Στα χρόνια του Τραϊανού, σπουδαίος στρατηλάτης
ήτανε ο Ευστάθιος, μα και ειδωλολάτρης
Ήταν επίσης σπλαχνικός και τόσο ελεήμων
που εμφανίστηκε σ' αυτόν μια μέρα ο Οικτίρμων
Μέσα στο δάσος μια φορά κι εκεί που κυνηγούσε,
ένα ελάφι αλλοιώτικο μπροστά του προχωρούσε
Βάλθηκε να το κυνηγά, μα πού να το προφθάσει
Κάποτε εκείνο σταματά κι εκείνος σαν το φθάσει
θα δει πάνω απ' τα κέρατα ένα σταυρό να λάμπει
"Είμαι ο Ιησούς Χριστός" λέει κι οι γύρω κάμποι
τον λόγο του αντιλαλούν. "Τι με καταδιώκεις;
Πάντα δικός μου ήσουνα, στα σπλάχνα μου κατώκεις"
Γίνεται έτσι χριστιανός ο Ευςτάθιος. Μαζί του
όλη οι οικογένεια βαφτίζεται. Μα, αλί του,
αρχίζουν τόσα βάσανα που του Ιώβ θυμίζουν
Δοκιμασίες πάμπολλες που αρετές χαρίζουν
Χάνει γυναίκα και παιδιά, χρήμα, περιουσία
τη θέση του στο στράτευμα, και μένει στην ουσία
μόνος, φτωχός και έρημος αυτός με τον Θεό του
Σαν ζήτουλας κυκλοφορεί. Θα 'ναι για το καλό του,
σκέφτεται με υπομονή κι όλα τα υπομένει
αγόγγυστα ο ευσεβής και πάντα περιμένει
Ώσπου η Θεία Πρόνοια, που δεν εγκαταλείπει
τα σπλάχνα της αφρόντιστα, του αφαιρεί τη λύπη
Τη Ρώμη βάρβαρος εχθρός, ζητά να αφανίσει
κι ο αυτοκράτορ του ζητά να 'ρθει να βοηθήσει
Του δίνει το αξίωμα που είχε, και νικάει
έτσι, τον βάρβαρο εχθρό κι αμέσως μετά πάει
κοντά του η γυναίκα του, τα δύο τα παιδιά του
Όλοι ξαναβρεθήκανε πάλι στην αγκαλιά του
Και την περιουσία του, τού δίνουνε στη Ρώμη
και η αποκατάσταση ομοιάζει πως τελειώνει
Μα ο νέος αυτοκράτορας ζητά να θυσιάσουν
στα είδωλα που έκαναν τη μάχη να μη χάσουν,
όπως θαρρεί ο άμυαλος και όπως νουθετείται
Προστάζει ο Αδριανός, ο άγιος αρνείται
Σαν στρατηλάτης, θαρρετά, Χριστόν ομολογάει
Λέει ο αυτοκράτορας, εκείνος δε νογάει
Χάλκινο βου πυρώνουνε και τον παραγεμίζουν
μ' όλη την οικογένεια του Αγίου και φροντίζουν
να σφαλιχτεί η πόρτα του μήπως κι αυτοί γλιτώσουν
Αγάπιος, Θεόπιστος τα τρυφερά παιδιά τους
η Θεοπίστη, μάνα τους κι ο άγιος στην ποδιά τους
τα παίρνουν, κι έτσι τις ψυχές αμέσως παραδίδουν
στην αγκαλιά του Ιησού, του μόνου που ενδίδουν
Όταν τους βγάζουν έκπληκτοι όλοι τους αντικρίζουν
πως ούτε τρίχα κεφαλής δεν κάηκε. Σαστίζουν.
Με λύπη μα και με χαρά, οι χριστιανοί τους θάβουν
Τα μύρα αναβλύζουνε, τα θαύματα δεν παύουν.
Εμπνευσμένο από το Φθινοπωρινό Συναξάρι του Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη, τόμος Α ΄, Ακτή, Λευκωσία 2008
No comments:
Post a Comment
Σχόλια