώχνουν τα κακά πνεύματα, γι’ αυτό και το πέταγμά τους, ακόμη και σήμερα, προϋποθέτει ολόκληρη τελετουργία. Σύμφωνα με κάποια παράδοση μάλιστα, μια νύχτα ένας Ιάπωνας στρατηγός πέταξε πάνω από το στρατόπεδο των εχθρών του έναν χαρταετό γεμάτο κουδούνια, με αποτέλεσμα οι εχθροί να νομίσουν ότι τους επιτέθηκαν τα κακά πνεύματα και να το βάλουν στα πόδια.
Ο αυτοκράτορας της Κίνας Γουέν Χσουν έκανε πειράματα πτήσεων με αετούς φτιαγμένους από μπαμπού, χρησιμοποιώντας για επιβάτες τους κρατούμενούς του. Οι τυχεροί που επιζούσαν κέρδιζαν την ελευθερία τους.
Μετά ταξίδεψε, στην Κορέα, την Ινδονησία, τη Μαλαισία, στην Ιαπωνία και τα τέλη του 13ου αιώνα από τον Μάρκο Πόλο στη μεσαιωνική Ευρώπη.


*Προσωπικό Υστερόγραφο

Αυτά τα όμορφα βρήκα επιμένοντας λίγο στην διαδικτυακή αναζήτησή. Μέσα μου όμως είναι καρφωμένη μια άλλη εικόνα απαράμιλλης Χάρης και πλήρους ουσίας. Η τελευταία σκηνή της ταινίας “Συνοικία το όνεριο”. Αμέσως μετά την κηδεία του Ασημάκη, όπου η χήρα γυναίκα του με όλες τις γυναίκες της γειτονιάς, μαυροντυμένες κατηφορίζουν στα κατσάβραχα της μοίρας ακροβατώντας θαρρείς στον γκρεμνό του θανάτου, ο Ρίκο και η Στέφη ανηφορίζουν στα ίδια αυτά απόκρημνα βράχια πιασμένοι χέρι χέρι και το πλάνο ολοκληρώνεται μεγαλοφυιώς σε έναν ουρανό γεμάτο χαρταερούς - ψυχές πολύχρωμες που ανεβαίνουν κι όλο ανεβαίνουν ψηλότερα όσο ο σπάγκος της αγάπης αυτών που μένουν πίσω κρατιέται γερά και ζυγιάζεται με τα ζύγια της πίστης και της ελπίδας πως μια μέρα όλοι θα βρεθούμε αγκαλιά, πολύχρωμα πουλιά στην πιο ζεστή αγκαλιά του κόσμου…
Βασιλική Νευροκοπλή


Sunday, February 18, 2018

Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς

Σχετική εικόνα

(Ματθ. 6,14-21)

Εἶπεν ὁ Κύριος·
14. Ἐὰν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· 
15. ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν. 
16. Ὅταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί· ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν. 
17. σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι, 
18. ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ. 
19. Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσι καὶ κλέπτουσι· 
20. θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν· 
21. ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν.



Saturday, February 17, 2018

Mικρό παιδί σαν ήμουνα έξω απ' το Καρναβάλι


Κολλημένα τα μουτράκια μας στο παγωμένο τζάμι. Απέναντι ο μεγάλος δρόμος, η αλάνα με τις συκιές που κάθε απόγευμα έπαιζε ο Θανάσης ποδόσφαιρο με τους φίλους του, το διώροφο της Τασούλας με τα ασυννέφιαστα μάτια και παιδιά, πολλά παιδιά. Παιδιά που δεν έμοιαζαν με μας. Αλλά παιδιά, άλλων οικογενειών, με άλλες συνήθειες.
Κολλημένα τα μουτράκια μας στο παγωμένο τζάμι σιωπηλά. Κοιτάζαμε τα άλλα παιδιά να περνούν, να τρέχουν, να παίζουν, να καμαρώνουν ντυμένα καρναβάλια. Πιερότοι, κολομπίνες, σερίφηδες, μάγισσες, νεράιδες. Μέσα στις αστραφτερές στολές τους έμοιαζαν πλάσματα ονειρεμένων κόσμων, πλάσματα φτερωτά που το χώμα δεν γνώριζε τα ίχνη  τους.
Κολλημένα τα μουτράκια μας στο παγωμένο τζάμι κοίταζαν παραπονεμένα τα άλλα παιδιά. Των άλλων οικογενειών. Με τις άλλες συνήθειες. Τις εξωτικές. Εμεις δεν ντυνόμαστε καρναβάλια. Αυτά είναι ειδωλολατρικές συνήθειες. Δεν χρειαζόμαστε τη μεταμφίεση εμείς. Μα γιατί; ρωτούσαμε. Γιατί έτσι, είπε ο μπαμπάς. Γιατί έτσι, επανέλαβε η μαμά. Αντίρρηση δε σηκώνανε. Κι εμείς σκεφτόμασταν τι ωραίοι που είναι οι ειδωλολάτρες, πόσο όμορφα ρούχα φορούν και τι σπαθιά, τι πσιτόλια, καπέλα, φτερά και η λέξη “ειδωλολάτρες” έχανε όλη την πικρή γεύση που είχε στο στόμα των γονιών και γινόταν γλυκιά σαν καραμέλα στο στόμα μας ή καλύτερα γλυκιά σαν μήλο, εκείνο το μήλο, το απαγορευμένο.
Η μάνα κατάλαβε το σιωπηλό μας παράπονο. Ένιωσε τη ζήλια που έζωνε τη μικρή καρδιά μας και σαν φίδι τη δηλητηρίαζε. Άνοιξε την ντουλάπα της και άρχισε να βγάζει ρούχα παλιά, φουλάρια, υφάσματα, παπούτσια. Ελάτε, πάρτε ό,τι θέλετε. Θα ντυθείτε κι εσείς καρναβάλια με τα δικά μου ρούχα, αλλά δε θα βγείτε από το σπίτι, εδώ μέσα θα μείνετε.
Ετσι άρχισε το πανηγύρι εκείνο και γίναμε επιτέλους κι εμείς νεράιδες και σερίφηδες κι ας είχαμε αντί για μαγικό ραβδάκι κουτάλες της κουζίνας κι αντί για πιστόλια μαχαίρια του ψωμιού. Φαίνεται πως δεν πείραζε και τόσο να γινόμαστε κι εμέις μια σταλιά ειδωλολάτρες, τουλάχιστον όσο αυτό συνέβαινε μέσα στο σπίτι. Θα θέλαμε βέβαια να βγαίναμε κι εμείς έξω, έστω μέχρι απέναντι, στην αλάνα με τις συκιές, γιατί τι αξία έχει να είσαι ειδωλολάτρης αν δε σε βλέπουν οι άλλοι; Αν δε σε θαυμάσουν, δε σε αποδεχθούν, δε σε αναγνωρίσουν τέλος πάντων όμοιό τους; Ήμασταν τόσο μικρά που δεν ξέραμε πως η αληθινή χαρά και ευτυχία δεν έχει καμιά σχέση με την επίδειξη, μάλλον βρίσκεται στον αντίποδά της. Ευτυχώς όμως ήμασταν πολλά αδέρφια και δεν μας έλειπε και τόσο η παρέα των άλλων. Όχι και τόσο, μας έλειπε λίγο, πολύ λίγο. Τόσο όσο να κάνουμε υπομονή για να διηγηθούμε την επομένη στους φίλους μας στο σχολείο πως κι εμέις δεν πηγαίναμε παραπίσω.
Η παιδική καρδιά βέβαια στο βάθος αντιδρούσε. Η απαγόρευση των γονιών ήταν στα μάτια μας άδικη και βαριά σαν τιμωρία για κάτι που δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε γιατί ήταν κακό αφού ήταν τόσο όμορφο. Θα έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια για να νιώσουμε πως μια απαγόρευση σαν εκείνη, ένα “όχι” σε κάτι αυτονόητο και τόσο συνηθισμένο,  κάτι που κάνουν όλοι οι άλλοι, ήταν ένα μάθημα αντίστασης όχι μόνο απέναντι στις επιθυμίες των μαζών, μα και στις δικές μας. Ένα μάθημα που μας άνδρωνε. Και κάτι ακόμα. Μαθαίναμε να υπακούμε σε μια ακατανόητη προσταγή. Στους χρόνους που θα ακολουθούσαν, τους τόσο ορθολογικούς που όλη η αγωνία εξαντλείται στην κατανόηση των πάντων, ακόμα και όσων θα παραμένουν για πάντα ανεξήγητα, εκείνη η αφοπλισιτκή απάντηση στο παιδικό “γιατί;”, “γιατί έτσι”, στάθηκε συχνά οχυρό που μας προφύλαξε από την κατάρρευση.
Ίσως θα έπρεπε οι γονείς να χρησιμοποιήσουν τότε άλλες λέξεις. Στο κάτω κάτω δεν ξέραμε τι θα πει ειδωλολάτρης. Μα κάποτε παύεις να ζητάς καλύτερες λέξεις από αυτούς που σε ανάθρεψαν. Αυτές ήξεραν, αυτές χρησιμοποιούσαν κι εσύ, αν μπορείς, πρέπει να βρεις καλύτερες. Θα έρθει η ώρα, και πάντα έρχεται, που θα προτιμήσεις την μεταμόρφωση από τη μεταμφίεση και τότε κάθε μεταμφίεση θα μοιάζει γελοία, όσο αστραφτερή κι αν είναι.

Κολλημένα τα μουτράκια μας στο παγωμένο τζάμι μάθαιναν, έστω και ανεπίγωνστα, να παρατηρούν τις λογικές και τις συνήθειες του κόσμου. Ενός κόσμου αξιλάτρευτου μέσα στην τραγικότητα των συνηθειών του και μάλιστα δίχως καμιά αντίσταση και κανένα ερώτημα. Να στέκονται. Να κοιτούν. Να θαυμάζουν. Μέχρι να έρθει η ώρα και η στιγμή να επιλέξουν με ποιον θα πάνε και ποιον θα αφήσουν.



Friday, February 16, 2018

Μια βραδιά καρναβαλιού με τον Γιώργο Ιωάννου, την Σαπφώ Νοταρά και τον Τσαρούχη -του Γιάννη Κοντού


Οι απόκριες άρεσαν πολύ στον Γιώργο Ιωάννου. 
Και από την άποψη του ξέφρενου γλεντιού (που πάντα φανταζότανε) και από την άποψη της λαογραφίας, που μελετούσε και ερευνούσε. Eτσι λοιπόν μια χειμωνιάτικη βραδιά του Φλεβάρη (η διήγησή μου θα έχει τη μορφή παραμυθιού, γιατί πέρασαν χρόνια και γιατί μερικά πρόσωπα που δεν υπάρχουν πια είναι παραμυθένια), ήρθαν οι αποκριές. Η Αθήνα πάντα ωραία το χειμώνα, με αεράκι παγωμένο να κόβει μύτες και αφτιά. Μια νύχτα κρυστάλλινη με ψιλόβροχο, σ' ένα σπίτι στο Κολωνάκι έγινε σύναξη μεταμφιεσμένων. Μόνο που σε αυτές τις θεατρικές παραλλαγές, σκηνοθέτης και ενδυματολόγος ήτανε ο Γιάννης Τσαρούχης. Eδινε εντολές, οδηγίες και περιγραφές. 
Eτσι λοιπόν ο Γιώργος Μανιώτης έγινε για ένα βράδυ ο Μπαλζάκ, με ένα πολύ μυτερό κοτιγιόν, που ομοιοκαταληκτούσε με το βάρος του! Η Σαπφώ Νοταρά, κυρία με τις καμέλιες, με λευκά, με τούλια, με καπελάκι εποχής και τα απαραίτητα τσιγάρα Sante στο χέρι, να φουμάρει συνέχεια και σε τακτά διαστήματα να εκδηλώνει έναν επίμονο τσιγαρόβηχα. Ο Ιωάννου να μου λέει στο αφτί: «Τι τσιγάρα, Θεέ μου, τι τσιγάρα!». Η δε βραχνή και χαρακτηριστική φωνή της να δίνει και να παίρνει. Ο Αλέξης Σαβάκης, ναύτης νοσταλγικός. Η πάντα ωραία Αλίκη Γεωργούλη νοσοκόμα, με έναν πλαστικό πισινό, που όλο σήκωνε τη λευκή στολή για να φαίνεται και να προκαλεί ένα κύμα γέλιου όταν τον φανέρωνε με νάζι και σκέρτσο. 
Ο Γιώργος Ιωάννου από την προηγουμένη μάζευε ρούχα, παπούτσια, κάλτσες, περούκα, κραγιόν, πούδρες, χτενάκια, σκουλαρίκια και μολύβια για ψεύτικες ελιές. Του είχε πει, ο ζωγράφος: «Εσύ θα ντυθείς Πολίτισσα και θα τους φάμε όλους», με εκείνη τη φωνή τη χαμηλή και τόσο μουσική που όλοι αγαπούσαμε και περιμέναμε να μας απευθύνει το λόγο. Ο Γιώργος μού τηλεφωνούσε συνέχεια λέγοντας: «Δεν μπαίνουν οι κάλτσες, τα παπούτσια με χτυπάνε, κάνω δοκιμές με το κραγιόν και δεν τα καταφέρνω, δύο ή τρεις ελιές να κάνω;». Υπήρχε μια αγωνία και μια αθωότητα, σε όλη αυτή την προετοιμασία. Απ' ό,τι μου εξομολογήθηκε αργότερα, παιδευότανε δύο με τρεις μέρες να τα φέρει βόλτα, να σκηνοθετήσει πάνω του τα ρούχα. 
Ξέχασα να σας πω ότι ο Τσαρούχης μεταμορφώθηκε σε μια μαγική Μήδεια, έτοιμη για όλα με το μαχαίρι στο χέρι και φωνή σαν να βγαίνει από υποβολείο. Μου διηγείτο ο Γιώργος ότι κατευθυνόμενος στο σπίτι της συνάντησης αντάμωσε στο δρόμο μεταμφιεσμένο και τον ζωγράφο Γιάννη Μιγάδη. Μου έλεγε δε: «Τι κέφι, βρε παιδί μου, αυτός ο Μιγάδης! Μάλιστα χορέψαμε λίγο και στο δρόμο». Τέλος, ο Βασίλης Στεριάδης κι εγώ, ντυθήκαμε Τομ Σόγιερ σε σημείο να πει ο Τσαρούχης αδιάφορα: «Τι κοινοτοπία, τι επανάληψη, η επιλογή σας». 
Eγινε το πάρτι, γλεντήσαμε, χορέψαμε, τα είπαμε. Στον χορό, φυσικά, πρωτοστατούσε ο Ιωάννου και η φωνή της Σαπφούς τα σκέπαζε όλα με μια αχλή και ένα τράνταγμα! Τελείωσαν όλα, φύγαμε λίγο ζαλισμένοι. 
Με τα πόδια φτάσαμε στην πλατεία Κολωνακίου, ο γράφων και ο Γιώργος (Ιωάννου). Σταθήκαμε και μιλούσαμε και οι χαλκάδες στα αφτιά του Γιώργου φώτιζαν τη χειμωνιάτικη νύχτα. Περνάει ένα μηχανάκι και οι εποχούμενοι μας φώναξαν κάτι κοροϊδευτικό, ο Γιώργος μου λέει: «Μη δίνεις σημασία, είναι πράκτορες του...» (και ανέφερε ένα όνομα συγγραφέα που δεν τα είχαμε καλά τότε). Oπως εξομολογητικά, στο όρθιο, τα λέγαμε, του μίλησα για έναν σφοδρό έρωτά μου και μάλιστα δάκρυσα. Τότε έσκυψε και με φίλησε, λέγοντάς μου: «Μη στεναχωριέσαι, καλό μου, τα έχει η ζωή αυτά». Χωρίσαμε με φιλιά σταυρωτά και την υπόσχεση να βρεθούμε σύντομα. Εκείνος κατηφόρισε προς τα Εξάρχεια κι εγώ πήρα ταξί για το Κουκάκι που έμενα τότε. Eφτασα σπίτι και κοιτώντας στον καθρέφτη της τουαλέτας το πρόσωπό μου, είδα τα αποτυπώματα με το κραγιόν του Γιώργου. Για μια στιγμή φάντασα σαν κλόουν και με πήραν πάλι τα κλάματα. Yστερα έκλεισα το φως και κοιμήθηκα. 

Υ.Γ. Ποτέ δεν πήγα σε αυτό το πάρτι μεταμφιεσμένων, ξέρω τα καθέκαστα από διηγήσεις του Γιώργου (Ιωάννου) και του Γιώργου (Μανιώτη). Δεκέμβρης 2004. (Από την Καθημερινή). Πηγή: 

Thursday, February 15, 2018

Μνήμη Γιώργου Ιωάννου (20 Νοεμβρίου 1927 – 16 Φεβρουαρίου 1985) Συνέντευξη - θάλασσα 1978 - ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ - του Βασίλη Αγγελικόπουλου



Είχα χαρεί κι είχα στενοχωρηθεί μαζί όταν εκδόθηκαν πριν από μερικά χρόνια συγκεντρωμένες σε ένα τόμο συντεντεύξεις του Γιώργου Ιωάννου («Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής», Συνεντεύξεις (1974-1985), πρόλογος-επιμέλεια: Γιώργος Αναστασιάδης, Κέδρος 1996). Συγκεντρώνονταν επιτέλους οι συνεντεύξεις του, αλλά λυπήθηκα γιατί χάθηκε η ευκαιρία να δημοσιευθεί ολόκληρη, χωρίς περικοπές, μια σημαντική συνέντευξη που μου είχε δώσει για την «Καθημερινή» το 1978. Οι εκδότες είχαν συμπεριλάβει στο βιβλίο τη συνέντευξη αυτή, αλλά δεν γνώριζαν ότι υπήρχε αδημοσίευτο στο συρτάρι μου ένα μεγάλο μέρος της, το οποίο προθυμότατα θα παραχωρούσα ώστε να δημοσιευθεί ολοκληρωμένη, αν έμπαιναν στον κόπο να με ενημερώσουν για την έκδοση (ούτε και μετά το έκαναν, άλλωστε). Η συνέντευξη αυτή έχει τη μικρή της ιστορία (πολύ σημαντική για μένα, γιατί μου έδωσε την ευκαιρία όχι απλώς να γνωρίσω από κοντά έναν πολύ αγαπημένο μου συγγραφέα, αλλά και να αποκτήσω ένα μεγάλο φίλο, καθώς είχα την τύχη από τότε κι έως το θάνατό του να με περιβάλλει ο Ιωάννου με την αγάπη του). Ήμουν τότε νέος στην «Καθημερινή», όπου η Ελένη Βλάχου και ο Δημήτρης Παπαναγιώτου, ο διευθυντής μας, μου είχαν εμπιστευθεί το Ρεπορτάζ Θεμάτων Παιδείας -εν βρασμώ και ευαίσθητο όσο ποτέ εκείνα τα ταραγμένα χρόνια της Μεταπολίτευσης και της «εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης». Θέλησα όμως, μόλις ξεψάρωσα, να απλώσω τα πόδια μου και σε άλλα θέματα, πράγμα που δεν εμπόδισε η μεγαθυμία του διευθυντή μας, του Μίμη. Έτσι το βράδυ της 19ης Δεκεμβρίου 1978 βρέθηκα για πρώτη φορά στο σπίτι του Γιώργου Ιωάννου, στο δίπατο της Αρλέτας, στα Εξάρχεια. H συνάντηση κράτησε ώρες. Έφυγα πετώντας στα σύννεφα. Πέρασα τις Γιορτές εκείνες δουλεύοντας τη συνέντευξη. Τερατώδης απομαγνητοφώνηση, αλλεπάλληλες επεξεργασίες του κειμένου, γραψίματα με το χέρι τεράστιου αριθμού χειρογράφων. Τις πρώτες μέρες του νέου χρόνου παρέδωσα το κείμενο στον διευθυντή, που, παρά τις τόσες του έγνοιες, ασχολήθηκε ο ίδιος μ' αυτό. Το άπλωσε, δόξη και τιμή, σε μια ολόκληρη σελίδα του κυριακάτικου φύλου της 22ας Ιανουαρίου 1979 - σελίδα τότε που χωρούσε ίσως και το διπλάσιο κείμενο απ' ό,τι σήμερα. Συνέντευξη-θάλασσα. Μεστός κι ουσιώδης ο Ιωάννου, εντυπωσιακά προβεβλημένη η συνέντευξη, διαβάστηκε, συζητήθηκε, σχολιάστηκε, ικανοποιημένος κι ο ίδιος ο συγγραφέας. Αλλά εγώ απαρηγόρητος! Γιατί ο Μίμης είχε περικόψει μπόλικα κομμάτια της - «δεν χωρούσαν», μου είπε, «αλλά, ορισμένα, για να προφυλάξω και τον Ιωάννου, και σένα». Να μ' έσφαζες αίμα δεν θά 'βγαζα. Σήμερα τον ευγνωμονώ. Αν μη τι άλλο, που είχε κόψει ένα φλύαρο, απίστευτα σχοινοτενή πρόλογο, νεανικά «εξομολογητικό». Δεν ενδιέφερε κανέναν. Βλέπω όμως ότι ακόμη και σήμερα, μετά 26 ολόκληρα χρόνια, και 20 από το θάνατο του συγγραφέα, έχουν ενδιαφέρον και είναι καλό να δημοσιευθούν και να υπάρχουν κάπου τα κομμάτια της συνέντευξης που κόπηκαν τότε. Τα δημοσιεύουμε λοιπόν εδώ για πρώτη φορά, ελπίζοντας ότι κάπου, κάποτε, θα δοθεί η ευκαιρία σ' αυτήν τη συνέντευξη να δημοσιευθεί ολόκληρη ως αρχικά είχε. Υπάρχει άλλωστε «ζωντανή», και με τη φωνή του, σε κασέτες. Ο επίλογος (κομμένος επίσης): Ετοιμάζομαι να τον αποχαιρετήσω. Τον έχω κουράσει. Πέρασαν κάπου πέντε ώρες από τότε που ήρθα. Ξημερώνει ήδη η άλλη μέρα, Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 1978. Μεθαύριο θα φύγει για Θεσσαλονίκη, να κάνει Χριστούγεννα με τους δικούς του. 

Θα μείνετε και την Πρωτοχρονιά επάνω;
 - Oχι, θα έχω επιστρέψει στην Αθήνα. Θα πάω σ' ένα φίλο μου όπου έκανα και πέρυσι Πρωτοχρονιά. Δεν κατάφερε να μας πεθάνει τότε με τα θαλασσινά που κάσες ολόκληρες μας φίλεψε, αλλά ελπίζω φέτος σε καμιά δραστικότερη ιδέα. 
Καληνυχτίζω γελώντας, κατεβαίνει μαζί μου τα σκαλιά, να με ξεπροβοδίσει: 
  • Πάντως φέτος αυτή η συνέντευξη με ανησυχεί περισσότερο κι απ' τα θαλασσινά. Σίγουρα θα περάσω καμιά μαύρη Πρωτοχρονιά!
  • - Ολη μου η ψυχοσύνθεση και όλος ο τόνος που έχω στη ζωή και στο γράψιμο, μου δείχνει ότι μου ταιριάζει πολύ να ζω στην περιοχή της πλατείας Κουμουνδούρου. Δεν ξέρω αν κάποτε δεν πάω να κατοικήσω εκεί γύρω. Μ' αυτήν την υπέροχη πλατεία και όλα εκείνα τα πέριξ, τα πραγματικώς ακόμη λαϊκά. Υπάρχουν εκεί μερικά παλιά σπίτια που διασώζουν μιαν ατμόσφαιρα, αλλά και οι πολυκατοικίες, έτσι φτηνές που έχουν χτιστεί και χωρίς αρχιτεκτονικά στολίδια, διαμορφώνουν μια περιοχή που αρκετά μοιάζει με τη Θεσσαλονίκη. Και είναι κι όλες αυτές οι αφετηρίες των λεωφορείων προς τις γύρω κωμοπόλεις και συνοικισμούς που συντελούν ώστε να περνά από κει ένα πλήθος ανθρώπων που έχει επάνω του τον τόνο και την έκφραση που έχω συνηθίσει να εκτιμώ. Κι ακόμη -και αυτό είναι το σπουδαιότερο- σαν υπόβαθρο της περιοχής είναι το νεκροταφείο του Κεραμεικού, που κρατά μιαν ατμόσφαιρα σχεδόν ερωτική. Δεν είναι βέβαια κανένα ενδιαίτημα ερώτων, όπως τα παλιά εβραϊκά μνήματα της Θεσσαλονίκης, εντούτοις δίνει την εντύπωση ότι θα μπορούσε κάλλιστα να γίνεται αυτός ο συνδυασμός, αν η πραγματικότητα το επέτρεπε. Κι αυτό είναι πολύ παρηγορητικό σμίξιμο όταν συμβαίνει. Μου είναι ιδιαίτερα συμπαθητικοί οι χώροι που συγκεντρώνουν και διαποτίζονται από τις δύο κορυφαίες στιγμές της ύπαρξης του ανθρώπου, τον έρωτα και το θάνατο... Λέγοντας τα τελευταία λόγια έχει κατεβάσει τα βαριά βλέφαρά του, όπως συχνά κάνει, συγκεντρώνοντας λες τη σκέψη του. Μένει λίγο έτσι, αλλά κάτι θυμάται που τον κάνει να ανοίξει τα μάτια και να ανασηκωθεί, χειρονομώντας ζωηρά:
  • - Παρ' όλη βέβαια τη φοβερή αυτή εκκλησία που έχει χτιστεί πάνω στον Κεραμεικό και που, αν υπήρχε καλαισθητική τόλμη, θα έπρεπε, αφού ζητήσουμε συγγνώμη από το Θεό, να τη μεταφέρουμε ευσχήμως... 
  • Για χάρη του έργου σας θυσιάζετε ένα σεβαστό μέρος της άλλης σας ζωής... 
  • Πολύ σεβαστό, τι! Αναστέλλω συνεχώς τη ζωή μου. 
  • Κι αυτήν την απώλεια πώς την αναπληρώνετε; Τι σας παρηγορεί, αν σας παρηγορεί κάτι. Το βράδυ της συνέντευξης, 19 Δεκεμβρίου 1978, στο διαμέρισμα του Γιώργου Ιωάννου, πάντα στο δίπατο της Αρλέτας, στα Εξάρχεια. Τότε όμως έμενε ακόμα στο μικρότερο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου. Αργότερα κατέβηκε στο πιο ευρύχωρο διαμέρισμα του ισογείου, όπου και έμεινε ώς τον θάνατό του. 
  • - Οπωσδήποτε δεν μπορεί να σε παρηγορήσει η προοπτική, ακόμα και η πεποίθηση της εξασφαλίσεως της υστεροφημίας. Εμένα δεν με απασχολεί αυτό. Το θέλω, αλλά δεν είναι αυτό που με κλείνει στο εργαστήριό μου τόσο τυραννικά. 
  • Είναι μήπως η σκέψη ότι από αυτά που έχετε να πείτε θα ωφεληθεί ο κόσμος γύρω σας, ο λαός... 
  • - Δεν κατέχομαι εγώ από τις έννοιες «λαός» ή «κόσμος», τις αόριστες. Μπορεί να με γοητέψει η ιδέα μιας παρέας εκλεκτών φίλων που θα διαβάσει αυτό που κάνω. Αλλά και αυτή η κρυφή χαρά παρουσιάζεται προς το τέλος, όταν βλέπω να γίνεται κάτι αυτό που γράφω. Δεν είναι αυτό η κινητήρια δύναμη. Κινητήρια δύναμη είναι η ανάγκη μου για εσωτερική τακτοποίηση. Να τα βάλω σε μια σειρά. Να τα πω. Και μάλιστα να τα πω χωρίς τις λέξεις εκείνες που κάνουν διάφορους, από τους οποίους κάπως εξαρτάται η ζωή μας, να εκμανούν. (Παύση). Χαίρομαι όταν τα λέγω αλλιώς. Και τελικά αυτό που προκύπτει -αυτό το λεξιλόγιο, και η φρασεολογία, και η μετάβαση, και οι συνειρμοί- μου αρέσει πολύ περισσότερο από το να είχα τη δυνατότητα να μιλώ απευθείας.
  • Αξίζει όμως για το όποιο έργο μας να φτάνουμε στο σημείο να απαρνιόμαστε την άλλη ζωή μας; 
  • - Οπωσδήποτε δεν μπορούν να ματαιωθούν ή να ανασταλούν για χάρη της αφοσιώσεως στο έργο σου όλα όσα φέρνει η ζωή μπροστά σου. Η μεγάλη πειθαρχία στην οποία έχω υποβάλει τον εαυτό μου έχει κι αυτή τα όριά της. Και τα όρια αυτά καθορίζονται από τις πολύ δυνατές ανθρώπινες σχέσεις, που κάποτε υπερισχύουν κάθε άλλης αφοσίωσης. Ολόκληρη η απάντησή του για το ζήτημα του έρωτα έχει ως εξής: 
  • Είναι μερικοί από τους ανθρώπους που εκτιμούν το έργο σας, οι οποίοι ενοχλούνται κάπως όταν αναφέρεστε σε πράγματα που κατά τη γνώμη τους «δεν πρέπει να λέγονται»...
  • Δεν καταλαβαίνω. Τι; Τι πράγματα, ποια; 
  • Γύρω από το ερωτικό θέμα. Εχουν ενοχληθεί επειδή μιλάτε για κάτι που θεωρείται...
  • Ταμπού! 
  • Ναι. 
  • Νομίζω ότι κι αυτούς που λέτε το ερωτικό θέμα τους απασχολεί πάρα πολύ ή τους απασχόλησε, αν είναι γέροι, αλλά απλώς θα τους απασχόλησε ίσως κατ' άλλο τρόπο. Και επίσης δεν είχαν -ευτυχώς ίσως γι' αυτούς- τη μανία να εννοούν να τακτοποιήσουν τον εαυτό τους εγγράφως. Δεν υπάρχουν άνθρωποι ζωντανοί που δεν τους έχει απασχολήσει το ερωτικό θέμα -το ερωτικό, όχι το σεξουαλικό- και δεν τους έχει καθορίσει περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο. 
  • Τι υπήρξε για σας ο έρωτας, τι σας πρόσφερε, τι σας αφαίρεσε; 
  • Για μένα ο έρωτας υπήρξε η αιώνια ανοιχτή πόρτα προς τους άλλους ανθρώπους. Και με έχει τοποθετήσει τελεσίδικα σε μια θέση συμπάθειας απέναντί τους. Η φωνή του ακούγεται γαλήνια, μόνο κάπως κουρασμένη. 
  • Δεν φοβούμαι εγώ τους ανθρώπους. Καθόλου. Παρ' όλο που έχω πάθει πολλά. Και όταν βρίσκομαι ανάμεσα σε μεγάλο πλήθος ανθρώπων, στους μεγάλους δρόμους ή σε συνάξεις, δεν νιώθω «συντριβή», όπως ακούω πολλούς να λένε. Αντίθετα νιώθω πάρα πολύ μεγάλη χαρά από τα ανθρώπινα πλάσματα που βρίσκονται γύρω μου. Ισως αυτό να είναι και ο κυριότερος λόγος που αγαπώ τόσο πολύ τις μεγαλουπόλεις, και φυσικά τις δύο μεγαλουπόλεις που έχει η χώρα μας, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Σε τελική ανάλυση, το μόνο πράγμα που με παρηγορεί και καταστέλλει τη φοβία μου για το θάνατο είναι οι άλλοι, οι πολλοί άνθρωποι. Η μοναξιά μέσα στη φύση με πανικοβάλλει. Ενώ η μοναξιά μέσα στη μεγαλούπολη είναι το ιδανικό μου. Να είμαι κοντά, αλλά όχι μαζί, για να μπορώ να δουλέψω. Εάν δεν είχα αυτήν την ανάγκη της συγγραφικής δημιουργίας, ασφαλώς θα ζούσα, μετά τη δουλειά μου τη βιοποριστική, στα καφενεία, στους μεγάλους δρόμους, στα μεγάλα πάρκα, στα σινεμά. Για να βλέπω πολλούς ανθρώπους γύρω μου. Με παρηγορούν υποσυνείδητα. Oχι μόνο με τον έρωτα που μπορούν να μου παράσχουν, αλλά κυρίως με το παράδειγμα του θανάτου τους, της φθοράς τους. 
  • Το ερωτικό δέσιμο με έναν άνθρωπο, που άλλοι το έχουν ξεγράψει ως αδύνατο, άλλοι το ζουν, ή νομίζουν ότι το ζουν, και άλλοι το περιμένουν, εσείς πώς το αντιμετωπίζετε; 
  • - Η ερωτική μου ανάγκη είναι απόλυτα δεμένη με την ανάγκη της αφοσίωσης σε ένα πρόσωπο. Oχι της αφοσίωσης... της λατρείας, της εξουθένωσης μπροστά σ' ένα πρόσωπο. Αλλά αυτό πρακτικά είναι αδύνατο. Είναι αδύνατο... Και όχι μονάχα γιατί δεν βρίσκει ανταπόδοση, αλλά γιατί δεν βρίσκει καν αντικείμενο. Με την έννοια της αποδοχής αυτών των αισθημάτων, και όχι της μεταπτώσεώς τους σε διαφορετική πρακτική. 
  • Και πώς αναπληρώνεται το κενό που αφήνει αυτή η έλλειψη; 
  • Αναπληρώνεται από την έντονη φιλικότητα που διαπιστώνω αργότερα στα πρόσωπα εκείνα τα οποία, αφού γλίτωσαν από τις διαθέσεις μου για συντριβή μπροστά τους, και τακτοποίησαν τη ζωή τους όπως ήθελαν, μετά βλέπω ότι δεν ήταν τόσο αδιάφορα όσο είχαν δείξει. 
  • Μια άλλη επίκριση εναντίον σας είναι ότι δεν παίρνετε «πιο ανοιχτά» θέση για διάφορα πολιτικοκοινωνικά ζητήματα. 
  • Νομίζω ότι όλες οι πλευρές του βίου μου και των πραγμάτων που με τυραννούν πνευματικά βρίσκονται μέσα στο έργο μου. Απλούστατα, δεν γράφω μονοκόμματα πράγματα. Και είναι κι αυτοί που λένε αυτά τα πράγματα μειωμένης παρατηρητικότητας κι αντιλήψεως και δεν μπορούν να δουν τα διάφορα επίπεδα και στοιχεία από τα οποία σύγκειται η δουλειά μου. Είναι όλη μου η ζωή και όλες μου οι ανάγκες -δεν θέλω να χρησιμοποιήσω τις γελοίες αυτές εκφράσεις «κοσμοθεωρία» κ.λ.π.- μέσα στη δουλειά μου. Εγώ δεν έχω καταφέρει να αποκτήσω κομματική ένταξη. Ανήκω βέβαια στο γενικότερο αυτό χώρο που θα μπορούσε να ονομαστεί «της Αριστεράς», αλλά όμως κομματική ένταξη δεν μπορώ να αποκτήσω, γιατί δεν μου κάνει κανένα απ' αυτά. 
  • (Αναδημοσίευση από Anemourion. Η συνέντευξη αναρτήθηκε από τον Γιώργο Αργυρίου).
http://www.lifo.gr/team/sansimera/36161

Ανιμέισον

Αρίστασχρος Παπαδανιήλ
Έφη Παππά



Έρωτας - Χρόνης Μίσσιος


Τι είναι ο έρωτας;
Έρωτας είναι το ίπτασθαι οικειοθελώς,
το ωραιάσθαι αενάως,
το εγγίζεσθαι χαϊδευτικώς,
το ποθείν καθ' ολοκληρίαν,
το καλλωπίζειν το χώρο,
το φαντάζεσθαι εγχρώμως,
το διαλέγεσθαι μωβ,
το αντι-εξουσιάζεσθαι ανυπερθέτως,
το συνουσιάζεσθαι επαναληπτικώς.
Γενικώς το ευ ζειν...
Το αποπλανάσθαι στην απουσία της μοναξιάς.









Wednesday, February 14, 2018

Το Παραμύθι της Μουσικής στο Μόναχο




Από τον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας της Ελληνικής Γλώσσας
χθες 9.2.2018 στο Μόναχο, που πραγματοποιήθηκε υπό την Αιγίδα του Γενικού Προξενείου
της Ελλάδας στο Μόναχο και σε συνεργασία με το Συντονιστικό Γραφείο
Εκπαίδευσης, την Ιερά Μητρόπολη Γερμανίας, το Ίδρυμα ΠΑΛΛΑΔΙΟΝ, 
τα ελληνικά σχολεία και τους φορείς του Μονάχου.
Μετά τον χαιρετισμό της Γενικής Προξένου Παναγιώτας Κωνσταντινοπούλου και την ομιλία της καθηγήτριας του Πανεπιστημίου του Μονάχου Μαριλίζας Μητσού παρουσιάστηκε το "Παραμύθι της Μουσικής" της Βασιλικής Νευροκοπλή από την ορχήστρα ΕΝ ΧΟΡΔΑΙΣ και με αφήγηση της ίδιας της συγγραφέας.