Τέταρτο αιώνα έζησε ο άγιος Σπυρίδων
Πολλοίμ θαύματα που 'κανε, τα έζησαν, και είδον
το πόσο ήταν ταπεινός στην Κύπρο όσο ζούσε
Ποιμένας μα και γεωργός, όλους τους αγαπούσε
Ακόμη κι ως επίσκοπος, τα κράτησε τα ζώα
Τα είχε και τα φρόντιζε μ' αγάπη τα αθώα
μοιράζοντας σε χριστιανούς μα και ειδωλολάτρες
τα αγαθά των κόπων του απ' τις δικές του μάντρες
Στην πρώτη Οικουμενική Σύνοδο θ' αποδείξει
Τριάδος Ομοούσιον με θαύμα κι όχι νύξη
Κρατώντας στο χεράκι του κόκκινη κεραμίδα
που σε νερό, φωτιά, πηλό θα χωριστεί ως είδαν
Μ' άλλο θαύμα την κόρη του, την έλεγαν Ειρήνη
θα την ξυπνήσει, αν και νεκρή, μια μέρα που το κρίνει
Καθώς ανάγκη ήτανε να μάθει πού 'χε βάλει
το τιμαλφές γειτόνισσας που το ζητούσε πάλι
"Ειρήνη μου, πού το 'βαλες;" μ' απλότητα ρωτάει
"Πατέρα δες εκεί κι εκεί", εκείνη απαντάει
Για να συντρέξει ένα φτωχό, φίδι μεταμορφώνει
το κάνει από ζωντανό, χρυσό το σώμα, και τον σώνει
Σαν εξυπηρετήθηκε αυτός το πάει πίσω
Ο άγιος παίρνει το χρυσό και λέει "θα τ' αφήσω"
"Πήγαινε τώρα σπίτι σου, φιδάκι, στα παιδιά σου.
Έκανες τη δουλίτσα σου, με γεια σου, με χαρά σου"
Το χρυσό, φίδι γίνεται. Κι αυτό για να μας δείξει
πως η φιλαργυρία μας σαν φίδι θα μας πνίξει
Ληστές κάποτε πήγανε να κλέψουν στο μαντρί του
Έλειπε ο Σπυρίδωνας για την επισκοπή του
Με το που μπήκαν οι ληστές δύναμη τους παγώνει
Όχι να κλέψουν δεν μπορούν, να κουνηθούν ακόμη
Τους βρίσκει τα χαράματα "Αμάν, βρε να σας λύσω"
Τους λέει με συμπάθεια "μα δε θα σας αφήσω
να φύγετε έτσι άπραγοι μετά από τόσο κόπο!
Πάρτε κριάρι αμοιβή και σφάξτε το στον τόπο!"
Άλλοτε πάλι, έμπορος, πηγαίνει ν' αγοράσει
ζώα από τον γέροντα. Θέλει να τον γελάσει
Και μια γιδούλα στα κρυφά, με τ' άλλα ζώα παίρνει
Ολα τα ζώα πήγαιναν, η γίδα στροφές φέρνει
Τον ταλαιπώρησε πολύ κι έτσι την επιστρέφει
στον άγιο που ανίξερος τάχα σ' εκείνον στρέφει
"Τι έγινε κι επέστρεψες;" γυρίζει και ρωτάει
"Η γίδα, γέροντα, αυτή, δε με ακολουθάει"
"Μήπως τυχόν, παιδάκι μου, ξέχασες να πληρώσεις;"
"Έχεις δίκιο παππούλη μου, πες μου τι θα χρεώσεις"
"Ξέρεις εσύ, και πήγαινε, βάλ' τα στο κασελάκι"
Ο έμπορος την πλήρωσε κι η γίδα σαν πουλάκι
πέταξε κι ακολούθησε τον νέο της τον κύρη.
Τόση γλύκα ο άγιος, την πίνεις στο ποτήρι.
Το τετρακόσια πενήντα οκτώ ο άγιος εκοιμήθη
Το λείψανό του άφθαρτο, γλυκό σαν παραμύθι
θα μείνει έως σήμερα στης Κέρκυρας τα μέρη
Χάρη και δώρα πλούσιας αγάπης σ' όλους φέρει.
Εμπνευσμένο από το Χειμερινό Συναξάρι, τόμος Α΄, Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη, Ακτή, Λευκωσία 2008
Έχεις τάλαντο στο... κάλαντο. Σ'ευχαριστώ.
ReplyDelete