Ξεπροβόδισα τον ήλιο στην αυλή του κόσμου
Πριν να φύγει, ικετεύω: “Μιαν αχτίδα δώσ’ μου
Θα βαρύνουν πάλι ίσκιοι μέσα στο σκοτάδι
Να ‘χω κάτι για να θρέψω τους νεκρούς του Άδη
Μ’ επισκέπτονται τις νύχτες σαν τις νυχτερίδες
Τα χλωμά τα πρόσωπά τους, άραγε τα είδες;
Τρέχω να τους αγκαλιάσω κι όλο μου γλιστρούσε
Μα σε μια αχτίδα λάμψης αν στροβιλιστούνε
Ίσως ζαλιστούν και πέσουν μες στην αγκαλιά μου
Λέω θα χαϊδέψουν πάλι τα ξανθά μαλλιά μου”
“Όσο μ’ αγαπάς”, μου λέει, “μην ανησυχείς
Κι όσο ζεις μέσα στο φως μου, άλλο μην ποθείς
Πρώτα να νοιαστείς για κείνους που ‘ναι ζωντανοί
Δίπλα σου που ανασαίνουν κι έχουνε φωνή
Ποταμός τρέχει το δάκρυ, μην το αγνοείς
Κάνε την καρδιά σου στέρνα για να το χωρείς
Έτσι χαίρονται κι εκείνοι που τους λες νεκρούς
Κι έτσι θα τους προστατεύεις κι από τους εχθρούς
Κι αν ζητάς να φωτιστούνε, άναψε κερί
Είναι αρκετό για κείνους. Ας είσαι γερή”
Είπε ο ήλιος και τον πήρε θάλασσα βαθιά
Κι άναψε μεμιάς η νύχτα χίλια δυο κεριά…
No comments:
Post a Comment
Σχόλια